Τι και αν η μνήμη είναι ένα ζευγάρι κορδόνια σαν εκείνα που περιγράφουν τον έρωτα στο Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή και που έχουν απολέσει τη χρηστική τους αξία ως αυτά που «δε χρειάζονται σε τίποτα»; Τι και αν η μνήμη ως η νοσταλγική εκείνη σκέψη απογυμνώνεται μπροστά σε καθημερινές αποστολές καταγραφής; Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να τεθούν και διαφορετικά, αν αναλογιστεί κανείς την ευθύνη που φέρει η ανάμνηση αλλά και την ανάγκη μιας έστω παροδικής λήθης – σε ατομικό ή ευρύτερο επίπεδο.
Τα παραπάνω εξετάζονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες στην ταινία Μήλα του Χρήστου Νίκου, μία μαύρη κομεντί που, λόγω της πανδημίας, προβλήθηκε πρόσφατα στη διαδικτυακή έκδοση του 61ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για το χρονικό μιας αναπάντεχης επιδημίας που εκδηλώνεται με ξαφνική αμνησία. Η επιδημία δε φαίνεται να κάνει διακρίσεις αλλά ούτε να θεραπεύεται με δεδομένο εμβόλιο. Για μερικούς, ο χρόνος μηδενίζει. Εισέρχονται έτσι σε μια διαδικασία διαμόρφωσης της υποκειμενικότητάς τους μέσα από την «παροντοποίηση» αναμνήσεων και συναισθημάτων.
Η ταινία, αν και προτείνει ένα σχήμα μεταφοράς ή αλληγορίας – με αφορμή τις σημειολογικές προεκτάσεις των μήλων –, είναι συνειδητά τοποθετημένη στη σφαίρα του υπαρκτού και δη ενός κόσμου που βιώνεται μακριά από τεχνολογικές εξαρτήσεις. Δε θα μπορούσε βέβαια να είναι αλλιώς, καθώς ήδη στη διαδικασία της γραφής του σεναρίου – όπως τονίζει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναφερόμενος στη συνεργασία του με τον Σταύρο Ράπτη – οι σκηνές αποδομήθηκαν με χιούμορ. Οι χαρακτήρες, λοιπόν, φαίνεται να προκύπτουν ακριβώς μέσω της παραπάνω διεργασίας. Η θέση τους στη σφαίρα του υπαρκτού, όμως, επιβεβαιώνεται ουσιαστικά μέσω της διεκπεραίωσης καθημερινών αποστολών που μάλιστα καταγράφονται με επιμελή, ενίοτε επιλεκτικό τρόπο, σε φωτογραφικά άλμπουμ. Μέσω αυτών, το ιδιωτικό διαπλέκεται με το δημόσιο – ως χώρος, σωματικότητα και διάδραση. Μεταξύ άλλων, «συνταγογραφούνται» τρακάρισμα με αυτοκίνητο, μία νύχτα εφήμερου πάθους μετά από βραδιά ξέφρενου χορού, συμμετοχή σε συλλογική διαμαρτυρία· το τελευταίο ως αναφορά.
Το μεταβατικό παρόν ενός άντρα γύρω στα σαράντα, αυτό του Άρη (Άρης Σερβετάλης), κεντρικού ήρωα της ταινίας, διαπνέεται από μια αίσθηση αναμονής. Διαταράσσεται, όμως, μέσα από απρόσμενες συναντήσεις. Από τη μία, η εφήμερη συνεργασία του με την Άννα (Σοφία Γεωργοβασίλη) για τη ολοκλήρωση των αποστολών στο πλαίσιο του προγράμματος, στο οποίο και οι δύο συμμετέχουν. Από την άλλη, το παρελθόν που εισβάλλει μέσω μιας γνώριμης μορφής και των στίχων ενός τραγουδιού που υπόσχονται μια μελλοντική συνάντηση· άλλο αν αυτή παραμένει μετέωρη και σβήνει στις ραδιοφωνικές συχνότητες (Sealed with a kiss από Gary Geld και Peter Udell, διαβάζουμε στους τίτλους τέλους).
Η καθοδήγηση δε από τους ειδικούς γιατρούς σε αυτό που περιγράφεται ως πρόγραμμα αποκατάστασης αποκτά μια ιδιότυπη αίσθηση μυστηρίου. Αποστολές και οδηγίες παραδίδονται από τηλεφωνικά ακουστικά χωρίς σίγουρα και ασφαλή αποτελέσματα. Δομούνται σε στάδια και θυμίζουν τρόπον τινά το μουσικό πρότζεκτ Everywhere at the End of Time [Παντού στο Τέλος του Χρόνου] (2016-19) του Βρετανού Leyland James Kirby – ή αλλιώς The Caretaker. Σε αντίθεση βέβαια με τη συνέχεια που διαπνέει τα έξι στάδια του παραπάνω μουσικού πρότζεκτ, ο ρυθμός της προόδου των θεραπευόμενων στην ταινία παραμένει αβέβαιος – συχνά στο στάδιο της διεκπεραίωσης. Το τελευταίο φαίνεται να αποδίδουν και τα πυκνά ηχοτοπία του The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης) που συνοδεύουν τη ροή της ταινίας.
Η ταινία αφήνει, συνολικά, το θεατή με μια αίσθηση διττή – με τη μοναξιά που ενέχει το να αντικρίζεις το αμνησιακό σου παρελθόν και με την ενίοτε απωθημένη ελπίδα για μια άλλη συνάντηση· αυτή τη φορά, χωρίς αυταπάτες αλλά εξίσου αξιομνημόνευτη.