[Gesta in Eutopia]
Σε μια γειτονιά
Ξέχειλη στα σκατά και γεμάτη φερτάκηδες
Όπου κάθε τρεις και λίγο σκάνε
Ομηρικοί τσακωμοί για μια θέση στάθμευσης
Τον κάδο με τα σκουπίδια τη μουσική στη διαπασών
Αξίζει να πιαστείς
Έστω για ένα κορίτσι
Που σου στέλνει φιλιά στο παράθυρο
Κάτω από τη μύτη μιας χαζοβιόλας μάνας
(Η οποία πάντα θα καρφώνει λοξά
Θαρρείς μέσα από ένα περισκόπιο
Το χέρι που θέλεις ν’ απλώσεις
Στον κώλο τής κόρης της, λέγοντας
Με ύφος σαρδελά στο επιλοχάδικο
” – Εμένα ο άντρας μου δουλεύει στην αστυνομία,
Κωλόπαιδο!”)
Κι εσύ να μην ακούς ποτέ τη φωνή τής κοινής λογικής
Αφού έχεις κολλήσει στα βυζιά της
Που όταν σε βλέπει απέναντι
Κουμπώνει και ξεκουμπώνει
Άλλοτε τρίβοντας τις ρώγες της
Το δάχτυλο σαλιωμένο
Άλλοτε γλείφοντας τα χείλη
Σα να έχουν σοκολάτα
Και κλείνοντας πότε το ένα – πότε το άλλο
Μάτι μέσα στο ρόδινο φόρεμά της
Τις νύχτες που σκέφτεσαι ότι γδύνεται
Για να κυλιστείτε στη χλόη τού κήπου γελώντας
Καθώς από εκείνους
Τους λαδοπόντικες που τα παίρνουν
Με χίλιους τρόπους για να κάνει η μαστούρα τον κύκλο της
Ή για να σηκώσει ας πούμε δυο ορόφους
Η καλή γειτόνισσα στα καταπατημένα
Ο πατέρας της ποτίζει νωρίς
Πριν καν ο ήλιος βγει στο καλάμι του
Με πράσινο λάστιχο μισής ίντσας
Κάθε πρωί λοιπόν
Ο κυρ-τάδε αποτέτοιος των ξεπουλημένων•
Ο μισάνθρωπος – γιατί πέρσι
Σού έχωσε άδικα δυο κλήσεις
Για υπερβολική ταχύτητα
Στημένος στο καρτέρι με το κερατάδικο
Φωνάζοντας να βγάλεις
Το κράνος σα να ήσουν καταζητούμενος
Και σε έκοβε γύρω γύρω στο κρανίο
Συλλέκτης οστών ή κάτι χειρότερο
Στραβώνοντας τα χείλη
Βλέποντας ζαβά το τατουάζ και το δαχτυλίδι
(Έχει ξανασυμβεί στα πέριξ) δηλαδή
Γουρλώνοντας τις κόρες των ματιών του
Ενώ εσύ το μισό μυαλό σου το έχεις
Μόνο στη μια του κόρη με τη βέβαιη ελπίδα
Όπως οι Δαναοί έξω από τα τείχη τής Τροίας
Όπως οι Αβράκωτοι γύρω απ’ τή Βαστίλη
Ότι αύριο θα εκραγείς
Χύνοντας έναν γαλαξία από άστρα
Σε μια στεντόρεια κραυγή σαν γκελ πάνω στα δέντρα
Λαχανιασμένος νικητής μέσα στα βογκητά της•
Σπουδογέλοιον ή Ατελής μελέτη
για τα Σημεία Βρασμού
στην Κλίμακα Κελσίου
[αμελητέες παράμετροι]
Βράζω από θυμό στο ζουμί και όχι στο αίμα μου
Βράζω μέσα στα ίδια σκατά κάθε βράδυ
Μέχρι που ξημερώνει και φεύγει η νύχτα
Μαζί με τ’ αποβράσματα και τους πιωμένους•
Βράσε όρυζα μού λέει ο δήθεν
Μπάρμαν από την άκρη τής μπάρας
Χτυπώντας άσχετα το μπόστον-σέηκερ και
Γελώντας νερόβραστα•
Να σε βράσω μού είπε η πρώην
Σ’ ένα μήνυμα ωμό στο τηλέφωνο
Ενώ έξω έβραζαν ο τόπος και οι καιροί
Και το σίδερο κόλλησε στη βράση του
Και τώρα ξεβράζονται ποτάμι σωστό τα όνειρα
Σαν τα τζιτζίκια που αναβράζουν μακριά
Καθώς κοιμάμαι βαθιά στη ζέση τού ύπνου
Ένα σμάρι από λεπτές φωνές στην κουφόβραση•
Όλος αυτός ο αναβρασμός και ο παράλλος
Ίσως μου δώσουν κάποτε
Στίχους που θα κοχλάζουν
Για να χαρούν οι άβραστοι
Ότι είμαι κι εγώ ο κάκοψος
Άλλος ένας πικραμένος που γράφει
[Εν βρασμώ ψυχής που θα γύρευε
Να εξατμίσει τη μάζα της με ταλάντωση]
Και όμως σιγοβράζει
“Σαν ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό”
Μέχρι τη μέρα που οι ωκεανοί θα βράσουν
Στη μεγάλη χολή τού ήλιου•