Τα ινδάλματα είναι καθρέφτες των παραμυθιών
Που λένε πάντα την αλήθεια
Ο Μπόρχες το γράφει ξεκάθαρα. Διαφθορά, βρώμικοι πολιτικοί και ποδόσφαιρο διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά αυτής της μεγάλης χώρας. Της άλλης Αμερικής με το ατέλειωτο, υβριδικό της πρόσωπο που αφήνει τον Τζιόττο δίχως επάγγελμα. Μες σε δικτατορίες και άγρια δάκρυα, ανασαίνουν χρώμα και ζωντάνια οι αθάνατες γειτονιές της Μπόκα. Πολύχρωμα σπίτια, επίσκοποι, λευκές μητέρες και στρατηγοί συνθέτουν την πινακοθήκη της Αργεντινής που χρεοκοπεί και ύστερα προσπαθεί και προσπαθεί ώσπου να ξαναγεννηθεί σε μια άλλη στροφή αυτής της ιστορίας. Τα παιδιά του Μπουένος Άιρες βρίσκουν μια αφορμή και ξαναρχίζουν την επανάσταση και την ζωή που για τούτη την μεγάλη χώρα πάνε πάντα μαζί. Και όταν πέφτει η νύχτα και αδειάζουν οι αλάνες στις γειτονιές του κόσμου, προβάλλουν στις καρδιές οι μορφές που αγαπούν περισσότερο τα παιδιά. Η Μπόκα χτυπά σαν καρδιά γεμάτη από τους χαρακτήρες του Αλμοδόβαρ, τα δολοφονικά κοντραρίσματα ανάμεσα στους βιομηχάνους της Ρίβερ και τα γεμάτα ταλέντο χαμίνια της Μπόκα. Τους επισκόπους που χορεύουν στα γόνατά τους γενιές ολόκληρες, πάντα στο όνομα του Χριστού που κατορθώνει να γαληνεύει τις ψυχές, να χαρίσει σε αυτήν την θηριωδία της ελπίδας μια κάποια προοπτική. Την νύχτα παιδιά με το όνομα Αρταξέρξης και Πάολο, ονειρεύονται τα ποιήματα που μιλούν για ανθρώπους του δρόμου με το περίγραμμα ενός μαχαιριού στην μέσα τσέπη του σακακιού τους. Την νύχτα, συμβαίνουν όλα τα θαύματα που δοξάζουν την πόλη των καλών ανέμων. Όλοι αφοσιώνονται στα κούφια παραμύθια, τον κόπο που χρειάζεται η ζωή για να τα καταφέρει, την σκληρή πραγματικότητα της πόλης εκεί έξω που διαθέτει την σπάνια ομορφιά της Εβίτα Περόν και φίλους συνταγματάρχες με ευέξαπτη καρδιά δεν τον συλλογίζονται πια. Όλοι ξεχνούν, όμως ο Ντιέγκο Αρμάντο προβάλλει με την μορφή του, γνήσιο εικόνισμα ενός κόσμου που πέρασε στην ιστορία. Και τα παιδιά δοξάζουν στην αυτοσχέδια predella τον ξοδεμένο νεαρό που ΄ναι ένα σπουδαίο στοίχημα και μια απόδειξη πως ο κόσμος είναι φτιαγμένος, ω ναι, είναι φτιαγμένος για τα θαύματα που ζητήσαμε παιδιά. Ο Τζενάρο, ω ναι ο Τζενάρο της Μπόκα το γνωρίζει καλά και ας μην ήταν για εκείνον γραφτό το θαύμα.
«Ο Τζενάρο δεν έχει πάνω του φράγκο. Όλοι του οι φίλοι που μπορεί αν το θέλεις να τους ξεχωρίσει μες σε χιλιάδες άλλους μορφονιούς φορούν στρατιωτικά χιτώνια και ονειρεύονται. Όμως ο Τζενάρο πνίγεται μες στο φτωχικό του και άλλωστε απόψε η Μπόκα δοκιμάζεται σε ένα φαινομενικά εύκολο παιχνίδι που ίσως κρίνει τον πρωταθλητή. Ο Τζενάρο παραμένει αφοσιωμένος ως το τέλος σε αυτόν τον σκοπό. Γυροφέρνει τους δρόμους της πόλης, κλέβοντας ένα τσιγάρο, βοηθώντας τα άνεργα κορίτσια να γνωρίσουν επιτέλους τον έρωτα. Μα δίχως τύχη. Ο Τζενάρο φοβάται μόνο τον επίσκοπο και γρήγορα αλλάζει δρόμο σαν συναντήσει το κατάμαυρο κοστούμι του που το παρασέρνει ο άνεμος. Ο Τζενάρο φοβάται τον κύριο επίσκοπο επειδή είναι αυστηρός και ίσως ακόμη επειδή κάθε φορά που τον πλησιάζει θυμάται την μυρωδιά του κεριού στο σκοτεινό δωμάτιο και τον κύριο επίσκοπο που του γνέφει με ζεστή, πατρική φωνή , «έλα Τζενάρο, μην φοβάσαι, δεν έχουμε όλο τον χρόνο αδελφέ μου, δεν σου κάνουν μερικά δολάρια, τι λες Τζενάρο θα έρθεις να κάτσεις στο πλάι μου;»
Και ο Τζενάρο που μέχρι τότε δεν είχε μάθει να αψηφά τον θεό πλησιάζει και προσεύχεται στον θεό του κυρίου επισκόπου, ελπίζοντας πως αυτήν την φορά θα΄ναι μαζί του περισσότερο ευγενικός, με λίγη περισσότερη ανθρωπιά, με λίγη καρδιά ακόμη. Ο Τζενάρο στρίβει, χάνεται μες στους στενούς δρόμους. Για μια στιγμή σαστίζει αφού όλοι γύρω του φορούν το χαρακτηριστικό ένδυμα της καθολικής εκκλησίας και του γνέφουν δίχως έρωτα, χωρίς αγάπη. «Έλα Τζενάρο, αυτό που φοβάσαι εδώ το λένε θεό, λίγο πιο πέρα αγάπη και στο μέγαρο του χρηματιστηρίου, εκεί Τζενάρο το λένε ἀγιο, ασημένιο δολάριο.»
Αν το Μπουένος Άιρες είχε μια ανθρώπινη φωνή αυτή δεν θα ήταν άλλη από το πνιγμένο ουρλιαχτό του Τζενάρο που φοβάται τον κύριο επίσκοπο και η καρδιά του χτυπά δυνατά όταν ανάβουν τα φώτα του γηπέδου, στο βάθος ενός λατινοαμερικάνικου πίνακα. Οι μικροέμποροι ξεπουλούν τα τελευταία εισιτήρια, οι αλήτες χτυπιούνται με αυτοσχέδια μαχαίρια, τα νιάτα της Αργεντινής πέφτουν και σκοτώνονται μες στην δόξα της μαγικής τους πολιτείας. Όλα αυτά τα αγαπά ο Τζενάρο και ίσως ελαφραίνουν κάπως την ψυχή του που ΄χει κιόλας χρεοκοπήσει. Όλες οι πιθανότητες ξοδεύτηκαν, ο Τζενάρο δεν γνωρίζει πια χρέος και πορεία. Ολόκληρο το Μπουένος Άιρες θυμίζει ένα λαμπρό αδιέξοδο και ο Τζενάρο ένα από τα χιλιάδες παιχνίδια εκεί έξω, ένας έφηβος, βασιλιάς χρόνος με ολότελα χαμένα την καρδιά και το βασίλειό του. Πιο πέρα ο κύριος επίσκοπος και η σκοτεινή εκκλησιά του Εσταυρωμένου με τα λησμονημένα ροδοπέταλα και τον άγγελο που βαδίζει από δω ως την πτώση.
Ο κύριος επίσκοπος έφτασε, να που πλησιάζει με χέρια πλοκάμια και ένα απέραντο, ανεμιστό φουστάνι όλο μυρωδιά βανίλιας και θυμίαμα. Ο Τζενάρο ακούει τις ιαχές του πλήθους που συμμετέχει στο μεγάλο, κυριακάτικο μυστήριο στην άκρη της πόλης. Σφίγγει τα δόντια και χαμογελά στον επίσκοπο που θαρρεί πως ο ίδιος δεν είναι παρά το άνθος της πιο τέλειας ιστορίας. Βιεννέζικο κόκκινο, αυτό είναι το χρώμα του απογεύματος που πνίγεται πέρα στον ωκεανό, χρόνια πίσω από το συγκαταβατικό, γεμάτο αρρώστια χαμόγελο του κληρικού. Οι δυο τους που βαδίζουν κόντρα στο μεγάλο ρεύμα των οπαδών που σπεύδουν στο δημοτικό γήπεδο για άλλη μια μάχη. Ο κόσμος φαντάζει ένα θέατρο δίχως γλώσσα, σπαρμένο χειρονομίες, τεχνικές, φωτισμούς, ήχους και όσα η αντίληψη του θεατή ποτέ δεν φαντάστηκε.
Στον λιτό του αντικατοπτρισμό ο Τζενάρο και ο κύριος επίσκοπος βαδίζουν αμίλητοι. Στο βάθος του έρημου ναού ένας σωρός από τριαντάφυλλα και η σκληρή μοίρα εκείνου του κοριτσιού που συνάντησε δίχως να το θέλει τα μάτια του θεού. Στέκει αγαλματένια και πάλλευκη στο βάθος του ιερού. Έξω η πύρινη πραγματικότητα της πόλης καλά κρατεί. Ο κύριος επίσκοπος γέρνει και τον φιλά. Ο Τζενάρο διστάζει, ο κληρικός επιμένει, η καρδιά του μοιάζει φλογισμένη, μες σε εκείνο τον ναό το φως διαφορίζεται και ένα σπουδαίο πέλαγος ανοίγεται. Η ζωή του Τζενάρο παλιώνει και ένα πυκνό ποίημα κάπου στον κόσμο κλαίει. Τα χείλη του δαγκωμένα από τον επίσκοπο, δοξασμένα από παλιά, φεγγαρένια ψεύδη, τα χείλη του κυρίου επισκόπου διαθέτουν κάτι περισσότερο από την προσευχή στην κόψη τους. Το εσωτερικό του ναού βάφεται κόκκινο, σαν να πρόκειται για του Τισιανού τ΄άγριο χρώμα. Ο κύριος επίσκοπος κατοικεί λυτρωμένος για πάντα τα πένθη του και ο Τζενάρο με δασκαλεμένα από τον θάνατο χέρια τραβά κατά το γήπεδο, κάπως ευτυχισμένος και κάπως σίγουρος πως αυτό ήταν ένα δίκαιο τέλος. Πως όλος εκείνος ο χρυσός δεν οδηγεί την μικρή Μαρία και ούτε άλλον κανέναν στον παράδεισο του κυρίου επισκόπου.
Σε όλο το γήπεδο ακούγεται το όνομα του σκόρερ. Λίγα μέτρα μακρύτερα, κάτω από την αψίδα των συνθημάτων, ο Τζενάρο ρίχνεται με λύσσα στον ωκεανό. Ένα φοβισμένο ζώο, μια ακατάμαχητη ψυχή. Οι πορτοφολάδες, οι γυρολόγοι, οι μανάβηδες και οι εραστές δεν δίνουν δεκάρα για εκείνο το σημάδι που αρμενίζει πλάι στην σιδερένια γέφυρα. Λίγο πιο πέρα, οι μικρές ζωές στριμώχνονται, ερωτεύονται, ελπίζουν, πεθαίνουν και ξανά. Δίχως τον Τζενάρο και την σιωπηρή, φλεβωτή ψυχή.»
Απόστολος Θηβαίος