Γράφω την τελευταία λέξη, τυλίγω το χαρτί με την αγαπημένη σου κορδέλα, το φιλώ δυο φορές και το αφήνω να πετάξει στον άνεμο. Ταξιδεύει για μέρες. Κάποιες φορές βρέχεται. Μετά στεγνώνει και ξαναβρέχεται. Ξέρεις πως είναι αυτά… Ανόητοι άνθρωποι –που δεν ερωτεύτηκαν ακόμη– το πατούν και το σκίζουν με τα παπούτσια τους. Οι λέξεις σβήνουν ή αλλοιώνονται σαν το κορμί μου, σαν τις διαθέσεις σου…
Τα γράμματά μου πότε σε βρίσκουν, πότε βρίσκουν κάποιον άλλο. Γιατί δεν έχουν διεύθυνση. Αν είναι να σε βρουν –σκέφτομαι– θα σε βρουν. Και δεν περιμένω. Κλείνω τα μάτια απλώς, και ανασαίνω ήρεμη που έδιωξα από πάνω μου και σήμερα το βάρος, που το ακούμπησα στο χαρτί και τό στειλα μακριά να μη με πνίγει.
Ξέρεις, σχεδόν ανακουφίζομαι όταν τελικά δεν τα διαβάζεις εσύ, αλλά κάποιος που δεν ξέρω. Σκοντάφτει πάνω μου, με παίρνει στα χέρια του και με διαβάζει. Για λίγο γίνεται εσύ και δεν το ξέρει. Του μιλώ με λόγια τρυφερά. Τον βρίζω, τον ταπεινώνω, ή τον επιζητώ απελπισμένα. «αγάπη μου», του λέω, «γύρνα στο σπίτι μας. Είπα στη γάτα ότι έφυγες ταξίδι». Του γράφω για όσα μας ενώνουν ή μας χωρίζουν, για τις μέρες τού μαζί που θά ρθουν και που δεν είναι μοναχά ένα όνειρο. Πες μου ότι δεν είναι. Συχνά του λέω ότι εξαφανίζομαι από τη ζωή του, «δε θα με ξαναδείς» του λέω. Την ίδια στιγμή εύχομαι να συνωμοτήσουν όλα τα άστρα και να με βγάλουν ψεύτρα.
Του μιλώ για όσα δεν θα σου μιλούσα ποτέ. Και τότε, από δυο ξένοι, γινόμαστε εραστές, άλλοτε παράφορα ερωτευμένοι κι άλλοτε πληγωμένοι που μισιούνται. Ο ξένος, αν δεν είναι ανόητος, ζηλεύει που δεν είναι εσύ. Φυλάει το γράμμα μου και τα φιλιά μου, κρεμάει την κορδέλα σου στα κλειδιά του και κουβαλάει το ρομάντζο που δεν έζησε σαν θησαυρό, για να σου θυμίζει όσα έχασες.