Καπνογένειου
τού
Μαΐστορος
“Σπονδή & Ξόρκι”
όσο φέστο
έσο πόλιν
ος ↪ οσψία
όταν ότεων *
μακρινό κι
όσο αν
φωτός ↩ είναι
έτη το
σαν μέλλον
[θα βρεθού]με στη σκεπασμένη πόλη
αυτοεξόριστοι
αλλά ↪ λόγο
μυημένοι στο
που [κρ]ύβει τον όρ[κο] των θεών
διφθεροφόροι
όπως το ρόδι
τα σπόρ[ια] του στο δέντρο
όπου βασιλεύει
απ’ ↩ και
πάλι ανατέλλει
η φωτεινή θεά• και αυτή η σπορ[ά]
στα χέρια μας
είναι ↪ λόγια
η σπονδή από
όχι τα λάφυρα καμιάς μάχης
για εκ[είνη] τη θεότ[ητα]• οι Άρπυιες
μείνουν στον
ας ↩ Άδη
ιέρεια και
ανακτόρων των συ
φώναξε δυνατά να φύγει μακριά η νόσος•
[Και όμως κραυγάζει η μνήμη
Μέσα στο μυαλό τις νύχτες
Πόσες θυσίες θα σου δώσω να γυρίσεις
Άραγε
Οι νεκροί να κάνουν σκέψεις συνεχίζουν
Ή νιώθουν και ξανανιώθουν
Μόνο όσα έζησαν
Ξαπλωμένοι σε κάποιο λιβάδι
Μπρούμυτα στα άγρια άνθη
Που ίσως ευωδιάζουν πιο πολύ
Όταν τα κόβουν χέρια τρυφερά
Φορώντας το ύφος ενός αμέριμνου θεού
Που δε σκοτίζεται πια
Για τη σάρκα που γερνά και πονά• τόσες
Φορές ρωτήθηκα πώς χάθηκες
Όσες και οι στροφές στον ουρανό
Τού ήλιου• και
Ελπίζω πως κατεβαίνοντας σιγά σιγά
Όλο και πιο κάτω
Θ’ ανταμώσουμε σε μια λιακάδα
Σ’ ένα όνειρο
Στις αναμνήσεις• ]
*Από το Δίσκο τής Φαιστού (Γραμμική Α’)