Στη διασταύρωση που βλέπει το εφηβικό μου παράθυρο
πηγαινοέρχονται μουτζούρηδες με τα χέρια στις τσέπες
χτυπώντας γαλλικά κλειδιά και κατσαβίδια
μία μπάντα ολάκερη στον ρυθμό των συνεργείων
που ξεφυσά κάθε τόσο επτά όγδοα
αντρικών χαιρετισμών και πρόστυχων λόγων
κι η μάνα μου με στέλνει πότε – πότε
στο μπακάλικο του Τσάρλι
που θα πεθάνει του χρόνου τέτοια μέρα από καρδιά
πάνω στην ταμειακή μηχανή
και όπως κουβαλώ τα άδεια μπουκάλια μπίρας
μία κατσαρίδα αθάνατη
θα βγει από το στόμιο <του Άδη>
θα περπατήσει στο χέρι μου μέχρι τον ώμο
κι ύστερα απ’ τον κορμό μου ως την άσφαλτο
θα τρέξει στον υπόνομο
Διοπτεύσεως και Θέρους γωνία
μα τα υπολόγισα καλά
δεν θα προλάβει ούτε το μέτρο να τελειώσει
πριν ξεκινήσουν τα επόμενα επτά όγδοα
το ζωύφιο θα απαλλαχτεί από τον νόστο του
κι οι μηχανουργοί δε θα προφτάσουν να πουν ούτε καύλα ούτε μωρό
τόσο γρήγορα θα πετάξει και η ψυχή του Τσάρλι
το πνεύμα του μικρότερο από έντομο
μια πικρή μυρωδιά γράσου στο πεντάγραμμο