Ιστορία εμπνευσμένη
Από ένα σύνθημα
Που κάποιος άγνωστος χάραξε
Στο γαλάζιο μου στενό.
Θυμάμαι κάτι σκόρπιες λέξεις,
Όπως σφαίρες, σειρήνες, Καλκούτα, Φραντς.
Καθώς περνάει ο καιρός
Η μνήμη μου αδυνατίζει.
Μα τούτο δεν είναι αναγκαία κακό
Αφού εκείνο που έχει μια κάποια σημασία
Δεν είναι άλλο από την αλλαργινή πτώση
Του Σαν Ρομάνο,
Σύλληψη του Ουτσέλλο
Που μήτε τον Φραντς γνώρισε ποτέ
Και την διαβατάρικη, την ελεύθερη
Ψυχή του.
Ο Φραντς επισκέπτεται τις καλλιτεχνικές εκθέσεις. Δείχνει περίσσιο ενδιαφέρον για τους αναγεννησιακούς ζωγράφους και ξοδεύει ώρες ολόκληρες διαβάζοντας το πώς και το γιατί μιας ζωγραφιάς. Κάθε Σάββατο η ίδια τελετή. Ο Φραντς ντυμένος τα βαριά του χειμωνιάτικα ρούχα. Τραβά για το μουσείο με βήμα αποφασιστικό που χαρακτηρίζει μόνον όσους ολόψυχα δίνονται σε έναν σκοπό, στην μοίρα τους την ίδια. Σταματά και χαιρετά. Τον εργάτη του μηχανουργείου που τον κοιτάζει μέσα από τα καπνισμένα μάτια, τον εργάτη του δρόμου που σηκώνει, έναν που κρατά λογαριασμό, μετρώντας ακατάπαυστα σακιά με άμμο και τσιμέντο, φόρτωμα για το λιμάνι. Με αυτό το υλικό οι άνθρωποι σε έναν άλλον τόπο θα φτιάξουν σπίτια και για αυτό τούτα τα τσουβάλια μοιάζουν άρρηκτα δεμένα με την ανθρώπινη ελπίδα. Έπειτα οι καφενέδες με τους μαχαιροβγάλτες έξω στα τραπεζάκια που ψάχνουν την αφορμή για τον καυγά. Λίγο πιο πέρα οι αστυνομικοί, με φροντισμένο παρουσιαστικό και ύφος καρδινάλιου πειράζουν τα όμορφα κορίτσια. Σε λίγο όλο αυτό το πλήθος θα΄ναι παρελθόν. Εμπρός του θα λάμπουν οι ζωγραφιές των μεγάλων δασκάλων που δεν χορταίνει να κοιτάζει ο Φραντς, ο καλός εργάτης του εργοστασίου, ο πειθαρχημένος νεαρός που διαφεντεύει ο ίδιος την ζωή τους. Ο Φραντς, ένας νεαρός πρώτης τάξεως, ίσως κάπως μοναχικός, μια έγκλιση χαμένη ο Φραντς που αγαπά με πάθος την ζωή και τους ανθρώπους της.
Γεια σου Φραντς, ψελλίζει ο θυρωρός του μουσείου, βγάζοντας δειλά το πρόσωπό του πίσω από τον γρανιτένιο γκισέ. Έχει μερικά καινούρια έργα, βάζω στοίχημα πως απόψε θα ξημερωθείς εκεί μέσα. Και γελά ο θυρωρός, ο Μπιλ με το όνομα που ποτέ του δεν έκανε άλλη δουλειά και που δεν αργεί όταν οι σειρήνες δείχνουν την δική του βάρδια. Θυμίζει τον Χένρι Τζέιμς και έτσι όπως αφηγείται πάντα μια παλιά ιστορία, θα πει κανείς πως ο σπουδαίος Αμερικάνος παραμένει μια αειθαλής περίπτωση, κάποιος που γλίτωσε από τα νύχια του θανάτου, επειδή υπερασπίστηκε με πάθος την μυθολογία αυτού του κόσμου και ίσως επειδή κάπου εκεί έξω ανεμίζουν πικρές οι βιογραφίες των ανθρώπων. Γρήγορα θα αποκοιμηθεί ο Μπιλ και όλες αυτές οι αναλογίες θα γίνουν τα κύματα του ονείρου που σπαράζουν τις αδύναμες ψυχές.
Ο Φραντς αγαπά περισσότερο από όλα τα έργα εκείνα που διακοσμούνται από τα πρόσωπα των σκληρών κοντοτιέρων. Τέτοιες μορφές γράφουν τις ματωμένες σελίδες της ιστορίας. Κάποιος από αυτούς τους παθιασμένους νεαρούς, λέει ένας μύθος, λήστεψε πριν από αιώνες έναν χρυσό Καίσαρα και ένας άλλος ξεκλήρισε με το σπαθί του μια ολόκληρη κοινότητα Βάσκων ψαράδων, με μοναδικό σκοπό την εξάσκηση στον θάνατο. Ο Μπιλ θα ήθελε να είναι κάποιος από αυτούς που κατηφορίζουν στην αγορά, κάποιος από εκείνους που μάχονται στο όνομα του δίκαιου και του αληθινού.
Φραντς, δεν υπάρχουν καλοί φονιάδες, ο γέρο Μπιλ ξέρει.
Όμως δεν είναι τίποτε περισσότερο από το νούμερο τάδε της ομάδας παραγωγής που βγάζει σφαίρες, σφαίρες, σφαίρες για να σκοτώνει, να σκοτώνει, να σκοτώνει κάθε λαός τους δικούς του ανθρώπους.
Σε λίγο ξημερώνει. Η λεηλασία της νύχτας έχει πάρει τέλος. Όλα τα άστρα της έχουν σωριαστεί και πεθαίνουν στα ανοιχτά μιας πολιτείας. Τα άλλα μυστικά τα ΄χουν κάνει δικά τους οι σκιές. Ο Φραντς κοιτάζει το ρολόι του που δείχνει πέντε, πέντε, πέντε το πρωί. Η ανάσα του κόβεται, από τους λόφους πέρα φθάνει το ουρλιαχτό της σειρήνας. Σε λίγο ο Φραντς θα φτιάχνει σφαίρες, σφαίρες, σφαίρες. Και όμως μια από τις μορφές του ταμπλώ που αφηγείται την στροφή κάποιου αιώνα του γνέφει με τα ωραία του χρώμα και το πρόσωπο στο χρώμα του ελεφαντόδοτου. Έλα Φραντς, άσε το κεντρί της λύπης σου να σπάσει. Εδώ για σένα έχει μπόλικη, αληθινή ζωή. Θα γίνεις ήρωας Φραντς ή απλά κάποιος που γράφει την ιστορία ενός τόπου που ΄πνιξαν τα χρόνια. Έλα Φραντς, αν δεν βιαστείς θα σε προλάβει η κραυγή της σειρήνας που ξεθωριάζει τις ζωές εδώ, στο Μάντσεστερ, την Καλκούτα, παντού Φραντς, παντού. Σφαίρες, σφαίρες, σφαίρες. Μα για να παλέψεις με την ζωή Φραντς, χρειάζεσαι χρώματα, τίμια και τρυφερά λάδια. Έλα Φραντς, τούτο το θέατρο σε περιμένει. Εδώ κανείς και τίποτε δεν γερνά.
Ο Μπιλ σέρνει τα βήματά του στην αίθουσα της αναγέννησης. Παίζει με τα κλειδιά του και κάθε τόσο σφυρίζει μια μελωδία, τίποτε σαφές, περισσότερο μια γενική ανάμνηση του μουσικού συρμού που ζει για λίγο εκεί έξω. Καθώς πάντα στέκει και βγάζει το πηλίκιό του εμπρός σε εκείνη την σύνθεση που λέγεται πως παριστάνει τον θεό. Καλημέρα καλέ Θεέ. Ας δούμε και σήμερα τι σοί κόσμο θα φτιάξουν οι αντιφάσεις, οι αμοιβές, οι ανταποδόσεις του. Φραντς, Φραντς!
Όμως ο βραδινός επισκέπτης έχει πια χαθεί. Το πανωφόρι του έχει πέσει κάτω στο πάτωμα και είναι άδειο από καρδιά. Φραντς, Φραντς, μα κανείς δεν αποκρίνεται. Η ματιά του Μπιλ ταξιδεύει σε μια αποφασιστική προτομή, στην παρέα που συντροφεύει την οινοχόη των Αχαρνών, την γκραβούρα της παλιάς ναυτοσύνης. Όμως μάταια. Πέρα από το πανωφόρι του δεν υπάρχει ίχνος του Φραντς τριγύρω.
Είναι όμως εκείνη η ζωγραφιά του Ουτσέλλο που παριστάνει την αιώνια πτώση του Σαν Ρομάνο. Ένας νεκρός ιππότης κάτω από τα ξέφρενα, αλογίσια φερσίματα, τίποτε το παράξενο. Ωστόσο, ο Μπιλ τρίβει τα μάτια του όταν αντικρίζει την κατακόκκινη πλαγιά που μέχρι εκείνο το πρωινό υπήρξε μονάχα μια βραχώδης ανάμνηση. Ώστε λοιπόν Φραντς, άφησες την ψυχή σου να χαθεί. Τι και αν είσαι νεκρός Φραντς, το αίμα σου άλλαξε για πάντα αυτόν τον πίνακα, αυτές τις ζωές.
Και ο Μπιλ με το πανωφόρι του συνεχίζει την επιτήρηση των έργων της τέχνης, χαμογελώντας μυστικά για το θαύμα που ίσως μια μέρα σώσει το Σαν Ρομάνο από την πιο βέβαιη καταστροφή. Ο λόγος αυτός θα είναι ο Φραντς που έβαλε ένα τέλος στην κραυγή της σειρήνας, ένα τέλος, οριστικό και βέβαιο, σε αυτήν την ανώφελη ροή που σημαδεύει την ιστορία όταν ακόμη γράφεται. Τέρμα οι σφαίρες, σφαίρες, σφαίρες για τον Φραντς.
Αυτή είναι η ιστορία του Φραντς και του Μπιλ που ονειρεύτηκαν κάτι περισσότερο από τα σιδερόφραχτα θηρία του 15ου αιώνα και τις απαράλλαχτες μέρες της απαστράπτουσας, βιομηχανικής ζωής. Οι δυο τους έγιναν φίλοι για πάντα, δυο ασυμβίβαστες αιχμές μες στον αιθέρα της περίφημης πολιτείας. Τώρα ο Μπιλ ξέρει καλά πως καμιά νύχτα δεν θα΄ναι μόνος αφού οι τοίχοι του μουσείου έχουν μια φορά και έναν καιρό, γεμίσει από το υλικό της ζωής, από το γνήσιο υλικό του παράξενου Φραντς, που έφτιαχνε σφαίρες, σφαίρες, σφαίρες. Αυτός ο νέος συνιστά μια απόδειξη ξεχωριστή πως καμιά φορά τα απολεσθέντα αυτού του κόσμου φθάνουν στις προθήκες με την ομορφιά τους απείραχτη, την φαντασία τους ευλογημένη.
Απόστολος Θηβαίος