(Μια αναφορά στην λογοτεχνική γενιά του 1920)
Εκατό χρόνια πίσω στο χρόνο, υπήρξε ένα λογοτεχνικό ρεύμα στα νεοελληνικά μας γράμματα, που από τους ιστορικούς και τους μελετητές της λογοτεχνίας πήρε το όνομα “Γενιά του 20”. Η γενιά αυτή των λογοτεχνών η οποία διαχωρίζεται από τους αμέσως προηγούμενους σε συμβολιστές και νεοσυμβολιστές, σημείωσε και μια εντελώς αισθητή αλλαγή στην ως τότε βιβλιογραφία αναφορικά με την λογοτεχνία στην Ελλάδα. Αυτή η γενιά, μια γενιά νέων ποιητριών και ποιητών είναι το γέννημα της εποχής της, όπως άλλως τε και κάθε γενιά.
Οι κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές ανακατατάξεις της πρώτης εικοσαετίας του πρότερου αιώνος, του 20ου, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την θεματολογία και τον υφολογικό χαρακτήρα αυτής της γενιάς των ποιητών οι οποίοι έμειναν στην ιστορία ως “παρακμίες”, ένας χαρακτηρισμός δοσμένος μάλλον βιαστικά για μια γενιά νέων ανθρώπων οι οποίοι είδαν και βίωσαν με τον πλέον άσχημο τρόπο την μεγάλη ιδέα να συντρίβεται στις ακτές της Μικρασίας, είδαν τον Α ΠΠ και την σύνθλιψη του ατόμου για χάρη μιας ιδέας, την καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών, το σύντριμμα ενός κόσμου και την αποκάλυψη μέσα από τα αποκαΐδια ενός άλλου που ανοίχθηκε εμπρός τους λόγω των έξωθεν συνθηκών.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν, εστράφησαν όλοι αυτοί οι ποιητές στο άτομο, στο Εγώ ως μια προσπάθεια αντίστασης σε ότι συνέβαινε γύρω με ταχύ ρυθμό, ενάντια στον βίαιο μετασχηματισμό των κοινωνιών και αναγκαστικά και των ατόμων που τις αποτελούν. Η γενιά του 20 το λοιπόν, δεν είναι μια γενιά, μια σχολή σκέψης ποιητικού λόγου, δίχως αιτία. Τουναντίον πρόκειται περί μιας γενιάς πλήρως συνειδητοποιημένης για το τι επρόκειτο να συμβεί στην ανθρωπότητα τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Και ο χρόνος δικαίωσε την δική της αγωνία για τα πράγματα.
Οι λογοτέχνες εκείνης της περιόδου με κυριότερο εκφραστή τους τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Μήτσο Παπανικολάου, την Μαρία Πολυδούρη μα και μια σειρά πόσων άλλων ακόμη, αποτέλεσαν τον θίασο ο οποίος και τραγούδησε μέσα από τους στίχους της, τις αγωνίες, τα συντριμμένα όνειρα, τις απογοητεύσεις και τους προβληματισμούς μιας ολάκερης εποχής. Δεν πρόκειται λοιπόν περί “παρακμιών”στην ουσία, αλλά το περισσότερο περί εκφραστών της εποχής τους και τοιουτοτρόπως θεωρώ πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε το έργο τους και όχι ως έργο περιθωριακών, “παράξενων’ έξω από τον κόσμο και την εποχή τους ανθρώπων.
Ο ενίοτε έμφυτος πεσιμισμός του Καρυωτάκη που βρίσκει καταφύγιο ως ο ίδιος γράφει σε ότι περισσότερο φθονεί,την ποίηση, διότι για αυτόν αυτή η διαδικασία αποτελεί πραγματική ανάγκη επιβίωσης, η άκρατη ειρωνική του διάθεση για τα πράγματα που διαπερνά το σημαντικό έργο του, η απογοήτευση μιας χαμένης ζωής – ευκαιρίας για ζωή, ο ρομαντισμός του Λαπαθιώτη, ενός ποιητή κλειστοφοβικού κυνηγημένου από τις επιλογές του μα και ενός από τους τελευταίους σημαντικούς ποιητές για τα νεοελληνικά γράμματα, η αισθαντικότητα της Πολυδούρη μιας γυναίκας που έζησε ενάντια στην εποχή της εντελώς αντικομφορμιστικά όπως και όλοι οι άλλοι σχεδόν της περιβόητης “γενιάς του 20” μα συνάμα εξέφρασε και την εποχή της μέσα από το μικρό σε όγκο μα μεγάλο σε ποιότητα αυτόφωτο έργο της που την κατατάσσει ανάμεσα στις κορυφαίες λυρικές γυναικείες ποιητικές φωνές των νεοελληνικών γραμμάτων, ήρθαν ως μια ομαδική κραυγή αντίστασης του σύγχρονου ανθρώπου, να καταθέσουν την αγωνία τους για το τότε παρόν και το μέλλον που έρχονταν σκοτεινό και γεμάτο αβεβαιότητα για το άτομο και την κοινωνία…
Η γενιά του 20, δεν είναι λοιπόν μια τυχαία γενιά για τα νεοελληνικά μας γράμματα. Είναι μια γενιά μεταιχμιακή η οποία σπρωγμένη από τις συνθήκες και την τότε ατμόσφαιρα προσπαθεί να αντισταθεί. ‘Όπλα της η ειρωνεία, ο ρομαντισμός, ή απαξίωση των εξουσιαστικών δομών, η στροφή στο εγώ που πρέπει να ζήσει και όχι απλώς να επιβιώσει μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό μιας κατάστασης που μοιάζει ανεξέλεγκτη για τους “μικρούς” αυτού του κόσμου που επί της ουσίας τον παλμό τους συναισθάνθηκαν και κατέγραψαν όλοι αυτοί οι λογοτέχνες.
Σήμερα εκατό χρόνια μετά, το καταγεγραμμένο μήνυμα της αγωνίας της γενιάς του 20, παραμένει ακόμη επίκαιρο. Ίσως διότι ακόμη και σήμερα κάποιες από τις τότε συνθήκες εξακολουθούν να υπάρχουν, εξακολουθούν να μιλούν το λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι των οποίων μόνον ορισμένες φωτογραφίες και κυρίως τα γραπτά τους υφίστανται, στην συλλογική ψυχή. Τα θέματα της υπάρχουν ανάμεσα μας και μέσα μας ακόμη.
Και αυτά τα ζητήματα, θα εξακολουθούν να υπάρχουν όσο υπάρχει η ανθρωπότητα στον πλανήτη διότι η θεματολογία τους, ενώ μοιάζει εξατομικευμένη αναφέρεται επί της ουσίας σε διαχρονικά και διατοπικά ζητήματα του ανθρώπου . Οι λογοτέχνες αυτής της “γενιάς της συντριβής”, αξίζει να μελετηθούν περισσότερο. Αξίζει να σκύψουμε πιότερο επάνω από τα έργα της διότι είναι εντελώς σίγουρο πως εκεί, μέσα στις παλιές, σκονισμένες, κιτρινισμένες σελίδες αυτού του έργου, θα βρούμε κάτι από τον εαυτό μας. Θα βρούμε κάτι που απηχεί εμάς του ίδιους. Δεν πρόκειται λοιπόν περί λησμονημένων σκιών του παρελθόντος που κανέναν ρόλο δεν έχουν σήμερα, ούτε και όλοι εμείς που ασχολούμεθα με αυτούς νιώθουμε ότι πραγματοποιούμε κανενός είδους αναίτιου μνημοσύνου. Τουναντίον θεωρούμε την γραφή τους λες και εγγράφει μόλις εχθές.
Όλοι αυτοί οι λογοτέχνες στην δική μας συνείδηση παίρνουν την μορφή φωτεινών φάρων – καταγραφέων της ενίοτε σύντομης ζωής τους καθώς και του περίγυρου τους που μας αφορά άμεσα και που σηματοδοτούν και την δική μας επίσης επίγεια πορεία ατομικά αλλά και υπό το γενικότερο κοινωνικό πρίσμα.
Η γενιά του 20, εκατό χρόνια πίσω, είναι ακόμη εδώ.
Ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης γεννήθηκε στα 1976. Μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών του, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ψυχολογία σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ως μουσικοσυνθέτης, είναι μέλος της Performing Rights Society του Λονδίνου με δισκογραφική παρουσία στον χώρο από τις αρχές του 2000 και σε χώρες όπως η Αγγλία, Ολλανδία και Δανία. Πριν κάποια χρόνια, υπήρξε υποψήφιος σε βραβεία της διεθνούς μουσικής σκηνής στο Los Angeles, Hollywood της Καλιφόρνια. Ως λογοτέχνης έχει βραβευθεί σε πολλούς και σημαντικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Αρθρογραφεί κυρίως με άρθρα γνώμης για πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά θέματα καθώς και λογοτεχνικές αναφορές, πέραν της δεκαετίας.