– Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, της είπε και κοίταξε τον ουρανό.
– Τα παρατάς; Τον ρώτησε και σηκώθηκε όρθια.
– Κάτσε σε παρακαλώ, της απάντησε κι εστίασε στα μάτια της.
Εκείνη έκατσε δίπλα του στο παγκάκι κι αυτός άρχισε να την κοιτάζει για ώρες, από κείνες που μετρούν ως δευτερόλεπτα, αλλά είναι σαν να γράφονται ως μέρες ή χρόνια, στη μνήμη του μυαλού.
– Θα μιλήσεις; Θα κάνεις κάτι; Του είπε τσαντισμένη, με μια τσαντίλα που δεν κουβαλούσε θυμό, παρά μια πνιγμένη έγνοια μόνο.
– Προσπαθώ. Προσπαθώ να βρω τις λέξεις. Τις κατάλληλες λέξεις. Και τις πράξεις. Προσπαθώ να δω τι πρέπει να κάνω. Δεν θέλω να τα σκατώσω. Παίζονται πολλά εδώ. Και τα περισσότερα, μην σου πω όλα, δεν είναι στο χέρι μου.
– Κοίτα, δεν είναι ρουλέτα. Είναι το δίκαιο. Σήκω λοιπόν να βρεις το δίκιο σου και μην κάθεσαι άλλο. Και σταμάτα να κοιτάς τον ουρανό. Δεν θα πέσει τίποτα στα χέρια σου από κει πάνω. Το χώμα πιάσε, αν θες. Καλύτερα το χώμα. Μην φοβάσαι, δεν θα λερωθείς.
Αυτός την κοίταξε ξανά στα μάτια κι ο χρόνος άρχισε και πάλι να παγώνει. Στα μάτια της έβλεπε αυτό που τα δικά του, δεν ήταν σε θέση να δουν. Αυτό που είχαν επιμελώς εκπαιδευτεί να αγνοούν. Γι’ αυτό την κοίταζε συνέχεια. Εκείνη είχε καταλάβει τι συμβαίνει. Είχε καταλάβει πως το βλέμμα του δεν ήταν σταθερό. Αυτός την κοιτούσε σαν να μην ήξερε καν τι βλέπει κι εκείνη τον παρατηρούσε που την κοιτούσε και όλο και κάτι καινούργιο έβρισκε, χωρίς όμως το βλέμμα του να καταλήγει σε μια συγκεκριμένη έκφραση. ‘’Αυτό είναι’’, σκέφτηκε. ‘’Δεν μπορεί να γίνει συγκεκριμένος. Έχει χαθεί. Φοβάται’’. Αυτή φυσικά ήξερε τι πάει να πει φόβος. Και ποιος δεν ξέρει άλλωστε; Είχε γνωρίσει τα συμπτώματα του φόβου και στο σώμα της, αλλά και στο μυαλό της, μα είχε το θάρρος να του μιλάει στα ίσα, όταν την επισκεπτόταν και το βαστούσε η καρδούλα της. Ατρόμητη δεν ήταν βέβαια. Ποιος είναι άραγε, για να ’ταν εκείνη; Ήταν δαμάστρια όμως. Ήξερε να δαμάζει τα άγρια ζώα, μεγαλωμένη σε ζούγκλα γαρ, αστική μεν, αλλά ζούγκλα με τα όλα της δε, οπότε είχε μάθει καλά το παιχνίδι της επιβίωσης. Πως; Είχε σταματήσει να αγνοεί αυτά που της έλεγαν επιτηδευμένα να αγνοήσει. Ίσως αυτό έβλεπε εκείνος ή προσπαθούσε τουλάχιστον να δει, κολλημένος για δευτερόλεπτα, μέρες και χρόνια στο βλέμμα της. Την κορμοστασιά της απέναντι στα θηρία, γνωρίζοντας ότι μπορεί να φαγωθεί μονομιάς, όσο καλή κι αν ήταν. Ναι, μπορούσε να φαγωθεί μονομιάς. Αυτή είναι η αλήθεια, κακά τα ψέματα. Και την αλήθεια, τη γνώριζε εκείνη. Τουλάχιστον τη δική της. Δεν είχε μεγάλες προσδοκίες για την αλήθεια με το άλφα κεφαλαίο. Είχε όμως απ’ αυτές τις μικρές, που αν τις πετύχεις όλες ή τις πιο πολλές, οι μεγάλες είναι απλά θέμα τύχης. Κι απ’ την κακή την τύχη, κανείς δεν έπαθε στερητικό, εκτός κι αν ήταν άρρωστος. Γιατί το κέρδος της αγάπης είναι πάντοτε η μεγαλύτερη ντρόγκα. Είναι γνωστό αυτό εξάλλου, σε κάθε εξαρτημένο απ’ τα πάθη αυτής της γης.
Ο ήλιος έπεφτε και στο πάρκο άρχισε να φυσάει. Αυτός σηκώθηκε όρθιος κι εκείνη γονάτισε για να δέσει τα κορδόνια της. Οι δυο τους κατευθύνθηκαν σιωπηλοί στην κεντρική έξοδο, με τα χέρια τους στις τσέπες. Πέρασαν το πρώτο φανάρι της λεωφόρου και περίμεναν στο πεζοδρόμιο του διαζώματος για το δεύτερο.
– Θα μιλήσω. Αυτή θα είναι η πράξη μου. Και τις λέξεις θα τις βρω όταν θ’ ανοίξω το στόμα μου, της είπε και το φανάρι άναψε κατευθείαν πράσινο.
Εκείνη τον έπιασε σφιχτά απ’ το χέρι και πέρασαν τη διάβαση μαζί. Αυτός ένιωσε κάτι περίεργο στην παλάμη της και την κοίταξε αμέσως στα μάτια. Αυτή του χαμογέλασε κι έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό. Όταν άφησαν τα χέρια τους, το χώμα που κρατούσε εκείνη, έπεσε στο δρόμο. Σκύβοντας το κεφάλι του, αυτός είδε ότι τα χέρια του είχαν μείνει καθαρά.