Νίκος Παπαδόπουλος | Το όνειρο

© Mario Giacomelli

Εκείνη τη στιγμή το καρβέλι έγινε ένα όχι-ψωμί. Είχε μαζεμένη μέσα του την ανάγκη όλου του κόσμου για στοργή ή στέγη (όπως κι αν αυτή φτάνει ως εμάς), τυλιγμένη σε μια εκρηκτική δύναμη. Το ένιωσε αυτό. Το ένιωσε κρατώντας αυτόž αυτό που είχε μετατραπεί από μια κολλώδη πλαδαρή ζύμη στο καρβέλι που σαν βρέφος κράταγε στο στήθος του σφιχτά με τα δυό του χέρια. Και ευγνώμων σήκωσε το βλέμμα του προς τον ουρανό και ’κείνο έμπλεξε στην οροφή. Τα δοκάρια ρούφαγαν τους ήχους του καφενείου, έμοιαζαν κορμοί όλων των δέντρων του κόσμου, έμοιαζαν να είναι όλα τα στάχυα που υπήρξαν ποτέ, έμοιαζε τώρα το καρβέλι καρπός των κορμών αυτών που δένονταν πάνωθέ του και είχαν σχηματίσει αυτή την μικρότατη σκέψη που χτυπήθηκε στα τοιχώματα του κρανίου του μέχρις ότου κατέβασε το βλέμμα του στην ομήγυρη, οπότε μια άλλη, τελεσίδικη, ήρθε και στάθηκε στο πρόσωπό του μ’ έναν τρόπο που όλοι μπορούσαν να την δουν, όχι όμως και να την ακούσουν.

Δεν θα απλώσω μαχαίρι στο καρβέλι.

Τριγύρω πρόσωπα χωμένα πίσω από γένια, ματογυάλια, δάχτυλα μπρος στα στόματα, πρόσωπα που είχαν σταθεί πίσω από κραγιόν, πούδρες και τον αχνό αρωμάτων που διαφεύγουν από την λαιμόκοψη συνθετικών φορεμάτων ανακατεμένων με ιδρώτα λίγων ωρών, κόκκινα μάτια σφηνωμένα σε βαθουλές κόγχες, άλλα υπογραμμισμένα από λεπτές ρυτίδες μίσους, τα σώματα των προσώπων αναποφάσιστα, έτοιμα να χυμήξουν, αλλά για τι; για ένα κομμάτι ψωμί; για ένα κομμάτι ζεστό ψωμί; ή για την άρνηση.

Γονάτισε πίσω από την μάντρα στην άκρη του χωραφιού όπου το μονοπάτι που έβγαινε απ’ τον δρόμο εκατό μέτρα παρακάτω τον είχε φέρει απ’ την κωμόπολη, απ’ έξω απ’ την θαμπή τζαμαρία απ’ όπου είχε βγει, που τώρα το φως της στο πεζοδρόμιο διακοπτόταν από ίσκιους ανθρώπων που με τον ήχο των ασταθών βημάτων τους να αναδύεται από τις πλάκες του πεζοδρομίου, το κουδούνισμα των κλειδιών τους να αναδεύεται απ’ την παλάμη, το κόασμα των σπλάχνων τους (κυρίως αυτό) να ανεβαίνει μακρόσυρτα, τραβάγανε (μπαίνοντας ο ένας στους αόρατους θύσανους οινοπνεύματος που άφηνε ο άλλος πίσω του) να διανύσουν τις πέντε ώρες που τους χώριζαν από το πρωί της Κυριακής, αδιάφοροι πλέον ο ένας για τον άλλον.

Θα ξύπναγε, θα ξεκούμπωνε το μακρύ, φθαρμένο παλτό, θα έβγαζε από την αγκαλιά του το καρβέλι που είχε νανουρίσει αυτές τις πέντε ώρες κουρνιασμένος ο μισός στο χώμα απ’ όπου είχαν βγει οι πέτρες της μάντρας που ακούμπαγε ο άλλος μισός. Με ένα αργό τράβηγμα θα άνοιγε το καρβέλι στα δύο, θα έχωνε το πρόσωπό του στην υπόξινη οσμή της ψίχας, τα μάτια του θα τρύπωναν μέσα στις κυψέλες της, θα έβρισκαν εκεί τα πρόσωπα όσων άφησε πίσω του, εγκλωβισμένα σε σαλόνια, ταπεινωμένα εμπρός από σκεύη μαγειρικής, σκλαβωμένα κάτω από ερωμένες, τυραννισμένα από πρωινά ξυράφια, θα έβλεπε ως μέσα, μέχρι το παιδί που είχε υπάρξει ο ίδιος, μέχρι τη μήτρα της μάνας του σκυφτής στο πλυσταριό να δέχεται μια βιαστική ορμή, θα διέκρινε το θεόρατο ωάριο να μην μπορεί να αποφύγει τον ταχύτατο γυρίνο που έσπευδε προς αυτό χτυπώντας την ουρά του, θα παρακολουθούσε το ζυγωτό κύτταρο που τον περιείχε σε σπειροειδείς πληροφορίες να μετατρέπεται αργά αργά σε αυτόν τον ίδιο. Αυτόν, που είχε ακατάληπτο όνειρο, να κλέψει κάποτε ένα μοναδικό καρβέλι ψωμί· να το γλιτώσει ύστερα από την σκοτεινή διαδρομή που κλείνεται πίσω από τα δόντια.  

* * *


Ο Νίκος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1963. Ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ο Μωβ σκίουρος» το πρώτο του βιβλίο με τίτλο, «Κάτι το Τραγικόν». Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο, «Χάρτινα ποδήλατα (Εκδόσεις των συναδέλφων). Συμμετέχει επίσης, με ένα διήγημα, σε συλλογικό έργο των εκδόσεων «Ο Μωβ Σκίουρος».