Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας
Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι [Last and First Men] (2020) – Jóhann Jóhannsson (Ισλανδία)
Είμαστε μάρτυρες μίας φωνής (Tilda Swinton) που μας έρχεται από το διάστημα και το απώτατο μέλλον – δύο δισεκατομμύρια έτη μετά. Μας μιλάει όχι κάποιος εξωγήινος, αλλά ένας άνθρωπος. Για την ακρίβεια ένα εξελιγμένο μέσω της βιογενετικής ανθρώπινο ον τού μέλλοντος. Εκατομμύρια έτη από σήμερα, η ύπαρξη των ανθρώπων απειλείται σοβαρά. Ένα άγνωστο αστρικό σώμα έχει εισέλθει στο ηλιακό μας σύστημα και κινείται πρόσω ολοταχώς προς τον Ήλιο. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα συγκρουστεί μαζί του και στην περίπτωση αυτή, ο Ήλιος θα εκραγεί, εκλύοντας τρομακτικές ποσότητες θερμότητας, καθιστώντας έτσι τη ζωή στη Γη αδύνατη. Βαθιά απελπισία και ηττοπάθεια κυριεύουν το ανθρώπινο είδος, το οποίο παραδίδεται στα πάθη του και σε κάθε λογής πρόσκαιρες απολαύσεις. Ο πιο ακραίος κυνισμός επικρατεί. Ο ανθρώπινος πολιτισμός πνέει τα λοίσθια.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, η κατάσταση αντιστρέφεται. Οι άνθρωποι βρίσκουν το σθένος και ξεκινούν μία μακραίωνη προσπάθεια γενετικής βελτίωσης των μελλοντικών γενεών τους, ώστε να καταστεί κάποτε δυνατή η εγκατάλειψη της Γης κι η εγκατάστασή τους στον Ποσειδώνα, τον μόνο πλανήτη τού ηλιακού μας συστήματος, ο οποίος, λόγω της μεγάλης του απόστασης από τον Ήλιο, θα μπορούσε να φιλοξενήσει εφεξής το γενετικά τροποποιημένο ανθρώπινο είδος.
Για πολλά εκατομμύρια χρόνια ακόμη, οι άνθρωποι εξελίσσονται γενετικά και ψυχολογικά, αγγίζοντας ολοένα και μεγαλύτερα ύψη τελειότητας. Δύο δισεκατομμύρια έτη μετά, τα ανθρωπόμορφα όντα που έχουν δημιουργηθεί είναι πρακτικά αθάνατα, έχουν καταργήσει προ πολλού τη φωνητική γλώσσα ως τρόπο επικοινωνίας, έχουν τελειοποιήσει τις τηλεπαθητικές τους ικανότητες κι έχουν αναπτύξει μία συλλογική συνείδηση, η οποία περικλείει κάθε επιμέρους ατομική ανθρώπινη συνείδηση που έχει υπάρξει από τις απαρχές τής εμφάνισης του ανθρώπινου είδους.
Κι όμως, στο απόγειο της ανάπτυξής του, ο άνθρωπος έρχεται και πάλι αντιμέτωπος με μία νέα αστρική απειλή, την οποία, αυτήν τη φορά φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να ξεπεράσει: ο Ήλιος έχει μπει, για ανεξήγητους λόγους, σε ένα είδος εσπευσμένης διαδικασίας αστρικού θανάτου. Έχει αρχίσει εδώ και καιρό να εκπέμπει ένα διαφορετικό, πιο έντονο φως και να εκλύει πολλή περισσότερη θερμότητα από τη συνήθη. Τα ανθρωποειδή τού Ποσειδώνα γνωρίζουν ότι ο Ήλιος θα συνεχίσει να διαστέλλεται και να εκλύει όλο και περισσότερη θερμότητα, μέχρι την τελική έκρηξή του. Γνωρίζουν με ακρίβεια την ημερομηνία που πρόκειται να συμβεί αυτό, αλλά δεν διαθέτουν κάποιο σχέδιο σωτηρίας τους. Το μεγαλύτερο μέρος τού Ποσειδώνα έχει ήδη ερημοποιηθεί και τα εναπομείναντα ανθρωποειδή έχουν καταφύγει στους πιο ψυχρούς πόλους τού πλανήτη. Το μόνο που καταφέρνουν να κάνουν είναι να στείλουν στο διάστημα δισεκατομμύρια μικρο-σωματίδια, τα οποία έχουν σχεδιαστεί ειδικά, ώστε να εξερευνήσουν το σύμπαν και να εντοπίσουν άλλους, φιλόξενους προς τη ζωή πλανήτες. Όμως η διαδικασία αυτή σίγουρα θα χρειαστεί πολύ χρόνο και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τελεσφορήσει. Τα ανθρωποειδή εκπέμπουν επίσης ένα μήνυμα βοήθειας πίσω στον χρόνο, σ’ εμάς τους πρωτο-ανθρώπους, διότι μεταξύ άλλων, έχουν αναπτύξει την κατάλληλη τεχνολογία, ώστε να κινούνται προς τα πίσω στον χρόνο, να επεμβαίνουν στα γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί και να προσπαθούν να τροποποιήσουν όσα ακολούθησαν δισεκατομμύρια έτη μετά. Αυτό το ηχογραφημένο μήνυμα υποτίθεται πως ακούμε εμείς στην ταινία.
Ο Jóhann Jóhannsson (1969-2018) ήταν Ισλανδός συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής. Οι Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι υπήρξε η μοναδική ταινία μεγάλης διάρκειας που γύρισε και προβλήθηκε για πρώτη φορά δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας William Olaf Stapledon. Ενόσω η Swinton μάς διαβάζει το μήνυμά της από το μακρινό μέλλον, ο Jóhannsson κινηματογραφεί τα Spomenik – τα εντυπωσιακά, σαν από άλλον κόσμο, μνημεία που είχε χτίσει ο Τίτο στις πιο απομακρυσμένες ορεινές γωνιές τής πρώην Γιουγκοσλαβίας, σε ανάμνηση του αγώνα των λαών της κατά του φασισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – και, σε συνδυασμό με την εξίσου απόκοσμη μουσική του, δημιουργεί ένα αισθητικό αποτέλεσμα μεγάλης υποβλητικότητας και υψηλού μεταφυσικού φορτίου. Κινηματογραφικά – και μουσικά – η ταινία του είναι απόλυτα λειτουργική κι αισθητικά άρτια.
Ωστόσο, όσον αφορά στο ίδιο το κείμενο στο οποίο βασίζεται – και ακούμε να μας απαγγέλει η Swinton – δημιουργούνται ορισμένα σοβαρά ερωτηματικά, όχι μόνο ως προς την ίδια την πειστικότητα του μελλοντικού σεναρίου που μας περιγράφει ή ως προς το μήνυμα που επιχειρεί να μας μεταφέρει, αλλά κυρίως ως προς την ίδια τη δυνατότητά μας να φανταστούμε σε όλη του την έκταση, την πληρότητα και το νόημα, το αχανές σύμπαν που μας περιβάλλει, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό μας σε ένα τόσο μακρινό μέλλον. Ο βασικός λειτουργικός και φιλοσοφικός περιορισμός κάθε τέτοιου εγχειρήματος, φαίνεται πως είναι η ίδια η δομή τού μηχανισμού με τον οποίο προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και το σύμπαν, δηλαδή της ίδιας μας της σκέψης: “η μόνη γνωρίσιμη αλήθεια είναι η γνώση όποιου γνωρίζει,” σύμφωνα με τον ‘γνωσιολογικό σολιψισμό’ τού Claudio Magris,[1] ο οποίος με τη σειρά του τον έχει δανειστεί από τον ιδιοφυή Carlo Michelstaedter. Πράγματι, οτιδήποτε κι αν σκεφτούμε, έχει νομοτελειακά τη βάση του αποκλειστικά και μόνο στο γνωστό, σ’ αυτό που ήδη γνωρίζουμε. Είμαστε αποκλειστικά το αποτέλεσμα του παρελθόντος μας. Η οποιαδήποτε ‘νέα’ εμπειρία ή ‘γνώση’ μας – τουλάχιστον με τη σημερινή γενετική ιδιοσυστασία μας – δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ήδη υπάρχουσα γνώση που κατέχουμε, τροποποιημένη απλώς και διηθημένη από τα μυριάδες φίλτρα τής αποκαλούμενης ‘φαντασίας’ ή ‘δημιουργικότητάς’ μας. Η τροποποίηση, η μεταλλαγή, η επίχριση, η απόχρωση, επ’ ουδενί δεν ισοδυναμούν με το νέο και το καινούριο. Η Επιστήμη μας, το ίδιο: όσο κι αν διαστείλει το, όντως ευρύτατο ήδη πεδίο τής γνώσης της, δεν θα είναι επίσης ποτέ ικανή να υπερβεί τα συγκεκριμένα όρια τού γνωστού, μέσα στο οποίο κινείται κι από το οποίο τροφοδοτείται. Κάθε νέα της γνώση έχει βασιστεί εκ των πραγμάτων στο ήδη ‘γνωστό’, γι’ αυτό και στην καλύτερη περίπτωση μόνο βελτιώνει, ποτέ δεν υπερβαίνει ολοκληρωτικά, ποτέ δεν επαναστατεί, δεν μπορεί ποτέ της ν’ ανοιχθεί σε ολωσδιόλου καινούριους ορίζοντες εμπειρίας και γνώσης. Τα όρια τής σκέψης μας είναι στην ουσία τα όρια των λέξεων και των ιδεών μας που την οριοθετούν, – τα όρια της γλώσσας μας, για να επικαλεστούμε τον επίσης ιδιοφυή Wittgenstein, – πράγμα το οποίο σημαίνει, ότι με τα τρέχοντα δεδομένα, είμαστε καταδικασμένοι να πλατσουρίζουμε και να σπαρταρούμε αιωνίως μέσα στα ρηχά νερά τής μικρής μας ανθρώπινης και γήινης στέρνας, λαχταρώντας να βγούμε έξω απ’ αυτά έστω και για ένα λεπτό, ώστε να ατενίσουμε για λίγο το μη γνωστό, το νέο, αυτό που βρίσκεται πέρα από τα όρια της γνώσης και της σκέψης μας, να αποκρυπτογραφήσουμε και να κατανοήσουμε στο σύνολό του το αινιγματικό και άπειρο σύμπαν που μας περικλείει και το ίδιο το μυστικό τής ζωής που μας ορίζει.
Έτσι λοιπόν, όσες μεταλλάξεις και παραλλαγές στο δέρμα, στη μορφολογία ή στη ‘συνείδηση’ των γενετικά τροποποιημένων ανθρωποειδών του απώτατου μέλλοντος κι αν φαντάστηκαν ο Stapledon κι ο Jóhannsson – οι οποίες στην ταινία αγγίζουν ενίοτε και τα όρια τού παιδαριώδους και του αστείου – κι όσο πειστικά κι αν προσπάθησε να μας τις μεταφέρει με την απόκοσμη και παγερή φωνή της η Swinton, δεν είναι καθόλου εύκολο να πειστούμε από την ευλογοφάνεια του σεναρίου επιστημονικής φαντασίας που μας μεταφέρουν.
Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να πεισθούμε από τα σκανδαλώδη σχεδόν συμπεράσματα τα οποία ακούμε να διατυπώνονται, όπως ότι “οι άνθρωποι είναι όντα με μεγάλη καρδιά και νοημοσύνη.” Επ’ ουδενί δεν τεκμηριώνονται τέτοιου είδους ανθρωπιστικά αξιώματα, αποκλειστικά και μόνο στη βάση μίας ανεπτυγμένης τεχνολογίας, κάποιων αυξημένων τηλεπαθητικών ικανοτήτων – με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, ούτως ή άλλως – και ορισμένων στοχευμένων γενετικών μεταλλάξεων που ενδεχομένως θα μας έχουν καταστήσει στο μέλλον ικανούς να μετοικήσουμε σε έναν άλλο πλανήτη ή γαλαξία. Ούτε και το εάν θα έχουμε αναπτύξει την κατάλληλη τεχνολογία, ώστε να πηγαινοερχόμαστε κατά βούλησιν στον χρόνο σημαίνει κάτι επί της ουσίας: “Είναι γελοίο, δεν θα χρησίμευε σε τίποτα να γυρίσουν πίσω στο χρόνο, όλα θα επαναλαμβάνονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: το ίδιο λάθος, η ίδια φρίκη.”[2]
Ένας καλύτερος τρόπος για να παρακολουθήσει κανείς την ταινία τού Jóhannsson, είναι ίσως να κλείσει τη φωνή και να ξεχάσει εντελώς το βιβλίο τού Stapledon στο οποίο έχει βασιστεί. Και τότε, ο συνδυασμός των επιβλητικών λήψεων των Spomenik στις χιονισμένες βουνοκορφές των χωρών τής πρώην Γιουγκοσλαβίας, σε συνδυασμό με τη φορτισμένη φιλοσοφικά και μεταφυσικά μουσική υπόκρουση του ίδιου του Jóhannsson, αρχίζουν να δημιουργούν ένα καθόλα λειτουργικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα, το οποίο μας κάνει περισσότερο να αναρωτηθούμε για το παρόν μας, για την τρέχουσα κατάσταση της ανθρώπινης συνείδησής μας και για τη γενικότερη θέση μας μέσα στο άπειρο και δυσνόητο αυτό σύμπαν, παρά να εικοτολογήσουμε αόριστα και χωρίς νόημα για κάποιο μακρινό μας μέλλον, με κίνδυνο να εκτεθούμε για πολλοστή φορά στον ίδιο μας τον εαυτό, με τον ξεροκέφαλα εγωιστικό, αυτοαναφορικό ανθρωπομορφισμό τής ανθρώπινης σκέψης μας.
Σημειώσεις
[1] Κλάουντιο Μάγκρις, Μια Άλλη Θάλασσα, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018, σ. 34.
[2] Ό.π., σσ. 105-106.