Τσαρλς Μπουκόβσκι : Αυτό Το Γράφω Πάνω Στου Τελευταίου Ποτού Το Σφυροκόπημα | Μετάφραση: Ρογήρος Δέξτερ

Charles Bukowski

ψάρι με θλιμμένη ουρά,
μάτι τής Κυριακής πάνω σε σορτς που βαδίζουν
με περιεχόμενο,
μηχανοκίνητες πορείες για να τιμηθούν οι ρίζες
των δέντρων,
η βροχή σα νεαρό κορίτσι
περπατάει προς το μέρος μου,
τα σπίτια κυματίζουν σα λάβαρα
γεμάτα μεθυσμένους ύμνους,
οι ταύροι τής Ισπανίας
οι ταύροι τής Ισπανίας
που κερδίζουν
άπειροι όπως τα φύλλα
τόσο μόνοι όσο και μια γαρίδα στον πυθμένα τής θάλασσας
ή αν αυτό είναι λάθος
τόσο μόνοι όσο και οτιδήποτε άλλο υπάρχει εκεί κάτω,
καθώς η αγάπη μου
μια γριά με κοκκινάδι στα μάγουλα
πηδάει και πάλι σχοινάκι
και τα δάχτυλα τού Χέμινγουεη ξαναζωντανεύουν
σκληρά και φρικτά και καλοσυνάτα,
ενώ ο Κιντ Γκάβιλαν γι’ άλλη μια φορά
σφαδάζει
όπως οι υάκινθοι τήν Άνοιξη,
είμαι θλιμμένος είμαι θλιμμένος είμαι θλιμμένος
που η γλώσσα και τα δόντια θα μας φάνε
πρέπει να διαλέξουμε από τόσα καλά
όπως αυτά τα δάχτυλα των κρίνων μες στο μυαλό
σφυροκοπούν το φως
σε όσους από μας κάθονται μόνοι τους σε κάμαρες σκοτεινές
τα πρωινά τής Δευτέρας
όταν οι πρόεδροι μιλούν για τιμή και μόρφωση και αφοσίωση•
ή το πορτοκαλί φεγγάρι των στεναγμών
που η φωνή μου μιλάει σα σχίζες μέσα από ένα σκισμένο πρόσωπο,
όλ’ αυτά τα χρόνια έβλεπα μέσα από πάτους μπουκαλιών
και μαύρες πετρελαιοπηγές αντλούσαν με τους βρωμερούς τους βραχίονες
εμβολίζοντας τον τόπο μέχρι τον πυρήνα ενός ρόδου
μοιρασμένου σε μερτικά μοιρασμένου σε μερίσματα
εκείνο το κουδούνισμα που είναι μικρότερο
κι από το κόασμα ενός βατραχιού,
στο σπίτι χτυπιέμαι όχι πάνω στη σοφία
αλλά πάνω στη δυσφήμιση :
γέρικα αυτοκίνητα σε μάντρες σκουπιδιών,
γέροι που παίζουν ντάμα στο άλσος,
γυναίκες που βάζουν μια τιμή πάνω στην καμπύλη τού ποδιού και τού στήθους,
άντρες που μορφώνονται μεγαλώνοντας σαν τραπεζικοί λογαριασμοί
ή με μια πόρνη πολυτελείας να τους συνοδεύει
σε συμφωνικές συναυλίες,
το ένα τρίτο τού πλανήτη πεθαίνει τής πείνας
ενώ εγώ είμαι τόσο μικρόψυχος ώστε ν’ ανησυχώ
μόνο για το δικό μου θάνατο
σαν ένας πίθηκος απορροφημένος με τον ψύλλο του
είμαι θλιμμένος γιατί ο ανδρισμός μου με πνίγει
μέχρι τη γύμνωση μιας απέχθειας
ενώ υπάρχει τόσος λίγος χρόνος για να καταλάβουμε,
είμαι θλιμμένος γιατί το ποτό μου τελειώνει
και πρέπει είτε να επισκεφτώ ανθρώπους που πίνουν
είτε να πάω σε ιδιοκτήτες ποτοπωλείων
μ’ ένα ποίημα στο χέρι που δε θα τυπώσουν ποτέ,
έγχορδα μιας αβάν-γκαρντ συναυλίας
στο ραδιόφωνό μου,
κάποιος οδηγεί ένα μαχαίρι μέσα στο μπαμπάκι όλου τού κόσμου
αλλά αυτό σημαίνει μόνο
ότι διαμαρτύρεται πεθαίνοντας,
και έχω δει τους νεκρούς
σα σύκα πάνω σε έναν πάγκο
και η καρδιά μου έγινε κουρέλι
σπάζοντας από το μυαλό και τη λογική
μένοντας μονάχα
με την εποχή τής
αγάπης
και
το ερώτημα :
γιατί;
ότι ο Βάγκνερ είναι ας πούμε νεκρός
είναι αρκετά άσχημο
μόνο για μένα
ή ότι ο Βαν Γκογκ
δε βλέπει τις χορδές και τους λάκκους με λάσπη
αυτής τής μέρας,
αυτό δεν είναι και τόσο καλό,
ή το γεγονός ότι
τους ανθρώπους που γνώρισα και άγγιζα κάποτε
δεν μπορώ πια να τους αγγίξω•
είμαι ένας τρελός που κάθεται στα μπροστινά καθίσματα
των επιθεωρήσεων και των μουσικών κωμωδιών
ρουφώντας το φως και το τραγούδι και το χορό
σαν παιδί που ρουφάει με το καλαμάκι
ένα παγωτό με σόδα,
αλλά βγαίνω έξω
και οι απάνθρωποι
άνθρωποι από σκληρό ατσάλι
πιστεύουν στην ιδιοποίηση ενός πορτοφολιού
και τού τσιμέντου
και μόνο σε επιλεγμένες γιορτές
Χριστούγεννα Πρωτοχρονιά 4η Ιουλίου
για να προσπαθήσουν να διαδηλώσουν τη ζωή
που στέκει αφημένη σ’ ένα συρτάρι σα μονό γάντι
το οποίο ξεμυτίζει σα γροθιά :
πάρα πολύ και πολύ καθυστερημένα.
είδα ανθρώπους στα βουνά τής Βόρειας Καρολίνας
να παριστάνουν τους παπάδες όταν ακόμη
δεν είχαν γίνει κάν άντρες
και έχω δει άντρες σε μέρη αλλόκοτα
όπως τα μπαρ και οι φυλακές
καλούς ανθρώπους που δεν παρίσταναν τίποτα
γιατί ήξεραν ότι η προσποίηση ήταν κάτι ψεύτικο
το κοτσύφι το γαρύφαλλο το χαρτονόμισμα
τού δολαρίου στην παλάμη
το ποίημα για εκείνους που αναπαύονται
με κουρτίνες των 30 δολαρίων και
το χρόνο για βαρετά και ανούσια παζλ,
ήξεραν το ποίημα το μαχαίρι
τον καμαρωτό εξαντλημένο πετεινό τού Καλοκαιριού
ότι όλη η αγάπη που τα χέρια θα μπορούσαν να κρατήσουν
θα χανόταν θα χανόταν
και ότι οι ανάγκες για ψεύτικα στολίδια και χειρονομίες
είχαν τελειώσει
ω φωτιά αγκάλιασέ με μέσα σ’ αυτές τις κάμαρες
ω χάλκινη χύτρα κόχλασε,
αλητάκια τρέχουν στους δρόμους,
οι ξυλουργοί φταρνίζονται,
το σήμα τού κουρείου φαγώνεται
να λιώσει στον ήλιο,
έλα ω ευγενικέ άνεμε τού μαύρου αυτοκινήτου
καθώς διασχίζω τη Λεωφόρο Νόρμαντυ
μέσα σε έναν ήλιο θλιμμένο
σαν τις τριμμένες λωρίδες μιας λιωμένης βαλίτσας,
για να δω πού βρίσκεσαι να δω πού χάθηκες
μπαίνω στην κάβα ενός Εβραίου φίλου μου
που είναι ξεφτέρι
και αρπάζομαι μαζί του για ακόμη ένα μπουκάλι
για εκείνον
και
για μένα
για
όλους
εμάς.

 


I Write This Upon The Last Drink’s Hammer

grief-tailed fish,
Sunday-eye in walking shorts
with staff,
motorcades in honor of the roots
of trees,
the rain like a young girl
walking toward me,
the houses waving like flags
filled with drunken hymns,
the bulls of Spain
the bulls of Spain
winning
unpracticed as leaves
as alone as shrimp upon a sea-bottom
or if this is wrong
as alone as what is there,
as my love
an old woman with rouged cheeks
skips rope again
as Hemingway’s fingers live again
tough and terrible and good,
as Kid Gavilan once again flurries
like hyacinths into Spring,
i am sad i am sad i am sad
that the tongue and teeth will eat us
must choose so many good
like these fingers of lilies into the brain
sock out light
to those of us who sit in dark rooms alone
on Monday mornings
while presidents speak of honour and culture and dedication ;
or orange moon of moaning
that my voice speaks like slivers through a broken face,
all this time i’ve seen through the bottoms of bottles
and black oil wells pumping their stinking arms
ramming home to the core of a rose
split into shares split into dividends
that tinkle less than the grunt of a frog,
i am hammered home not upon wisdom
but upon defamation :
old cars in junk yards,
old men playing checkers in the park,
women putting a price upon the curve of leg and breast,
men going to education like a bank account
or a high-priced whore to accompany them to a symphony,
one third of the world starving while
i am indecent enough to worry about my own death
like some monkey engrossed with his flea,
i am sad because my manliness chokes me down
to the nakedness of revulsion
when there is so little time to understand,
i am sad because my drink is running low
and i must either visit people who drink
or go to storekeepers
with a poem they will never print,
strings of an avant-garde symphony
upon my radio,
somebody driving a knife through the everywhere cotton
but only meaning
that he protests dying,
and i have seen the dead
like figs upon a board
and my heart gone bad
breaking from the brain and reason
left with only the season of
love
and
the question :
why ?
that Wagner is dead say
is bad enough
to me
only
or that Van Gogh
does not see the strings and puddles
of this day,
this is not so good,
or the fact that
those i have known to touch
i am no longer able to touch ;
i am a madman who sits in the front row
of burlesque shows and musical comedies
sucking up the light and song and dance
like a child
upon the straw of an icecream soda,
but i walk outside
and the heinous men
the steel men
who believe in the privacy of a wallet
and cement
and chosen occasions only
Christmas New Year’s the 4th of July
to attempt to manifest a life
that has lain in a drawer like a single glove
that is brought out like a fist :
too much and too late.
i have seen men in North Carolina mountains
posing as priests when they had not even
become men yet
and i have seen men in odd places
like bars and jails
good men who posed nothing
because they knew that posing was false
that the blackbird the carnation the dollar bill in the palm
the poem for rested people with 30 dollar curtains plus
time for flat and meaningless puzzles,
they knew the poem the knife
the curving blueing cock of Summer
that all the love that hands could hold
would go would go
and that the needs for knicknacks and gestures
was done
o fire hold me in these rooms
o copper kettle boil,
the small dogs run the streets,
carpenters sneeze,
the barber’s pole itches
to melt in the sun,
come o kind wind of black car
as i cross Normandy Avenue
in a sun gone blue
like ruptured filaments of a battered suitcase,
to see where you are to see where you have gone
i enter the store of a knowing Jew, my friend,
and argue for another bottle
for him
and
for me
for
all
of
us.