Κυριακή βράδυ. Οι πλαϊνές τσέπες του περιπτέρου γεμίζουν βιβλία. Για να αδειάσουν ξανά το επόμενο πρωί.
Αυτός εκεί. Κρεμασμένος στον φωτεινό σηματοδότη. Ελέγχει την κίνηση του μυαλού του. Διακόπτοντας τη ροή του αίματος για να περάσει εκείνη.
Μισός άνθρωπος, μισός κατσαβίδι. Στρίβει αριστερά. Στρίβει δεξιά. Την περιμένει. Να έρθει. Μαζί με τη φίλη και το ένστικτό της.
– Ξέρεις τι θα έκανα για εσένα αν δεν είχες φύγει;, θα της πει.
– Ξέρω. Γι’ αυτό έφυγα, θ’ αποκριθεί εκείνη.
Κι η νύχτα κυλά. Κι είναι σαν όλες τις άλλες.
Μωρό δεν πέφτει απ’ την κούνια.
Βάζο δεν σπάει από απροσεξία.
Όπλο δεν βγαίνει από τη θήκη του. Παλτό από τη ναφθαλίνη.
Χείλη με χείλη δεν συγκρούονται.
Δάκρυ δεν βρέχει μεταξωτό μαντίλι.
Ζώνη δεν σμίγει ανυπόμονα με μέση.
Σοφός δεν παίρνει αθώο στο λαιμό του.
Ο Οδυσσέας δεν περνά δεμένος στο κατάρτι.
Δρομέας δεν φτάνει (από πείσμα) ως την κορδέλα.
Γόβα δεν βγαίνει απ’ τα πόδια σταχτοπούτας.
Πίσω απ’ το παραβάν δεν κρύβεται η γύμνια.
Οι μεθυσμένοι μένουν κλεισμένοι στην ντουλάπα και το κορίτσι στο λεωφορείο χάνει παντοτινά την αίγλη του.
Αντώνης Τσόκος