Τώρα πια
Όλα μοιάζουν
Ιδανικά και
Αγαπημένα.
Ακόμη και
Οι αποχαιρετισμοί
Από το μαρτυρολόγιο
Των αθεράπευτων ερώτων
Κανείς δεν έκανε το πρώτο βήμα. Οι επιθυμίες τους δεν μπορούσαν να αποδειχτούν τόσο απρόσεχτες πια, οι φορεσιές τους δεν σήμαιναν τίποτα. Κάτω από στρώματα χαμένων πόλεων, οι εραστές, πρόσωπα βγαλμένα από το χρονικό των ανέμων, όλα τα παραδέχτηκαν και δεν δίστασαν. Πως κατόρθωσαν να νικήσουν εκείνη την θάλασσα που στάθηκε στ΄ανάμεσά τους, πως όλα τα θυσίασαν μια φορά και έναν καιρό, πως κανείς τους δεν προδόθηκε, πως το ποτάμι γνωρίζει μονάχα έναν δρόμο. Πως όλα λευκαίνονται στο καμίνι, εκεί έξω.
Εκείνη ταξίδευε στο φίλημά τους. Και εκείνος θυμόταν πόσα πράγματα έκλειναν πίσω τους μια νύχτα, αιώνες πριν. Το σώμα της κουβαλούσε μια βροχή. Οι γραμμές του διαγράφονταν κάτω από τα υφάσματα. Ποια βροχή έπεφτε εκεί μέσα, τι ρούχα φορούσε το βλέμμα της, κανείς δεν έμαθε. Ποιος χάρτης μίλησε για εκείνη, ποια νησιά, ποια χείλη.
Θυμάται. Το σπίτι ήταν ακατοίκητο. Λες και είχε ξεμείνει πίσω από την ζωή, έστεκε πρόσφορο για τ΄ ανοιξιάτικα φαντάσματα και τους σωρούς απ΄το πεθαμένο χιόνι. Κάθε μέρα στοιβάζονταν περισσότερα συντρίμμια, περισσότερο άγριο σκοτάδι. Και όμως οι δυο τους, όσα πρέπει κάποτε οι άνθρωποι να δουν, όλα τα ξεχώρισαν. Χέρια, μηρούς, λαιμούς, σακιά τσιμέντο, αδυναμίες, ήττες.
Και όμως. Απόψε φαντάζουν μορφές ελαττωμένες, αδύναμες ψυχές με την δική τους σάρκα και έναν πετρωμένο έρωτα. Θυμούνται την ευφράδεια των ρούχων, τ΄αγγίγματα και τις χαλασμένες άμυνες. Ο δρόμος κατεβαίνει σαν το ποτάμι, μα δεν νοιάζονται. Δημόσια ζωή και μέσα περαστικά και άγριοι αποχαιρετισμοί, όλα βιαστικά, μες στην μεθοδολογία του καιρού. Οι τροχιές πάντα σταθερές και οι πιθανότητες εκεί έξω να παίζονται στα ίσια.
Δεν θα επιστρέψει ποτέ η λάμψη στα μάτια των εραστών, τα φώτα θα πέφτουν πράσινα και ένας νέος θα ξεφυλλίζει, τώρα και πάντα σαν μικρός θεός τ΄άγνωστο όνειρό του. Σαιξπηρικά καλοκαίρια θα φθάνουν πριν την ώρα τους, θ΄αφήνουν την θέση τους πλάι στην λεύκα, θα ξοδεύονται αλόγιστα. Οι αγάπες, λέει θα πέφτουν σαν βροχή στις στάσεις των λεωφορείων και τ΄αμφιθέατρα και τα τυραννισμένα πρακτορεία, ασκληπιεία του εφήμερου.
Οι δυο τους κατοικούν σαν από χρόνια το μετερίζι ενός στίχου, κανείς δεν ξέρει. Νιώθουν σαν φίλοι, καθώς κοιτάζονται μακρυσμένοι, όσο φέρνουν στην αίσθησή τους, την γεύση, το σκοτάδι, τα χέρια, τους κρεμαστούς κήπους του συνοικισμού, το σκάρτο πεπρωμένο.
Μέσα τους μεγαλώνουν μια αστόχαστη αγάπη. Βάζουν τα χέρια στο πρόσωπό τους και από όλα κρύβονται.
Καθένας χάραξε το μονοπάτι του και τώρα πια, όσο να πεις φοβούνται την ζωή. Λιγότερο ελεύθερες , λιγότερο πλατιές είναι οι καρδιές των εραστών. Οι μαντόνες έγιναν πια καλές μητέρες και οι εσχατιές σβήστηκαν μες στην προχωρημένη άνοιξη και τους θερμούς κονκισταδόρες που τώρα και πάντα βαδίζουν με μια υπόλευκη αιωνιότητα στα χέρια τους.
Η δημόσια ζωή καλά κρατεί. Οι διελεύσεις, οι τσακωμοί, οι άγριοι θόρυβοι, η πλήξη που γίνεται ανεπανάληπτη μες στην ραγδαία ρυθμολογία της πόλης, όλα λένε πως φθάνει, δες το κιόλας εδώ εκείνο το πορτοκαλί φεγγάρι που ονειρεύτηκε, όταν ακόμη η άβυσσος δεν είχε ανοιχτεί και το κατάστημα που πουλούσε τον χρόνο, τακτοποιούσε την ευτυχισμένη, ω θε μου πελατεία.
Κανείς δεν έκανε το βήμα. Ετούτη η ιστορία πέρασε και πάει, δίχως να παραβλέψει την έσχατη φρόνηση που συγκρατεί τις ψυχές σαν βρεθούν στο χείλος του έρωτα και της καταστροφής. Κάθε τόσο μοντέρνοι θεοί βγαλμένοι από τα υπόγεια σαρώνουν όπως ξαφνική μουσική το πεθαμένο τοπίο. Και ετούτη η ιστορία κατοικεί κιόλας πέρα μακριά, στα παγωμένα χωράφια.
Απόστολος Θηβαίος