«Να σε πάρει αυτή να σε πάει στο Πήλιο και να μείνεις εκεί για πάντα. Κένταυρος. Τι ειν’ αυτό που είδαμε, μέρα μεσημέρι;» Ο πενηντάρης ταξιτζής, η κοιλιά του οποίου φλέρταρε επικίνδυνα με το κάθισμα του συνοδηγού, δεν εφείσθη γλαφυρότητας για να περιγράψει τους συνειρμούς που του προκάλεσε η εικοσάχρονη που έκανε τζόγκινγκ στη Στρατηγού Αλβέρη, φορώντας τ’ απολύτως χρειώδη, ένεκα τόσο της εποχής, δεκαπέντε Ιουλίου, όσο και της ώρας, τέσσερις παρά. Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω. Το θέαμα, αν και στιγμαίας μόνο λάμψης, όπως όλα τα πραγματικά λαμπερά, ήταν όντως άκρως ικανοποιητικό, γινόταν μάλιστα ακόμη ικανοποιητικότερο αν ανακαλούσε κανείς τις αδιάφορης σωματοδομής αθλούμενες, που κατά κανόνα συναντούσε στη συγκεκριμένη διαδρομή. Για να δώσω όμως πάσα στην κουβέντα, ιντρίγκαρα τον συμπαθή αυτοκινητιστή, ρωτώντας «Kαι γιατί ειδικά στο Πήλιο;» «Φιλαράκι, ας είναι και στα Νέα Καλύβια, και στο Νεραντζοχώρι κι όπου να ‘ναι». «Όχι, το λέω γιατί ανέφερες Πήλιο χωρίς δεύτερη σκέψη», παρατήρησα επιμένοντας.
Μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου, δώδεκα λεπτά το πολύ από το σημείο όπου έκανα την ερώτηση, πήρα απάντηση πειστική για τη συγκεκριμένη γεωγραφική προτίμηση. Ο οδηγός καταγόταν από τον Άγιο Σπυρίδωνα, ένα χωριό κοντά στο Βέλτιστο, στο γυμνάσιο του οποίου και φοίτησε. Εκεί γνώρισε μια καθηγήτρια μαθηματικών που είχε έρθει εκτάκτως για αναπλήρωση, έναν Απρίλη μετά του Θωμά. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη, αριθμητής αυτή, παρονομαστής εκείνος, έτσι της άρεσε περισσότερο, σ’ εκείνον φυσικά άρεσε και το αντίθετο, και το ίσον και όλα. Στο δασάκι το βράδυ αργά. Ούτε αυτή του υποσχέθηκε τίποτε, ούτε βέβαια εκείνος τολμούσε να κάνει σχέδια. Τους χώριζε και μιάμιση δεκαετία. Ήρθε το καλοκαίρι, εκείνος έστρωνε και ξέστρωνε στην ταβέρνα του θείου του. Εκείνη είχε επιστρέψει στον άντρα της, τριακόσια χιλιόμετρα μακριά. Θυμόταν εκείνος τα μακριά μαλλιά της, αυλαία βελούδινη στο στήθος της, και το έργο το αξέχαστο θυμόταν, κάθε φορά και σ’ άλλη παραλλαγή. Εκείνη όμως ξέχασε. Έτσι, απλά, όπως ξεχνούν οι άνθρωποι. Μια μέρα, όχι πολύ καιρό πριν, βουνό με βουνό δε σμίγει, η τότε πρωταγωνίστρια μπήκε και κάθισε στο ταξί, «αεροδρόμιο, γρήγορα», ούτε βαλίτσες είχε ούτε τίποτα, μόνο τον τρόμο στο πρόσωπό της, κάτι επείγον οικογενειακό φαινόταν, απ’ όσα έλεγε στο κινητό. Είχε τόσο αλλάξει το δέρμα της, όλα της είχαν αλλάξει, εκτός απ’ τα μαλλιά της, αυλαία βελούδινη ακόμη, που ‘κρυβε όμως άλλο έργο. Καθόλου πια δεν τον ένοιαζε. Δεν τον αναγνώρισε, ευτυχώς. Δάγκωνε τα χείλη της, στριφογυρνούσε στο κάθισμα, χαμένη τελείως. Έφτασαν. Του είπε να κρατήσει τα ρέστα.
***
Ο Απόστολος Μαϊκίδης γεννήθηκε το 1972 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται.