ψάρι με θλιμμένη ουρά,
μάτι τής Κυριακής πάνω σε σορτς που βαδίζουν
με περιεχόμενο,
μηχανοκίνητες πορείες για να τιμηθούν οι ρίζες
των δέντρων,
η βροχή σα νεαρό κορίτσι
περπατάει προς το μέρος μου,
τα σπίτια κυματίζουν σα λάβαρα
γεμάτα μεθυσμένους ύμνους,
οι ταύροι τής Ισπανίας
οι ταύροι τής Ισπανίας
που κερδίζουν
άπειροι όπως τα φύλλα
τόσο μόνοι όσο και μια γαρίδα στον πυθμένα τής θάλασσας
ή αν αυτό είναι λάθος
τόσο μόνοι όσο και οτιδήποτε άλλο υπάρχει εκεί κάτω,
καθώς η αγάπη μου
μια γριά με κοκκινάδι στα μάγουλα
πηδάει και πάλι σχοινάκι
και τα δάχτυλα τού Χέμινγουεη ξαναζωντανεύουν
σκληρά και φρικτά και καλοσυνάτα,
ενώ ο Κιντ Γκάβιλαν γι’ άλλη μια φορά
σφαδάζει
όπως οι υάκινθοι τήν Άνοιξη,
είμαι θλιμμένος είμαι θλιμμένος είμαι θλιμμένος
που η γλώσσα και τα δόντια θα μας φάνε
πρέπει να διαλέξουμε από τόσα καλά
όπως αυτά τα δάχτυλα των κρίνων μες στο μυαλό
σφυροκοπούν το φως
σε όσους από μας κάθονται μόνοι τους σε κάμαρες σκοτεινές
τα πρωινά τής Δευτέρας
όταν οι πρόεδροι μιλούν για τιμή και μόρφωση και αφοσίωση•
ή το πορτοκαλί φεγγάρι των στεναγμών
που η φωνή μου μιλάει σα σχίζες μέσα από ένα σκισμένο πρόσωπο,
όλ’ αυτά τα χρόνια έβλεπα μέσα από πάτους μπουκαλιών
και μαύρες πετρελαιοπηγές αντλούσαν με τους βρωμερούς τους βραχίονες
εμβολίζοντας τον τόπο μέχρι τον πυρήνα ενός ρόδου
μοιρασμένου σε μερτικά μοιρασμένου σε μερίσματα
εκείνο το κουδούνισμα που είναι μικρότερο
κι από το κόασμα ενός βατραχιού,
στο σπίτι χτυπιέμαι όχι πάνω στη σοφία
αλλά πάνω στη δυσφήμιση :
γέρικα αυτοκίνητα σε μάντρες σκουπιδιών,
γέροι που παίζουν ντάμα στο άλσος,
γυναίκες που βάζουν μια τιμή πάνω στην καμπύλη τού ποδιού και τού στήθους,
άντρες που μορφώνονται μεγαλώνοντας σαν τραπεζικοί λογαριασμοί
ή με μια πόρνη πολυτελείας να τους συνοδεύει
σε συμφωνικές συναυλίες,
το ένα τρίτο τού πλανήτη πεθαίνει τής πείνας
ενώ εγώ είμαι τόσο μικρόψυχος ώστε ν’ ανησυχώ
μόνο για το δικό μου θάνατο
σαν ένας πίθηκος απορροφημένος με τον ψύλλο του
είμαι θλιμμένος γιατί ο ανδρισμός μου με πνίγει
μέχρι τη γύμνωση μιας απέχθειας
ενώ υπάρχει τόσος λίγος χρόνος για να καταλάβουμε,
είμαι θλιμμένος γιατί το ποτό μου τελειώνει
και πρέπει είτε να επισκεφτώ ανθρώπους που πίνουν
είτε να πάω σε ιδιοκτήτες ποτοπωλείων
μ’ ένα ποίημα στο χέρι που δε θα τυπώσουν ποτέ,
έγχορδα μιας αβάν-γκαρντ συναυλίας
στο ραδιόφωνό μου,
κάποιος οδηγεί ένα μαχαίρι μέσα στο μπαμπάκι όλου τού κόσμου
αλλά αυτό σημαίνει μόνο
ότι διαμαρτύρεται πεθαίνοντας,
και έχω δει τους νεκρούς
σα σύκα πάνω σε έναν πάγκο
και η καρδιά μου έγινε κουρέλι
σπάζοντας από το μυαλό και τη λογική
μένοντας μονάχα
με την εποχή τής
αγάπης
και
το ερώτημα :
γιατί;
ότι ο Βάγκνερ είναι ας πούμε νεκρός
είναι αρκετά άσχημο
μόνο για μένα
ή ότι ο Βαν Γκογκ
δε βλέπει τις χορδές και τους λάκκους με λάσπη
αυτής τής μέρας,
αυτό δεν είναι και τόσο καλό,
ή το γεγονός ότι
τους ανθρώπους που γνώρισα και άγγιζα κάποτε
δεν μπορώ πια να τους αγγίξω•
είμαι ένας τρελός που κάθεται στα μπροστινά καθίσματα
των επιθεωρήσεων και των μουσικών κωμωδιών
ρουφώντας το φως και το τραγούδι και το χορό
σαν παιδί που ρουφάει με το καλαμάκι
ένα παγωτό με σόδα,
αλλά βγαίνω έξω
και οι απάνθρωποι
άνθρωποι από σκληρό ατσάλι
πιστεύουν στην ιδιοποίηση ενός πορτοφολιού
και τού τσιμέντου
και μόνο σε επιλεγμένες γιορτές
Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά 4η Ιουλίου
για να προσπαθήσουν να διαδηλώσουν τη ζωή
που στέκει αφημένη σ’ ένα συρτάρι σα μονό γάντι
το οποίο ξεμυτίζει σα γροθιά :
πάρα πολύ και πολύ καθυστερημένα.
είδα ανθρώπους στα βουνά τής Βόρειας Καρολίνας
να παριστάνουν τους παπάδες όταν ακόμη
δεν είχαν γίνει κάν άντρες
και έχω δει άντρες σε μέρη αλλόκοτα
όπως τα μπαρ και οι φυλακές
καλούς ανθρώπους που δεν παρίσταναν τίποτα
γιατί ήξεραν ότι η προσποίηση ήταν κάτι ψεύτικο
το κοτσύφι το γαρύφαλλο το χαρτονόμισμα
τού δολαρίου στην παλάμη
το ποίημα για εκείνους που αναπαύονται
με κουρτίνες των 30 δολαρίων και
το χρόνο για βαρετά και ανούσια παζλ,
ήξεραν το ποίημα το μαχαίρι
τον καμαρωτό εξαντλημένο πετεινό τού Καλοκαιριού
ότι όλη η αγάπη που τα χέρια θα μπορούσαν να κρατήσουν
θα χανόταν θα χανόταν
και ότι οι ανάγκες για ψεύτικα στολίδια και χειρονομίες
είχαν τελειώσει
ω φωτιά αγκάλιασέ με μέσα σ’ αυτές τις κάμαρες
ω χάλκινη χύτρα κόχλασε,
αλητάκια τρέχουν στους δρόμους,
οι ξυλουργοί φταρνίζονται,
το σήμα τού κουρείου φαγώνεται
να λιώσει στον ήλιο,
έλα ω ευγενικέ άνεμε τού μαύρου αυτοκινήτου
καθώς διασχίζω τη Λεωφόρο Νόρμαντυ
μέσα σε έναν ήλιο θλιμμένο
σαν τις τριμμένες λωρίδες μιας λιωμένης βαλίτσας,
για να δω πού βρίσκεσαι να δω πού χάθηκες
μπαίνω στην κάβα ενός Εβραίου φίλου μου
που είναι ξεφτέρι
και αρπάζομαι μαζί του για ακόμη ένα μπουκάλι
για εκείνον
και
για μένα
για
όλους
εμάς.
I Write This Upon The Last Drink’s Hammergrief-tailed fish, |