Ήθελα να σε συναντήσω κοντά σε κείνα τα χαρτιά με λέξεις πάνωθέ τους, που θέλω να αφήνομαι να πιστεύω ότι τις βλέπω να προσγειώνονται με έπαρση (εκείνη ακριβώς την στιγμή που τα ξεφυλλίζουμε) πάνω τους, χωρίς ήχο να προσγειώνονται στις άνερες παραλίες τους, και ρούχα τριγύρω τους με μανίκια να σκαλίζουν τις αποθέσεις τους και μπατζάκια ρούχινα να πηγαινοέρχονται στα χαμηλότερα ράφια, και λέξεις (κυρίως αυτές) να αντανακλώνται στα μάτια αυτών που τα δάχτυλά τους ανασκαλεύουν συγγραφείς ποιητές δοκιμιογράφους ανόητους ρηχούς στεγνούς (μπορεί και όχι) και με καφέδες που έχουν προηγηθεί να στέκονται στον λαιμό, μια γεύση υπόγεια να τσιρίζει στην γλώσσα στον λαιμό κάπου απροσδιόριστα, ή ποτά που έπονται να στέκονται σε ένα ράφι μπουκάλι δοχείο ασκό χωρίς να ξέρουν (πώς θα μπορούσαν άλλωστε στην αφέλειά τους μέσα) ότι σε λίγο θα μας εμπνέουν θα ανοίγουν τα στόματά μας σε λέξεις που ούτε αυτές ήξεραν (ή μάλλον ήξεραν, υποψιάζονταν για να είμαστε ακριβείς) πως θα ειπωθούν.
Και τα βιβλία (γι’ αυτά μιλάμε τόσην ώρα) που επιλέξαμε στεκούμενοι εκατέρωθεν του πάγκου θα περιμένουν στην πλαστική σακούλα μέσα να διαβαστούν/αγνοηθούν/χλευαστούν/μετανιωθούν (σαν επιπόλαιες επιλογές μιας βιαστικής ανάγνωσης πέντε αράδων, λέξη κι΄ αυτή…) θα αφεθούν να επιπλέουν πάνω σε κομοδίνα, τα όμορφα εξώφυλλα θα χαντακωθούν κολλητά το ένα στο άλλο, η ομορφιά του ενός εφαπτόμενη στην περιγραφή του άλλου. Εκεί ήθελα να σε συναντάω, όχι συνηρημένα, μα με άνεση συλλαβών, απλωτά, σε χώρο εμφανή χρόνο άπλετο, να πλέουμε για ώρα ανάμεσα σε αναμένοντες πωλητές ταμίες διευθετητές χάρτινων (από ‘κει ξεκινάνε όλα) ομολογημάτων (έτσι να τα πώ; πώς να τα πω λες εσύ;) μετά να μην μπορούμε να επιλέξουμε να μιλάμε ή να μιλάνε ή να ερεθιζόμαστε από τα περιεχόμενα, μετά να σκεφτόμαστε αυτήν την συνάντηση και να μισοκλείνουμε στοχαστικά τα μάτια με ξέθωρο (εντελώς ξέθωρο) βλέμμα για το αν ο στοχασμός αυτός στοχεύει την συνάντηση ή τα βιβλία που για λίγο ασφυκτιούσαν (βρέθηκαν να ασφυκτιούν) στην πλαστική σακούλα μέσα, και αυτό να μην λύνεται ποτέ, να μην πρέπει να λυθεί ποτέ ως απορία, και ‘μεις να συναντιόμαστε ξανά και να μιλάμε στα μεσοδιαστήματα των σεντονιών που τυλίγονται ανάμεσά μας (πόσο λίγο ακούστηκε αυτό) και νερών που τρέχουν, ζεστών νερών, και ρούχων (τσαλακωμένων, θα προτιμήσω να πω) τσαλακωμένων που μας περικλείουν ξανά, αυτή την φορά χορτασμένους από λέξεις που δεν ήξεραν ότι θα απεγκλωβιστούν εκεί, πάνω από σεντόνια μιας φοράς, τραβηγμένες κουρτίνες και ουρανούς (πώς ακούστηκε αυτό;) που με μια περίεργη απόχρωση (γεύση θα έλεγα αν ο λυρισμός δεν απειλούσε να συνθλίψει αυτά που δεν θέλω να πω), ιδιαίτερα τονισμένη από αυτό το μπαλκόνι (μπαλκόνι;) όπου δεν έχουμε λόγο να βγούμε· και μετά μια νοτισμένη αίσθηση, ανάκατη βιβλία και χορτασμό του ενός από τον άλλο μέχρι την άλλη φορά, όχι την επόμενη, την άλλη.
Ήδη πρέπει (δεν πρέπει αλλά θα χαιρόμουν) να έχεις καταλάβει πως δεν μ’ αρέσουν: τα κόμματα, οι σκέψεις διευθετημένες σε απολύτως αντιληπτές σειρές, τα πρωινά που ο καφές δεν έχει πετύχει. Μ’ αρέσουν οι παρενθέσεις, αυτό το λέω ξεκάθαρα, ότι ενδόμυχα τις λατρεύω, μέσα κει βάζω (απολύτως φυσικό μου φαίνεται) τον απόλυτο εαυτό μου. Θυμάσαι (έτσι ρωτάω, και να μην θυμάσαι δεν έγινε τίποτε) ότι στα μαθηματικά το απόλυτο συμβολίζεται από δύο κάθετες γραμμές; Που μπαίνουν εκατέρωθεν του αριθμού.
***
Ο Νίκος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1963. Ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ο Μωβ σκίουρος» το πρώτο του βιβλίο με τίτλο, «Κάτι το Τραγικόν». Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο, «Χάρτινα ποδήλατα (Εκδόσεις των συναδέλφων). Συμμετέχει επίσης, με ένα διήγημα, σε συλλογικό έργο των εκδόσεων «Ο Μωβ Σκίουρος».