Εις το Βλαχολίβαδο,
Κώμη Βλαχική,
Στο βουνό Σιάπκα,
Στην επαρχία
Ελασσόνος.
Εκεί που πρωτάκουσα
Τα φοβερά εκκοκκιστήρια
Να τραγουδούν.
Ιστορία βασισμένη
Στο παραμύθι
«Το κοριτσάκι
Με τα σπίρτα»
Του
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
«Και τα δυο κορίτσια είναι θεοσεβούμενα. Βέβαια, τι νόμιζες; Στο καμαράκι τους έχουν ένα μικρό εικονοστάσι και την λαϊκότερη φωτογραφία της Παναγίας. Θα μου πεις, τι ξέρεις εσύ για τις κάμαρές τους, και τέλος πάντων, τι σημαίνουν όλα αυτά; Ε, μάθε το λοιπόν, έχουμε και εμείς τον τρόπο μας και το μερτικό μας στις απολάψεις της ζωής. Και αν μας ξέχασε ο θεός σε αυτές τις ερημιές, μας χάρισε αυτά τα δυο κορίτσια. Να δεις επάνω στην πίστα πώς χορεύουν την ορχήστρα, πώς μοιράζουν ματιές κάτω στα τραπέζια. Και εμείς, που ξέρουμε από την καλή, καθώς την λένε ζωή, τίποτε δεν νοσταλγούμε περισσότερο από την αγκαλιά της μητέρας μας.»
Το σχόλιο ακούστηκε ανάμεσα στους θαμώνες του καφενείου όταν ο άνεμος ξεσήκωνε όση παγωμένη μουσική απομένει σε αυτόν τον κόσμο. Το σχόλιο αφορούσε το κατάστημα πέρα στην παγωνιά που στέγασε για μερικές νύχτες το όνειρο το πιο ακριβό.
Το κατάστημα, που φορά τα γιορτινά του. Οι σερβιτόροι, άλλοι σκαρφαλωμένοι στα ψηλά στασίδια του μπαρ, γαντζωμένοι από τους πολυελαίους του διάσημου νυχτερινού μαγαζιού και άλλοι, εστεμμένοι με ασημένιες τελαμώνες γυρνώντας σαν κυκλώνες ανάμεσα στα αναποδογυρισμένα τραπέζια. Απόψε οι μέρες είναι χρονιάρες και όλοι φαντάζουν καλοντυμένοι. Έξω ο χειμώνας κατηφορίζει από τις κορυφές με κάθε επισημότητα. Με ένα λευκό νυχτικό ως εκεί που βλέπουν τα μάτια σου, η χρονιά αυτή τελειώνει. Ο υπεύθυνος, με ύφος αμερικάνικης Sin City επιβλέπει, μαλώνει, πληρώνει, χουφτώνει και πίνει. Ω ναι, με την ψυχή του απόψε πνίγεται σε ένα πέλαγο από μπέρμπον. Φωνάζει με ακατανόμαστες εκφράσεις, κάνει παρατηρήσεις, ο υπεύθυνος σημαίνει μια ανυπόφορη φτήνια.
Στο βάθος του σιλό που μετασκευάστηκε για χάρη του τοπικού, πολιτιστικού ιδιώματος και ανακοινώθηκε με κάθε επισημότητα, εδώ σε αυτόν τον επιβλητικό χώρο που κυλά μες στην αιωνιότητα κάποιας επαρχίας, ανακοινώθηκε η έναρξη των εργασιών. Και δόθηκε μεγάλη σημασία στην διαφημιστική εκστρατεία, αφού με κάθε μέσο το διάσημο κατάστημα της μουσικής τέχνης έφερε στο φως ένα έργο κοινωνικό, αντάξιο του οποίου δεν είχε ξαναδεί αυτός ο τόπος.
«Μεγάλα εγκαίνια του καταστήματος. Λαϊκά όργανα, ποτά και κορίτσια, σε ένα αμίμητο περιβάλλον, φροντισμένα πράγματα και ο παράδεισος στα χέρια σας. Χαμηλές τιμές, θεαματικό περιβάλλον. Σπεύσατε, μεγάλα, αποψινά εγκαίνια!»
Ούτε την Άντζελα και την Καίτη έχουν ξαναντικρίσει, με τους πρώτους, εκείνους τρόπους μιας πραγματικής Εύας. Με δικά τους πλευρά, ζουμερά χείλη, ψηλές σαν λεύκες, με μια θλιβερή ιστορία τότε και τώρα να τις συντροφεύει. Με ένα κρεβάτι στο ημιυπόγειο της Κυψέλης για περιουσία τους, αυτά τα κορίτσια ασκούνται στην έλλειψη και την πικρή ζωή, έτσι ώστε όταν συνοδεύουν τους πελάτες του καταστήματος, τίποτε απολύτως να μην διαφεύγει της χρυσής λαγνείας τους.
Υπάρχει και μια καινούρια, μια δεσποινίς ανυπέρβλητης ομορφιάς που ισοπεδώνει τα πάντα μες σε αυτήν την λεπτή ισορροπία. Αυτή μάλιστα θα παρουσιάσει ένα εξαίσιο νούμερο με σπίρτα βραδείας καύσεως και αντιανεμικής προστασίας. Την βρήκαν μαζί με ένα σωρό κιβώτια από δαύτα που ζήτησε να μην τα αποχωριστεί. Και σε ένα τέτοιο κορίτσι, εμπρός σε μια τέχνη αυθεντική δεν σηκώνει εξεγέρσεις. Θα ανάψει, λέει μερικά από αυτά σε ένα ασημένιο κηροστάτη που θα την στεφανώνει, τι ομορφιά μες στο αμερικάνικο μπικίνι, ραμμένο με εκτυφλωτικές παγέτες! Και η φλόγα τους θα κρατεί όσο η καινούρια χορεύει, σφραγίζοντας πράγματα μισοτελειωμένα, όπως το μυθιστόρημα αυτού εδώ του κόσμου. Έπειτα θα ανοίξουν μερικά μπουκάλια και ο πιο γαλαντόμος από τους αξιότιμους κυρίους θα της προτείνει να συνεχίσουν αλλού την βραδιά τους. Όμως κατά βάθος, μες στην ψυχή τους θα φλέγονται από το πάθος εκείνων των παράξενων γούστων. Η καινούρια το ξέρει πως όλα εμπρός της υπακούουν στον νόμο του καθαρού ενστίκτου. Φανταστείτε, θα την ονομάζουν η γυναίκα με τα σπίρτα, από εδώ ως τις πιο απόκρημνες γειτονιές. Δεν είναι και μικρή πρόοδος.
Στην ατμόσφαιρα μιας τέτοιας μελοδραματικής τελετής φιλοδοξούν να οργανώσουν την αποψινή βραδιά. Και ο υπεύθυνος προβάρει δυο τρία λόγια που αποφάσισε να πει πριν όλα κολυμπήσουν μες στην νύχτα. Πριν συντριβούν όλα όσα τρέμουν από εδώ ως την αληθινή ζωή των πραγμάτων και των ανθρώπων.
Όμως η καινούρια, απόψε θυμάται το πατρικό της σπίτι που γκρεμίζεται μίλια μακριά από εδώ. Θυμάται τον χιονιά που κυκλώνει εκείνη την πρώτη νιότη της, μετρά τις απώλειες και τις αξιοπρέπειες. Όλα είναι νικημένα. Οι αντιστάσεις, οι δεύτερες σκέψεις, οι κρεμασμένοι στίχοι από το πάνω χείλος. Κανείς δεν αντικρίζει τον έρωτα πίσω από αυτό το φτηνό πλαστικό. Και έτσι με τα σπίρτα της θα δώσει ένα τέλος σε αυτόν τον κόσμο που είναι χτισμένος από το πιο πρόστυχο υλικό. Οι εμπορικές αξίες εδώ μέσα σαρώνουν τις ζωές, ποια μεταφυσική, ποιο ήθος να κερδίσει αυτήν την προκλητική κυριολεξία.
Η καινούρια παίρνει τα σπίρτα στα χέρια της και αργά, μεθοδικά πολύ ανάβει τον κόσμο των καμαρινιών. Σε λίγη ώρα ολόκληρη η πίσω πλευρά του σιλό παραδίνεται στις φλόγες. Το μελαγχολικό πεπρωμένο αυτού εδώ του κόσμου προσφέρεται απόψε στον δαίμονα, αφού άλλος τρόπος δεν υπάρχει για να σταθεί κανείς στο ύψος της ποίησης, στο ύψος του ανθρώπου, την καρδιά ενός παραμυθιού.
Το σιλό κάηκε ολοσχερώς. Μερικά τηλεγραφήματα κάνουν λόγο για εμπρησμό από τους κληρικούς κύκλους της οικείας περιοχής. Σε λίγα χρόνια θα μιλούν για ένα φορητό μνημείο πολέμου που θα σηματοδοτεί για πάντα αυτήν εδώ την απόγνωση, τις φριχτές στιγμές που μεσολάβησαν καθώς η στέγη κατέρρεε συντρίβοντας τον υπεύθυνο του καταστήματος, δύο σερβιτόρους και τον άτυχο ζητιάνο του δρόμου που πάντα ονειρευόταν σαν θεός. Είπαν πως το κορίτσι με τα σπίρτα και το ασημένιο στέμμα μετέφρασε καθώς πρέπει την δυστυχία αυτού του κόσμου με την χαμηλή του αξία, την ψεύτικη δόξα, το επιπόλαιο δόγμα του, το επίκαιρο γούστο του, κυρία Πίνκμαν.
Μια ιστορία τέλειωνε εκεί στις ερημιές, μια άρρωστη και θλιβερή υπόθεση, ειπωμένη από τα χείλη του πιο λαμπρού, παραμυθά αιώνα που κλείνει πίσω του την πόρτα μιας διόλου αθώας εφηβείας.
Απόστολος Θηβαίος