Συνέντευξη του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου στον Γιώργο Χρονά

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αδάμ και το μήλο

Ρωτάει ο Γιώργος Χρονάς

 

Γ.Χ: Μου κάνει εντύπωση που αποκαλείτε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, μπροστά του, σε ένα κείμενο σας, στο βιβλίο, ‘Κωστάκη’. Είχατε τόση οικειότητα μαζί του;

Α.Α: Κάνετε λάθος: Δεν αποκαλώ ποτέ μπροστά του, ‘Κωστάκη’ τον Πρόεδρο τής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο. Ποτέ μου δεν διανοήθηκα να κάνω κάτι τέτοιο, σε έναν άνθρωπο ο οποίος, πέραν όλων των άλλων, ήταν περισσότερο από πενήντα χρόνια μεγαλύτερός μου. Ένιωθα γι’ αυτόν ειλικρινή σεβασμό, τού φερόμουν ανάλογα και τον αποκαλούσα πάντα, δίχως καμιάν απολύτως εξαίρεση ‘Κύριε Πρόεδρε’. Από εκεί και πέρα, είναι ενδιαφέρον ίσως να πω -μιας και σας έκανε τόση εντύπωση το ‘Κωστάκης’– πως όλοι οι φίλοι του έτσι τον αποκαλούσαν. Από μικρός θυμάμαι πολύ καλά στο σπίτι μας τον πατέρα μου και τον αδελφό του -που ήταν υπουργός αρκετά χρόνια στην ίδια κυβέρνηση με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο- όταν μιλούσαν γι’ αυτόν να λένε ο Κωστάκης. Το ίδιο έκαναν και οι πιο στενοί του φίλοι· ο φιλόσοφος Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος  που έλεγαν πάντα ο Κωστάκης. Ομοίως και ο Παναγής Παπαληγούρας· υπουργός κι αυτός στην ίδια κυβέρνηση. Αλλά και η σύζυγός του, η κυρία Ιωάννα· ο Κωστάκης έλεγε πάντα. Με την δε κόρη του, την χορογράφο Ντόρα Τσάτσου, με την οποία ήμασταν φίλοι και συνυπήρξαμε στο Εθνικό Θέατρο· για χρόνια όποτε μιλούσαμε γι’ αυτόν -είτε ήταν εν ζωή, μα και μετά τον θάνατό του- λέγαμε πάντα ο Κωστάκης. Συνεπώς, φέρνοντας στον νου μου τον πρόεδρο Τσάτσο στο γραφείο του τότε -το 1984- και ξαναβλέποντάς τον να μιλά ενθουσιασμένος για ‘Το σεντούκι τού παππού μου’, περιγράφοντας με εφηβική ζωντάνια το εντελώς σουρεαλιστικό όνειρο που είχε δει, με αφορμή το κείμενό μου εκείνο· ήταν φυσικό σε μιαν αποστροφή τού λόγου μου να πω· ‘ο καλός μου ο Κωστάκης’· τριάντα έξι χρόνια μετά. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως εγώ τον αποκαλούσα ‘Κωστάκη’, ή πως είχα διανοηθεί ποτέ μου να τον αποκαλέσω έτσι.

Γ.Χ: Αγαπάτε τόσο πολύ τα αρκουδάκια που ζητήσατε, στο βιβλίο σας να τυπωθούν οι φωτογραφίες τους έγχρωμες;

Α.Α: Δεν είχα ποτέ μου, αρκουδάκια, κουκλάκια, πάνινα, γούνινα, τριχωτά ζωάκια, ούτε κανένα άλλο τέτοιου είδους φετίχ. Ποτέ. Εφ’ όσον όμως εξ αρχής αποφασίστηκε ένα διήγημα να τυπωθεί μαζί με μια μικρή έγχρωμη φωτογραφία περίπου όσο ένα σπιρτόκουτο -φωτογραφία που δεν βρέθηκε τυχαία κάπου, αλλά την τράβηξα εγώ ο ίδιος έτσι· ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό- για να δικαιολογεί την ύπαρξή της και να μην είναι απλώς ένα αδιάφορο συμβάν, έπρεπε να μπει σωστά· lege artis. Κι αυτό δεν έχει τίποτε να κάνει με παιδικά αρκουδάκια.

Γ.Χ: Ενώ είστε γεμάτος με ωραίες υπάρξεις, στο βιβλίο σας πάλι μιλώ, παραμένετε εργένης σταθερά.

Α.Α: Εσείς πού το ξέρετε πως είναι ωραίες υπάρξεις, ενώ εγώ δεν λέω τίποτε γι’ αυτές· τις είδατε; Και επί τη ευκαιρία· μόνο σταθερά εργένης δεν υπήρξα, αφού παντρεύτηκα απ’ τα είκοσι πέντε μου. Ευχαριστώ πάντως για την έμμεση φιλοφρόνηση· τόσο για τις υπάρξεις εκείνες, όσο και για τις περιγραφές μου. Αλλά και πάλι· πώς ξέρετε τι κάνει ο ήρωας των αφηγήσεων -ο εκάστοτε ήρωας· γιατί μπορεί να μην είναι ένας- και τι κάνω εγώ στην υπόλοιπη ζωή μου; Αν βέβαια υποθέσουμε πως είμαι εγώ ο ήρωας εκείνος. Χαίρομαι πάντως που πέσατε κι εσείς, στην παγίδα μου: Με την απλή, άμεση αφήγηση και με την αίσθηση οικειότητας που κυριαρχεί στο βιβλίο, να φαίνονται ζωντανά όλα και να τα βλέπει ο αναγνώστης σα να συμβαίνουν τώρα μπροστά του· τόσο που να νομίζει πως συμμετέχει στη δική μου ζωή· ενώ τίποτα δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Γιατί όσο κι αν έχω δηλώσει ρητά πως το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο με αλήθειες και δεν έχει ούτε ένα ψέμα -και δεν το αναιρώ- άλλο τόσο δεν είπα ποτέ πως είναι αυτοβιογραφία ή ημερολόγιο. Ίσως σε κάποια σημεία να δίνω πολύ συγκεκριμένα στοιχεία απ’ την πραγματική ζωή, και μάλιστα να το επιβεβαιώνω στο Επίμετρο τού βιβλίου· αλλά μέχρις εκεί. Ο Αδάμ και το μήλο’ όμως δεν παύει να είναι λογοτεχνία. ‘Αφηγήσεις και διηγήματα διάφορα’ όπως γράφω στο οπισθόφυλλο. Χωρίς να μπορεί κανείς να ξέρει τι όντως συνέβη από εκεί και πέρα. Δεν έχει και κανένα νόημα άλλωστε· αφού όλα πια θα μείνουν έτσι, αναλλοίωτα μέσα στο βιβλίο. Ας αφήσουμε λοιπόν τις ωραίες υπάρξεις -γυμνές ή ντυμένες- μέσα στις σελίδες τους κι εμένα ήσυχο στη δική μου ζωή.

Γ.Χ: Σας έχει στοιχίσει η εκλεκτή και σταθερή καταγωγή σας στον νεοελληνικό βίο σας;

Α.Α: Εκλεκτή… Σταθερή… Δεν το είχα σκεφτεί καθόλου, ποτέ μου, έτσι αυτό: Να μού στοιχίσει… Κοιτάξτε· είχα την τύχη να γεννηθώ σ’ ένα ενδιαφέρον σόι και μάλιστα στην καλύτερη ίσως φάση του: Λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο, βγαίνοντας μέσα από τα ερείπια, στη δεκαετία τού ’50· τότε που η χώρα μας ορθώθηκε, δούλεψε, προσπάθησε και πέτυχε πολλά. Οι γονείς μου, που είχαν ήδη έναν γιο, με ήθελαν, και ήμουν παιδί αγάπης και όχι «προϊόν ημιτελούς και αγχώδους συνουσίας». Ο πατέρας ήταν πετυχημένος δικηγόρος κι ο μεγάλος του αδελφός που έμενε μαζί μας (δημοκρατικός Βενιζελικός βουλευτής τού ‘Συναγερμού’) ήταν ο Υπουργός Κοινωνικής Προνοίας. Ένα σωρό άλλοι κοντινοί συγγενείς -ξαδέλφια τους κυρίως, γνωστά ονόματα- ήσαν όλοι επιστήμονες· καθηγητές Πανεπιστημίου, νομικοί, μαθηματικοί, γιατροί, ανώτατοι δικαστικοί, γεωλόγοι, ομηριστές φιλόλογοι, πλατωνιστές φιλόσοφοι. Υπήρχαν ακόμη, απ’ τη μεριά τής μάνας μου, κι άλλες πολύχρωμες φιγούρες από την Πόλη. Κάπως διαφορετικοί τύποι· λίγο πιο κοσμοπολίτες: Καλή ώρα σαν τη γιαγιά μου που μιλούσε τέλεια γαλλικά, είχε δάσκαλο στο πιάνο έναν μαθητή τού List και κυκλοφορούσε λέει, με landau! Σ’ αυτό το περιβάλλον γεννήθηκα. Συνδετικός κρίκος και κύριος άξονας όλων αυτών ήταν μια πολύ λιτή ζωή, σχεδόν ασκητική με τα σημερινά δεδομένα, και δεν υπερβάλλω, όπου απ’ τα πολύ παιδικά χρόνια κυριαρχούσε η έννοια τής γνώσης. Η συνεχής προσπάθεια για γνώση· για παιδεία. Ξέραμε από μωρά σχεδόν, πως βασικός σκοπός τής ζωής είναι να μάθεις. Να παιδευτείς όσο γίνεται καλύτερα και να γίνεις άριστος μαθητής· καλός καγαθός πολίτης. Σε όλα· στο νου και στο σώμα. Και στη γυμναστική και στο κολύμπι. Και στο τρέξιμο και στη μπάλα. Και στη σκοποβολή και στη σφεντόνα· πρόσθετα εγώ. Σύμφωνοι· κανένα πρόβλημα. Αρκεί να προσπαθείς διαρκώς· να ερευνάς ασταμάτητα, να ρωτάς, να κρίνεις, να μαθαίνεις, και μόνος σου να γίνεσαι κάθε μέρα καλύτερος: «Δεν θέλω τού κισσού το πλάνο ψήλωμα/ σε ξέν’ αναστηλώματα δεμένο/ ας είμ’ ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο/ μα όσο ανεβαίνω μόνος ν’ ανεβαίνω» Ας είναι καλά ο πατέρας μου· τού το χρωστάω! Κάθε τόσο τον άκουγα από μικρός, να μού το λέει μυριάδες φορές, σε κάθε ευκαιρία. Ευτυχώς: Εσείς μιλήσατε πριν για σταθερότητα· η ζωή όμως έχει τους δικούς της δρόμους: Το καλοκαίρι τής Τρίτης Δημοτικού, μόλις είχα κλείσει τα εννιά, ο πατέρας μου πέθανε. Όλες οι ελπίδες για ένα κάπως λιγότερο οδυνηρό ξεπέρασμα αυτού τού πλήγματος, στράφηκαν στον θείο, ο οποίος ήταν ακόμη υπουργός· Γεωργίας τότε. Φευ! Δυο μήνες μόνο μετά τον θάνατο τού πατέρα μου, έφυγε απ’ την ζωή και εκείνος… Ας το πω κι αυτό· μιας και είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε, και το είχαν γράψει και οι εφημερίδες: Ύστερ’ από τόσα χρόνια διαρκούς και άκρως επιτυχημένης διακονίας στον Δημόσιο βίο σε υψηλότατες θέσεις, πέθανε όχι πλούσιος, όχι με μίζες για τον ίδιον για την οικογένειά του και για τις δυο-τρείς επόμενες γενιές, μα φτωχός· χωρίς τίποτα. Πέθανε στην ψάθα…

Η οικογένεια αποκεφαλίστηκε, κι εγώ μεγαλώνοντας μόνος μου απ’ τα εννιά, έμαθα πολύ καλά τι σημαίνει το ‘ποτέ πια’. Κατάλαβα πως η μόνη σταθερότητα που μπορεί ίσως να πετύχουμε στη ζωή, βρίσκεται μέσα μας μόνο… Άρα μη με ρωτάτε αν μού έχει στοιχίσει η αγωγή μου αυτή, στον νεοελληνικό βίο τής μεταπολιτευτικής παρακμής· δεν έχει σημασία. Όσο κι αν μού στοίχισε, άλλο τόσο μού ήταν πολύτιμη, μού άρεσε, με βοήθησε, με έσωσε. Και δεν είμαι ο μόνος που μεγάλωσε κι έζησε μ’ αυτές τις αρχές· κάθε άλλο. Μια χαρά έζησα· δεν έχω κανένα παράπονο. Χαίρομαι που έζησα έτσι: Που έζησα εδώ, που είμαι Έλληνας και μιλώ Ελληνικά μαζί σας τώρα για το τελευταίο μου βιβλίο, που το έγραψα στα Ελληνικά και θα το διαβάσουν Έλληνες αναγνώστες· με την ευλογία τού Πανός φυσικά!

Γ.Χ: Αν δεν γράφετε, τι σας αρέσει να κάνετε ή να βλέπετε;

Α.Α: Ήμουν πολύ κινητικό παιδί, με παραπανίσια ενέργεια. Δεν μού άρεσε διόλου να με καθηλώνουν. Την δασκάλα των γαλλικών την σιχαινόμουν ακριβώς γι’ αυτό: Γιατί με βίδωνε σε μια καρέκλα. Έχω την εντύπωση πως περισσότερο θα μού ταίριαζε να μ’ έβαζαν να κάνω ξιφασκία ή κάτι τέτοιο! Δεν ήμουν ποτέ ο τύπος τού ήσυχου γραφιά· ούτε και τώρα. Με τρελαίνει ν’ ακούω μουσική και ν’ αρμενίζω μαζί της. Η μεγαλύτερη ανακάλυψη που έκανα μόνος μου, ήταν όταν πρωτάκουσα αυτό που λέμε κλασική μουσική. Ακόμα και τώρα ακούω άπειρες ώρες· αν και ποτέ μου δεν την σπούδασα βαθύτερα τη μουσική: Όταν τέλειωνα το Πανεπιστήμιο είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου πόσο μού άρεσε ν’ ακούω συμφωνική μουσική ‘διευθύνοντας’ μια φανταστική ορχήστρα και να παίζω κιθάρα, αλλά και πόσο ήταν πολύ αργά πια για να ξεκινήσω πιάνο και ανώτερες σπουδές· οπότε έμεινα ένας απλός φιλόμουσος μόνο. Ακόμη, από μικρός, μού άρεσε να καταγίνομαι με τα ξύλα. Να πελεκάω, να πριονίζω, να κολλάω, να καρφώνω. Αυτό ήταν το παιχνίδι μου, κάθε μέρα. Πάσκιζα κι έφτιαχνα σκαμνάκια. Αυτό το παιχνίδι δεν το άφησα ποτέ. Μετά έγινε χόμπι, ύστερα έγινε σοβαρή ασχολία και στο τέλος έμαθα να είμαι κάτι σαν κανονικός ξυλουργός. Όλα σχεδόν τα έπιπλα, δεκαετίες τώρα, σε όσα σπίτια έχω ζήσει κατά καιρούς, τα έχω φτιάξει μόνος μου. Όταν δεν ποτίζω, δεν σκαλίζω και δεν κλαδεύω τον κήπο στο πατρικό μου, εκεί ξεσπάω· στην ξυλουργική. Ακόμα και τώρα: Το περασμένο καλοκαίρι έφτιαξα μιαν ακόμα βιβλιοθήκη στο γραφείο μου.

Γ.Χ: Υπάρχει κάποια αγάπη στην καταγωγή των κειμένων σας;

Α.Α: Στο ξεκίνημα, όταν χαράζει σιγά-σιγά στο νου μια ιδέα, όταν αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά και να γίνεται κείμενο, υπάρχει πάντα μέσα μου κάποια, κάποιου είδους αγάπη. Δεν σημαίνει όμως πως είναι η ίδια αγάπη και μάλιστα για κάποιο πρόσωπο· για το ίδιο πρόσωπο. Με αυτήν την έννοια θα έλεγα πως ενώ ασφαλώς υπάρχει πάντα ο Έρωτας τής δημιουργίας, ευτυχώς όχι· δεν υπάρχει κάποια Βεατρίκη, ούτε κάποια Δουλτσινέα στην καταγωγή των κειμένων μου, όπως λέτε, που να στοιχειώνει μέσα μου και να μ’ εμποδίζει να ζω. Κάποιος μη βιωμένος έρωτας δηλαδή. Κάποια τεράστια ματαίωση· πράγμα που εμένα μού φαίνεται αρνητικό στη ζωή. Περισσότερο θα έλεγα πως κατά βάθος υπάρχει, με τη δική της μορφή κάθε φορά, η αίσθηση τής αποτυχίας. Η αίσθηση τού ανολοκλήρωτου. Που όμως είναι τελείως άλλο πράγμα. Διότι  εν τέλει αυτό το ίδιο το ανολοκλήρωτο είναι που γεννά και θρέφει την αγάπη για ολοκλήρωση· την ελπίδα. Την ελπίδα για μια ξαναρχή.

 Γ.Χ: Με τι ενθουσιάζεστε η με τι λυπάστε;

Α.Α: Δεν είν’ εύκολο ν’ απαντήσω, Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ μου έτσι, γιατί ποτέ δεν είναι απολύτως ξέχωρα τα πράγματα: Άσπρο μαύρο, φιλικό εχθρικό, δικό μου ξένο, ζεστό κρύο, καλό κακό… Ουδέν κακόν αμιγές καλού άλλωστε.

Γ.Χ: Ακόμη γράφετε για την συγγένεια, εξ αγχιστείας, με τον συνθέτη σύγχρονης μουσικής Γιάννη Χρήστου;

Α.Α: Μα δεν έχω γράψει ποτέ -σαράντα τόσα χρόνια!- για την συγγένειά μου με τον Γιάννη Χρήστου· τώρα θα γράψω; Ούτε μίλησα για την συγγένεια αυτή· ουδέποτε  την προέβαλα, ούτε την χρησιμοποίησα σε κάτι. Όπως είπα πριν, είχα μάθει από μικρός να ζω μια χαρά στον κόσμο μου, χωρίς να χρειάζομαι δεκανίκια. Τελείωνα το Πανεπιστήμιο και ήξερα πολύ καλά πια, στα είκοσι ένα μου, πως δεν με ενδιέφερε να ακολουθήσω κανενός είδους μουσική σταδιοδρομία· έχει σημασία αυτό: Γιατί όταν έτυχε να μπω στον κόσμο του, ο Γιάννης Χρήστου είχε ήδη φύγει απ’ τη ζωή κι εγώ δεν ήθελα να γίνω μουσικολόγος, ούτε συνθέτης, μουσικός, τραγουδιστής, ούτε τίποτα τέτοιο. Είχα άλλα ενδιαφέροντα και δεν θέλησα η ζωή μου να μπλεχτεί με τον μύθο του: Νομίζω ότι πολύ εύκολα μπορεί να το καταλάβει ο καθένας αυτό, διαβάζοντας τα βιβλία μου. Ακόμη κι αν ψάχνει με το ντουφέκι για ‘επιρροές’, για ‘κλοπές’ ή για ‘δάνεια’. Θα πρέπει να είναι όχι πολύ ευφάνταστος, μα εντελώς κακεντρεχής ο αναγνώστης εκείνος που θα ισχυριστεί πως βρήκε την παραμικρή έστω συγγένεια ανάμεσα στο ‘Οχιναιλέγοντας’ ας πούμε, στα ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, ή στον ‘Σιμιγδαλένιο’ για παράδειγμα, και στον Γιάννη Χρήστου…

Από την άλλη μεριά· αν με ρωτάτε όχι για τη συγγένεια αλλά για την προσπάθεια διάσωσης και διάδοσης τού έργου τού Γιάννη Χρήστου, ο οποίος ήταν πράγματι ο πατέρας τής συζύγου μου τότε, και σκοτώθηκε όταν εκείνη ήταν δέκα ετών· αν με ρωτάτε για την ‘Εταιρεία Γιάννη Χρήστου’ που ιδρύσαμε το 1984, θα είχα να σας πω πολλά, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με το βιβλίο για το οποίο συζητάμε τώρα. Ίσως κάποιαν άλλη φορά. Θα πω μόνο ότι ο Μάνος Χατζιδάκις, εκείνη τη χρονιά, ύστερ’ από πολλές συζητήσεις που κάναμε, ήταν ο άνθρωπος που με την επιμονή του νίκησε τις αναστολές μου -ακριβώς γιατί πέρ’ απ’ την αγάπη μου γι’ αυτήν, δεν είχα καμιάν άλλη σχέση με τη μουσική- και με ώθησε να γράψω μια σύντομη βιογραφία για τον Χρήστου, την οποία και δημοσίευσε το καλοκαίρι τού 1985, στο ‘Τέταρτο’. Παράλληλα, εκείνη την εποχή και για κάμποσο καιρό μετά, κάναμε αρκετά και σημαντικά πράγματα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για τον Γιάννη Χρήστου, που τα θυμάμαι όλα πολύ θετικά κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Γιατί σε κάθε περίπτωση, όλες εκείνες οι εκδηλώσεις τότε, ήσαν άριστης ποιότητας και έγινε ό,τι καλύτερο και για τη μνήμη τού συνθέτη και για το έργο του.

Γ.Χ: Σας τρομάζει η πανδημία του covid -19;

Α.Α: Όχι δεν με τρομάζει, αν και δεν θα ήθελα διόλου να αρρωστήσω. Γι’ αυτό συμμορφώνομαι και τηρώ όλα τα μέτρα υγιεινής που πρέπει να τηρήσω. Με προβληματίζει πολύ ωστόσο όλη αυτή η ιστορία και παρακολουθώντας μήνες τώρα όσα λέγονται και όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας μέσα απ’ τις οθόνες, έχω την αίσθηση πως βλέπω ένα μεγάλης διάρκειας σήριαλ· ένα κακό θρίλερ με πολύ αγωνία, με διαφόρους διαφόρων ειδών αρρώστους, με περίεργους χειρισμούς και με μοχθηρή σκηνοθεσία. Από εκεί και πέρα, δεν είμαι ειδικός. Ούτε και φανατικός οπαδός τής τηλεόρασης είμαι, κάθε άλλο· οπότε δεν ξέρω αν έχω χάσει πολλά επεισόδια. Εύχομαι γρήγορα να έχει αίσιο τέλος αυτό το κακό, για το καλό όλων μας.

Γ,Χ: Τι σας απασχολεί, εκτός από το γράψιμο, αυτόν τον καιρό; βλέπετε το μέλλον άγνωστο; η λαμπρό; η τίποτα από τα δυο;

Α.Α: Το μέλλον είναι γνωστό: Και χίλια, και δέκα χιλιάδες χρόνια να ζήσεις, υπάρχει πάντα το τέλος. Άρα το θέμα είναι πώς ζεις το παρόν. Χαίρομαι που όσο περνούν τα χρόνια και λιγοστεύει η ενέργειά μου, μπορώ να ησυχάζω περισσότερο· να καθηλώνομαι και να εστιάζω με τις ώρες, κυνηγώντας σκέψεις. Όντας μανιακός καλλιγράφος άλλοτε και μην έχοντας αγγίξει γραφομηχανή ποτέ, ούτε που το φανταζόμουν καν πόσο θα μού άρεσε να γράφω στον υπολογιστή. Πόσο μού ταιριάζει να διορθώνω και να γραφωσβήνω στο άψε σβήσε με όλη την άνεσή μου. Και τα δάχτυλα πάνω στα πλήκτρα να κυνηγούν τη σκέψη· και να τρέχει η σκέψη μες στα πλήκτρα και οι φράσεις να γλιστρούν η μια μέσα στην άλλη κι οι αράδες να καλπάζουν και να στοιχίζονται μαγικά μονάχες τους σα να ’ναι παιχνιδάκι: Με ό,τι χρώμα θες, σε ό,τι μέγεθος και μ’ όποια γραμματοσειρά· παχιά, λεπτή, όρθια, πλαγιασμένη… («Ναι, αλλά έτσι χάνεται το χειρόγραφο…» κλαίνε κάποιοι. Κι εγώ μαζί. Σύμφωνοι· αλλά μένει το γραπτό: Ας το διαφυλάξουμε αυτό τουλάχιστον…)

Όσο περνούν λοιπόν τα χρόνια, σχεδόν αποκλειστικά πληκτρογραφώ, κυνηγώντας σκέψεις. Χώρια που πάνω στα πλήκτρα έχω την αίσθηση πως παίζω πιάνο· πράγμα που δεν έκανα ποτέ, όσο κι αν το ’θελα πολύ. Είπαμε· κακό πράγμα τ’ απωθημένα: Άρα μέρα νύχτα γράφω και θα γράφω, παίζοντας συνάμα πιάνο· με τις ώρες, με τα χρόνια, με το νου. Μουσικώνομαι, χειρωνακτώ και σκέφτομαι και γράφω…

Γ.Χ: Είστε σοφός;

Α.Α: Είμαι σαφής.


©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
Αθήνα 2 Ιανουαρίου 2021
alexadam48@hotmail.com
1η δημοσίευση Fractal 22/12/2020

 


Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος (1953) σπούδασε Νομική, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα, και παρακολούθησε μεταπτυχιακά Sociologie Politique στη Σορβόννη: (Paris II.)                

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:  

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα (Ίκαρος 1991, Άγρα 2009)

‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999).

‘Οι Δαιμονισμένοι’ θεατρικό Albert Camus, μετάφραση (ΚΘΒΕ 1991)

‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο – ποίηση  (Εστία 1993. 13η έκδοση.)

-‘Η πόλη που πρίγκηπάς της είν’ ένα παιδί’ θεατρικό Henry de Montherlant, μετάφραση Εθνικό Θέατρο (εκδόσεις Λιβάνη1993)

‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001).

‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα: Συμπαραγωγή British Council – Εθνική Λυρική Σκηνή (Αθήνα 2001)

‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’, θεατρικό Alfred de Musset, μετάφραση (Εστία 2003)

‘Ο θείος Όσβαλντ’, μυθιστόρημα Rohald Dahl, μετάφραση (Άγρα 2004)

‘Διαθήκη’, Auguste Rodin, μετάφραση (Άγρα 2005)

‘Η Δύναμις τού σκότους’, θεατρικό Leon Tolstoy, μετάφραση (Ροές 2007)  

‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (Άγρα 2008)

‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο – ποίηση (Ίκαρος 2011).

Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (Ίκαρος 2013)

‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η έκδοση. Κάκτος, 2017)

-‘Οι δυο Μαργαρίτες’, Μ. Λυμπεράκη – Μ. Καραπάνου, ολιγόλογη ακτινογραφία (Τα ΝΕΑ 6/7/2019)

‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ μικρό χρονικό μιας άρνησης (Εκδόσεις Οδός Πανός 2019)

-‘Ο Αδάμ και το μήλο’ αφηγήσεις και διηγήματα (Εκδόσεις Οδός Πανός 2020)

alexadam48@hotmail.com