Το επέκεινα
Του
κτίζειν
Αμοργός, ένας κόσμος
Αισιόδοξος
Και
Ηρωικός
Έριξε τις λόγχες του μες στην άγρια καρδιά μας, πήρε την φωνή του και έφυγε μακριά. Λένε, πως πήγε να βρει στα φαράγγια της Αρκαδίας τον παλιό, παιδικό του εαυτό. Άλλοι είπαν πως μετά τις ύστατες αυτές πράξεις που υπήρξαν γεννημένες μισές από το χρέος, μισές από καρδιά, έκλεισε την φωνή του μες στις επαρχίες και ξαναγεννήθηκε σε άλλο στερέωμα.
Μια αξία γίνηκε πλάι στους άλλους επιταφίους που κοιμούνται χρόνια και μίλια μακριά από τις έξαλλες πολιτείες. Η δόξα του έγειρε και κοιμήθηκε στου φεγγαριού τα πεντάγραμμα. Η μοίρα του΄πλεξε ποιήματα αντί για ριζικό και εκείνος που δεν αρνήθηκε έκανε την αθωότητά του κλασσική, αδράχτι της αιωνιότητας που φροντίζει πάντα τους ποιητές και τους αμαρτωλούς.
Αν βρεθείς ποτέ σε εκείνα τα μέρη, στάσου να ακούσεις τους παθητικούς τραγουδιστές που τραγουδάνε την ζωή του, μες στην πίκρα, μες στην πίκρα. Σκηνές από την βίβλο της αγίας επαρχίας, να τι συνοψίζει τις μέρες και τα έργα αυτού του τεχνουργού. Κουβάλησε μέσα του παλιές ιστορίες από την Ρώμη, την Ιουδαία, την Βαβυλώνα. Μα τις πούλησε για λίγα χρυσά δουκάτα και για την χάρη των πουλιών που ισορροπούν νύχτες και νύχτες στης λεμονιάς τα κατάρτια. Στο πόδι του άφησε παλιούς φίλους να μας παρηγορούν όταν παίρνουν φωτιά οι λογικές και οι ορθοδοξίες που μαστιγώνουν τις βιογραφίες μας. Πουθενά δεν γράφτηκε μα είναι καιρός τώρα που οι μυημένοι αντίκρισαν στο πρόσωπό του τον παλιό, εκείνο Ορφέα. Τον ήρωα που μίλησε για μια φορά μονάχα με την φίνα εσπεράντο της ελληνικής επαρχίας.
Μες στα ερημοκλήσια και τα παρατημένα υποστατικά ζωγράφισε τον μαύρο ήλιο που φέγγει πάντα μες στις νύχτες και ας μην τον νιώθεις και ας μην τον βλέπεις. Γεμάτος ελεγείες και ξεφυλλισμένα όνειρα χάραξε στα ύφαλα του κόσμου ένα ποίημα για να θυμάμαι και να θυμάσαι. Πως μες στο τρενάρισμα της ζωής αντέχει ακόμη εκείνος ο αιώνιος της φαντασίας κόσμος, ο θείος κόρφος του παππού Blake που χωρά όλα τα χαμοζωισμένα κορμιά καλά κρατεί ακόμα.
Ανάμεσα στους χάρτινους δράκους που λαμποκοπούν μες στους δρόμους ο Νίκος Γκάτσος χάραξε ένα ακόμη εδάφιο εκείνου του μαγικού βιβλίου που περιγράφει τότε και τώρα την ανθρώπινη ζωή. Η δική του η πλάση δεν θέλησε ποτέ να χωρέσει μες στα βιβλία και για αυτό διάλεξε τα ποιήματα που είναι πάντα φτιαγμένα από φθινοπωρινό καιρό και έγνοιες μεγάλες και αθάνατες. Ο Γιάννης γίνηκε φονιάς και όμως μες στους στίχους του γύρεψε και βρήκε την παρηγοριά. Και μες στα δίσεκτα χρόνια όταν όλες οι σάλπιγγες απέμειναν μουγκές ο ποιητής έλιωσε μεμιάς τους κέρινους όγκους, υιοθέτησε τους τρόπους των πουλιών και έτσι έζησε.
Επειδή ο Νίκος Γκάτσος πίστεψε και πιστεύει στα αμέτρητα φανερώματα και τα αστράμματα του Ζήσιμου Λορεντζάτου, στο τραγούδι της ζωής που είναι πάντα σοφότερο από την παρατήρηση και στις φωνές μιας νύχτας που πέφτουν εκστατικές πάνω στα παγωμένα μας χωράφια. Μίλησε και μιλά για μια σκηνογραφία ανένταχτη και ανέγγιχτη, πλασμένη από εκείνο που ποτέ δεν αντίκρισε ανθρώπου μάτι. Πήρε από το χέρι αυτήν την δοξολογημένη παλιατσαρία που κουβαλούμε και την έκανε δεύτερο δέρμα και γόητρο διαχρονικό. Δεν ξεχώρισε ποτέ το ήθος του από την ειλικρίνεια των στίχων και έτσι πορεύεται στους αιώνες, σαν σχολή.
Και ποιος δεν μίλησε για τον Νίκο Γκάτσο; Ποιος δεν σιγοτραγούδησε δυο τρεις στίχους από το λαμπρό γόητρο των ποιημάτων του; Τίποτε δεν προσθέτει αυτό το σημείωμα σε αυτήν την σοφία που αντλεί από τον Όμηρο και την προφορικότητα της ελληνικής φύσης. Εκείνης που δεν την ζωγραφίζει κανένας χρωστήρας, που δεν υπακούει σε άλλον νόμο πέραν αυτής της αρητόρευτης και απαραβίαστης αρχιτεκτονικής της ίδιας της αιωνιότητας. Τίποτε δεν προσθέτει στην δόξα του αυτό το σημείωμα που δεν ζήτησε παρά να γίνει υπενθύμιση πως μια γλάστρα βασιλικού, πως ένα δάκρυ κορομηλιού, ένα χαμόγελο νούφαρου μπορούν να εκφράσουν καλύτερα την ψυχή αυτού εδώ του βράχου.
Και έτσι, έχοντας τακτοποιήσει την οφειλή του, αυτό το σημείωμα, μέσα από τα στενά της παγωμένης πολιτείας, φωτίζει με το ταπεινό φωσάκι των παραμυθιών το ομαδικό, το αυθόρμητο, το απρόσωπο. Το αχειροποίητο και το άχραντο που κυκλώνει από όλες τις μπάντες το εκκωφαντικό μες στην ελληνικότητα και την ανθρωπιά του, έργο του Νίκου Γκάτσου.
Η Αμοργός του που λαθροζεί και που σπανίζει μες στην ταπεινωμένη αλήθεια αυτής της εποχής φαντάζει λόγος προμηθεϊκός, αντίζηλος ενός καιρού ανορθόγραφου. Ένα ποίημα που ολοένα επιστρέφει από τον ποιητή στον κόσμο και ξανά από την αρχή πορεύεται και ανταλλάσσεται, νικώντας πράγματα απαραβίαστα που μόνο η ανόθευτη προσφορά υπερβαίνει. Πράγματα, όπως το σχήμα, όπως ο χρόνος.
Αν, λέω αν, οι αιώνες τίποτε πια δεν θυμούνται Νικήτα, υπάρχουν πάντα εκείνοι οι στίχοι που ζυμώνουν εντός τους το τώρα, το χθες και το πάντα.
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.
Απόστολος Θηβαίος