Υπάρχουν μουσικές από τα βάθη των αιώνων, παλιοί ψυχαγωγοί που ξέμειναν, άγγελοι που τους βαραίνουν πια σωρός τα παραπτώματα. Μήπως προτίμησαν την ζωή εδώ κάτω, κανείς δεν ξέρει αν τα λάθη τους θα λογιστούν για πράξεις ηθελημένες και συγγένειες εκλεκτικές.
Μουσικές που δεν φοβούνται την σκόνη του καιρού, το κουρνιαχτό του, που με μια παρόρμηση στο ύψος του πιο ανόθευτου λυρισμού φτάνουν στην έκταση του κρυφού σου ενστίκτου. Αυτές οι μουσικές φανερώνουν την ζωή μες στους κύκλους των πραγμάτων, μιλούν την γλώσσα της εποχής τους, κάνουν ένα βήμα και φεύγουν μακρύτερα από αυτό το άδηλο εστίν. Δεν ήταν ποτέ λίγο.
Πολυφωνικές οι ρίζες του μύθου και ο άνθρωπος μισός δίχως την φαντασία του. Για αυτό δίνει ζωή στα ποιήματα με τρυφερά κονσέρτα σε αυλές και καρδιές, κονσέρτα φτιαγμένα δίχως βεβαιότητα, σωστά θέατρα του ονείρου. Αυτή η φαντασία που επωάζεται κάτω από τις φτερούγες των τραγουδιών, ήταν πάντα το περισσότερο που θα μπορούσες να ζητήσεις από το πεπρωμένο των πραγμάτων.
Αν μπορείς να κλέψεις κάτι από τον χρόνο, πάρε ότι κοιμάται για πάντα μες στων τραγουδιών τις κόχες, των στίχων τα κάστρα. Μαντόνες, εσχατιές, όνειρα, εκδίκηση, θάνατος και από την αρχή το φίλντισι του έρωτα και η εκλέπτυνση του.
Αυτό είναι τα τραγούδια, η πολαρόιντ της γενικευμένης, της γεμάτης αφαιρέσεις ανθρώπινης έκφρασης. Πλημμυρισμένη από φθινόπωρα η σκηνογραφία γεννιέται με το όνειρο στα χέρια του παιδιού που ξεφυλλίζει το πώς και το γιατί του έπους, τις τέλειες ιστορίες του. Όταν πονούμε ανάβουν τα τραγούδια κρυφούς φωτισμούς, όταν αγαπάμε συντριβόμαστε με μια κιθάρα, δίχως σπαθιά, όταν δοξολογούμε, την καρδιά μας αφιερώνουμε στις ιδέες, με ένα τραγούδι όλες οι λέξεις να κερδίσουν από την αρχή το νόημά τους. Και εμείς θύματα του καιρού, νιώθουμε πώς πάλλεται η μέσα μας χορδή και αν το μπορούμε, μονάχα αν το μπορούμε φορούμε την προτομή του Αμλέτου και περιφερόμαστε από παραμυθία σε παραμυθία, βρίσκοντας την θέση μας μες στο όραμα της μελωδίας. Επιδέξιοι σαν τεχνίτες, πιστοί ως πέρα, με την λογική της επιστήμης και το κιαροσκούρο του μύστη. Πέρα τα παγωμένα χωράφια την κρατούν στην αγκαλιά τους και οι λόφοι κάτι υπόσχονται στους ποιητές και τους πλανεμένους που τριγυρνούν στον απάνω κόσμο. Φτάνει να πεις τους στίχους, να σαλέψουν διαλυμένες κιθάρες κάτω από τις λεύκες και η βρώμικη πράξη που έφτιαξε τον κόσμο, παραχωρεί την θέση της σε έναν άλλο, δίδυμο νεαρό θεό. Φτάνει μια αίσθηση, μια λεπτή χρωματική αυθαιρεσία στο βάθος ενός άπειρου, ζωγραφισμένου πελάγους. Το τραγούδι θα βρει τον δρόμο του μέσα από τα τρανζίστορ της απελπισίας μας που μισονιώθουν πόσο πονούμε, πόσο αγαπούμε. Και αν οι καθρέφτες εκεί έξω είπαν το πνεύμα και όχι το σκληρό γράμμα της ζωής στον πάτο του πηγαδιού τα σιωπηλά μας μάτια κάτι αδιαμφισβήτητο και ακλόνητο ουρλιάζουν. Κάτω από την πρόνοια της μουσικής κάποιος οραματίστηκε μια πόλη κάθετη, ένα δειλό φαράγγι και ένας άλλος συνέχισε τον δρόμο του περνώντας στοχαστικός μέσα από τα απείραχτα του κόσμου που γεννούν τον θαυμασμό. Μας άφησε μια ατμόσφαιρα και χάθηκε κάτω από περιστύλια με ονόματα παράξενα, των μεταφορών μας η μεθοδολογία.
Αυτό θυμίζουν τα τραγούδια. Έναν λόγο για να αγαπάς τον κόσμο, έναν χορό να βρει στέγη η αναπνοή σου, να βοσκήσουν τα πουλιά, να στυλωθούν γέφυρες που δεν τις κατακτά κανένας καιρός, πεταλούδες των ηφαιστείων, ένας αδιανόητος θεός, η νοσταλγία ενός αποχαιρετισμού.
Τα τραγούδια έχουν τόσα ονόματα και τούτη την ώρα δεν είναι της παρούσης περισσότερο να πλανηθώ, περισσότερα λάθη να διαπράξω καθώς πασχίζω να φθάσω στις πηγές. Τα τραγούδια είναι η ιερή σκιά εκείνου του ενθυμίου. Ενός γενναίου, καινούριου κόσμου, μιας φύσης παντοτινής που βρίσκει τον τρόπο να αντικρούσει εκείνο το αίδα μόνον φεύξιν ουκ επαύξεται. Και όμως, εμπρός σε μια μοίρα κραταιή εγώ διαλέγω τα τραγούδια και διαλύομαι σε όσα τούτο το κείμενο συνέθεσαν.
Το Ονειροκριτικόν γράφει πως το στόμα είναι ο οίκος των ανθρώπων, εκεί που φυλάσσονται όσα του ανήκουν. Εκεί μέσα και τα τραγούδια, ο μεγάλος, ανθρώπινος μύθος του έρωτα και του ιδανικού. Εκεί μέσα η πράξη του κόσμου και ο αγνός θάνατος των πουλιών. Οι μικρές και οι μεγάλες του βίου εμμονές, οι μελωδίες που γράφουμε και το χρυσάφι της αιώνιας νιότης, οι προτομές μας οι πιο υγρές. Όλα στα στόματα μιλούν για έρωτες νεκρούν, τραγουδούν τις Ιζόλδες αυτής εδώ της αιωνιότητας. Αυτό είναι το τραγούδι, ένας στίχος που άντεξε ανάμεσα σε νύμφες, λογικές, πηγές και πλάσματα της νύχτας. Αποκύημα των ρημαγμένων κάστρων, κόσμημα αβέβαιο της περιπλανημένης μας ψυχής. Τραγούδι οι Ερωτόκριτοι και οι Άννες και όσα σε γλώσσες ψυχικές ψιθυρίζουν οι ονειρώδεις φαντασίες.
Τραγούδια μου, άστρα μου και φυλαχτά και πρόσωπα απόκοσμα. Ιππότες της γιόστρας με περικεφαλαία γερακιού και ένα ολόχρυσο όρος, έρχονται και φεύγουν μες στην ύπαρξή μας. Υπενθυμίζουν τα μεγάλα και τα ιδανικά, τα μικρά, αυτά που μας βρίσκουν αφοσιωμένους με καρδιές ορθάνοιχτες να στήνουμε τις ζωές μας πάνω στον σκελετό μιας ευφράδειας που ΄χει για εκκλησιά της όχι την γλώσσα, μα την αίσθηση. Ονόματα και μυθολογίες και φωτισμένοι βυθοί με όλα μας τα τιμαλφή νεκρά και περασμένα. Ένας τρυφερός αποχαιρετισμός στα ερείπια της βιογραφίας μας, μια άλλη θεολογία, περίκλειστη, προκαταλήψεις και αμφιβολίες για πάντα κρυμμένες. Τα πολύτιμα υαλικά του βίου μας ποτέ δεν θα πεθάνουν, όχι όσο μιλούν τα τραγούδια.
Θα βρεθούν και άλλοι, επιδέξιοι εκτιμητές και αυτοδίδακτοι κυκλώνες να πουν το δικό τους σύνθημα για τα τραγούδια. Και όσα ειπωθούν θα΄ναι πέρα για πέρα αξιότερα και πιο βαθιά. Θα πουν η μουσική πως είναι ο δρόμος που τραβούν όλες οι τέχνες, θα θυμηθούν μελέτες και κριτικογραφίες. Ίσως πρωτοτυπήσουν, προσθέτοντας στην συνείδησή μας μια άλλη εκδοχή. Ωστόσο είναι αμέτρητα τα φανερώματα του προσωπικού μας μύθου, πάνε και έρχονται μαζί με τις αστραπές, τα ίχνη τους σβήνουν μες στις τελετές και την παρηγοριά ενός σκοπού. Δεν γνωρίζουν έρκος οδόντων τα τραγούδια, βρίσκουν μια χαραμάδα σου , θερμότατα άνθη που μεγαλώνουν όπως σε αρχαίες γιορτές. Είναι πρίγκιπες των κύκνων και γαλάζιες φλέβες ανάμεσα στα άγρια της λογικής σου ρόδα. Μιλούν την γλώσσα των παιδιών, τις ψυχές λύνουν για να αγαπήσουν και να θυμηθούν, όσο κρατούν οι στροφές και το κεντρί του στίχου. Είναι φιλέρημα φάσματα τα τραγούδια και της ψυχής μας οι σπασμοί. Ίσως πολύ περισσότερα, μα πράγματα που δεν τα λευκαίνει το καμίνι του καιρού. Και εμείς οι μεγάλοι δεόμενοι που βρίσκουμε την παρηγοριά στο πιο βαρύ μας αίσθημα.
Απόστολος Θηβαίος