Πήρε ένα μπουκάλι με κρύο νερό από το ψυγειάκι δίπλα στο κρεβάτι. Το χρησιμοποιούσε και σαν κομοδίνο, είχε αραδιασμένα ένα σωρό πράγματα πάνω του, κι είχε καλύψει με ταινία εκείνες τις σκουριασμένες απ’ την πολυκαιρία γωνίες του. Δεν το ήθελε, λέει. Ας έβρισκε την άκρη μονάχη της, λέει. Είχε ζέστη σήμερα, κάψα, κι έτσι το νερό κελάρυσε ευχάριστα στο λαρύγγι. Πήρε τον καπνό πάνω από το ψυγείο για να στρίψει ακόμη ένα τσιγάρο. Και τι έγινε κι αν κάπνιζε; Σάμπως τι; Μπορεί να ’ταν και πιο μεγάλο από εκείνην το ψυγείο. Όχι σε μέγεθος, σε χρόνια. Το κοίταξε. Το ’χε δώσει στη μάνα της μια φιλενάδα της, που το ’χε ο γιός της στο συνεργείο του. Πέθανε ο γιός από μοιραία δόση στα τριάντα οχτώ του. Ήξεραν πάντα ότι θα έρθει αυτή η στιγμή, ήταν χρήστης από νεαρός. Μόνο το ψυγείο βλέπεις δεν το γνώριζε. Έπειτα η μαύρη του η μάνα τα χάρισε τα πράγματα του. Και κάτι δερμάτινα μπουφάν του τα πήγανε στην Ενορία τους και την μηχανή του την πούλησαν και το ψυγείο χαρίστηκε. Κι ήρθε εδώ, στο δωματιάκι αυτό των κουτσά στραβά σπουδών, με το μικρό παράθυρο, το μονό κρεβάτι, το μπάνιο και θέα κεραίες. Και πριν από εδώ, πριν ακόμα από το συνεργείο, έζησε το ψυγείο σε ένα ωραιότατο μαγαζί με εσώρουχα που κι αυτό θα κατέβαζε άγαρμπα ρολά, μιας που όλοι ψώνιζαν πια από μεγάλες αλυσίδες. Τόση χάρη, τόση φινέτσα, τόση αγάπη και διάθεση για να βαφτούν οι τοίχοι λιλά και να επιπλωθεί το μαγαζί, κι όλα έγιναν παρελθόν σε ενάμισι χρόνο. Πώς γίνεται να παλιώνει τόσο γρήγορα ρε παιδί μου το καινούριο; Ένα βλεφάρισμα και σε τίναξε ο χρόνος πίσω στα αζήτητα. Ξηλώθηκε το μαγαζί, δόθηκε σχεδόν καινούριο το ψυγειάκι. Και κανένας από τους τελευταίους αυτούς ιδιοκτήτες του δεν γνώριζε την αρχή της ιστορίας του.
Νάτο τώρα εδώ, ν’ αγκομαχάει για να κρυώσει ένα μπουκάλι νερό και τέσσερα βερίκοκα. Ώρες ώρες ρετάρει με θόρυβο και τρώει μια γροθιά στο κεφάλι του από το χέρι που καπνίζει δίπλα, ώστε να πάψει. Το χέρι έχει σοβαρά προβλήματα, δεν είναι ώρα για κουβέντες. Της είπε να το ρίξει, δεν το θέλει, λέει. Κι άμα το μάθει η μάνα του θα τον κρεμάσουν στην πλατεία -αλλά αυτό δεν της το ’πε, κότεψε να της το πει. Ότι για άλλο τον προόριζαν και για αλλού. Κι ότι θα του κοβόταν όλα τα επιδόματα, τα μηνιαία τσεκ, θα του έπαιρναν πίσω το αυτοκίνητο και το εξαγορασμένο του μέλλον. Ή μαζί τους θα ήταν, ή μονάχος του. Τι μπορούσε να παλέψει μονάχος του; Μα για ποιο παιδί μιλάς, είσαι τρελή; Εδώ καλά καλά δεν μπορούσε να σκεφτεί πώς να τα βγάλει πέρα μόνος του, αν χρειαζόταν κάποια στιγμή να τα βγάλει. Γι αυτό καλύτερα μαζί τους. Ε, ναι, μαζί τους βέβαια, και να το ρίξει. Θα της έδινε τα λεφτά. Πόσο κοστίζει; Και να, τότε έσκυψε με τους αγκώνες πάνω στο ψυγείο κι άρχισε να κλαίει βουβά. Κάθε μητέρα κλαίει κάποτε, για τούτο και για κείνο. Τώρα ήταν η δική της ώρα. Η δική της ρωγμή στη φρέσκια αναρριχώμενη σαν καμέλια ζωή της. Το πρώτο της βάσανο, η πρώτη της ρυτίδα. Και το ψυγείο κάτι μουρμούρισε, άγνωστο τι. Ίσως στη γλώσσα του να ήταν κάτι παρήγορο. Κι άνοιξε εκείνη την πόρτα του κι ήπιε λίγο ακόμα νερό. Έχεις πολλά να δεις ακόμα. Ουουυυυ, πολλά.
Χανιά, 26.11.2020
Η Ξένια Παπαδημητρίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974 και σήμερα ζει με την οικογένειά της στα Χανιά. Σπούδασε φωτογραφία και συντήρηση έργων τέχνης για πέντε συνολικά έτη. Ασχολείται με την αρχιτεκτονική φωτογραφία κι ερασιτεχνικά με το Θέατρο. Το 2016 σκηνοθέτησε το βραβευμένο από την Π.Ε.Λ. θεατρικό της μονόπρακτο «Μαριονέτες». Η βραβευμένη νουβέλα της «Ο Άνθρωπος σκύλος», που αφηγείται την ιστορία ενός άστεγου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή. https://www.facebook.com/anthroposkylos