[…Λόγια που ακούστηκαν σε μια περίσταση κάπως θλιβερή, όταν η ορθογραφία του κόσμου στερεύει και θαρρείς πως ξυπνούν για σένα τα πιο σκληρά χρόνια. Ειπώθηκαν για την Ελένη που κανείς δεν γνώριζε πως ζούσε, έξω από εκείνα τα δίχως δέρμα κορίτσια που μυρώνουν τα υφάσματα μες στις αχανείς αίθουσες. Όλα συνέβησαν στο Κάντις κάτω από την ιερή σκιά και τον κασσίτερο και τις ορδές του Ντέβερρώ από το Έσσεξ και από αλλού. Εκεί είχε φτάσει η Ελένη και ζούσε όπως οι δούλες δίχως να πει πως είναι εκείνη, μόνον εκείνη η διαλεχτή. Ο αποχαιρετισμός είναι σύντομος, άλλωστε δεν απέμεινε τίποτε έξω από τον μύθο. Διαβάζει ένας ξαφνιασμένος ερευνητής με εύθυμη διάθεση που βαθμιαία μας υποβάλλει στα πάθη της Ελένης…]
Το κορίτσι με τα χτένια, το ρόδο της πεδιάδας, κύλησε σαν φεγγάρι από την άλλη πλευρά. Φίλησε μια φορά και έναν καιρό τα χείλη του φιλιατρού μα όσο έζησε, τραγούδησε παμπάλαιες φωνές. Όταν την ρωτούσαν πώς και τι, εκείνη έδειχνε τον ουρανό και έλεγε πέφτουν πάνω μου οι νεκροί. Στις ανδαλουσιανές ταβέρνες εξομολογούνται το όνομά της σιγανά, σαν μιας αγίας. Και κρατούν πάντα μια στιγμή σιωπής για να θυμηθούν. Τον τρόπο που χτυπούσε τα σανίδια, ηλεκτρισμένη από το ρεύμα που κυλά μες στις ανθρωπότητες.
Το κορίτσι με τα χτένια έφυγε μια νύχτα Ιανουαρίου. Γελούσε και ζούσε μεταμορφωνόταν σε πεταλούδα, τις νύχτες πάσχιζε να ελιχθεί ανάμεσα στα άλλα πνεύματα της νύχτας. Τα αναρριχητικά φυτά, λέει η φιλάνθρωπη επιστήμη της εμπειρίας, γυρεύουν ένα σταθερό σημείο για να προχωρήσουν. Για εκείνη η σκληρή μοίρα της χάρισε ένα πονεμένο επίνειο.
Πέρασε στην αιωνιότητα με μια σφαίρα επάνω στην σκηνή. Τίποτε δεν προμήνυε το τέλος της. Μήτε οι συζητήσεις της παρέας και τα εβίβα στον άμοιρο τον Γηρυόνη που τον σπάραξε το αρχαίο θεριό, μήτε τα εύθυμα, παιδικά τραγουδάκια προς πέρδικα, προς φεγγαράκι, προς τας χελιδόνας, προς πελαργό. Ένας άνδρας άγνωστος με χαρακτηριστικά δαμασκιά φάνηκε μες στην παλιά ταβέρνα. Το χρονικό τον θέλει να κερνά έναν γύρο το μαγαζί, προτού παγώσει ο χρόνος. Το κορίτσι τον αντίκρισε και σάλεψε, σαν να ελαττώθηκε η ζωή της. Όμως καθώς χτυπούν τα σφυριά μες στην καρδιά της, εκείνη πιάνει το τραγούδι. Έναν πονεμένο σκοπό, μια μελωδία βγαλμένη από τα συντρίμμια της τραγωδίας. Εκείνη η στιγμή η τόσο κρίσιμη συνθέτει σήμερα τα παλίμψηστα της ζωής των ανθρώπων μιας ταπεινής ταβέρνας μες στην καρδιά του παλιού ορυχείου. Άλλοι λένε πως την φίλησε και έπειτα αφόπλισε την ζωή της. Και άλλοι πάλι ισχυρίζονται πως ξέφυγε, πως ύστερα από μια ανελέητη φυγή κάπου έφτιαξε την ζωή της.
Εσύ, όμως, εσύ που αγαπάς τόσο την Ελένη, που έζησες με το αβάσταχτό της, που δίχως ευγένεια διάλεξες να ζεις έξω και πέρα από την μεθοδολογία της μνήμης, εσύ από ένστικτο μπορείς και κρατάς ζωντανό το κορίτσι με τα χτένια. Και ας αντηχούν εκείνες οι φωνές στα πίσω δωμάτια και ας λέει με φωνή εκκλησιαστική το όνομά της αυτός και κάθε άλλος κόσμος.
Κερνάς έναν γύρο το μαγαζί, πιστεύεις σε μεγάλες μέρες καλοκαιριού. Αφήνεις την πολιτεία κατακτημένη και σεκλετίζεσαι μες στις αξίες του κεχριμπαριού. Μα έτσι σου ήταν γραφτό. Να συντριβείς από την ιστορία και από τον έρωτα.
Με αυτά τα λόγια ολοκληρώθηκε η τελετή. Και ήταν όπως αξίζει για εκείνη που έζησε δίχως τρόπους φιλοσοφικούς, αφήνοντας κατά μέρος τις ιδέες και τα ανοιξιάτικα φάσματα. Απέμεινε μόνο η λύπη της, μια λύπη πέτρινη. Τίποτε από την Ελένη που σιγυρίζει πια τα ξένα δωμάτια της ιστορίας, φορώντας ένα τελειωμένο μυθιστόρημα. Κάποιος είπε, -Ελένη μην κλαις-, δεν κυβερνά η ομορφιά. Και το πλήθος σάλεψε και διαλύθηκε, σαν να ΄χε ακουστεί ο παλιός, καλός πυροβολισμός.
Απόστολος Θηβαίος