Την πόλη μου έχει καταπιεί μιαν άλλη πόλη. Χτισμένη στα σπλάχνα της ίδιας μάνας.
Οι κάτοικοί της σκαλισμένοι σε Πεντελικό μάρμαρο. Οι γείτονές μου είναι προτομές. Φοιτητών, ψαράδων, δασκάλων, συνταξιούχων θυρωρών.
Στα μέρη μας, τα κάτω άκρα αποτελούν δυσπρόσιτη πολυτέλεια. Στα μάτια δεν κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Οι φράσεις που ανταλλάσσουμε, κοφτές. Ο λόγος έχει ανατεθεί σε ξένα χείλη.
Οι δρόμοι μας στενοί. Τα καλοκαίρια δύσκολα χωράνε. Εδώ, ο θάνατος γίνεται σχολική γιορτή. Ο φόβος διαταγή. Το όνειρο αλλού το ράβουν…
Η αφέλειά μας ρούχο ιερό.
Οι μέρες μας λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο. Τις νύχτες κανείς δεν διηγείται το φεγγάρι.
Που πάνε οι άνθρωποι όταν γεννιούνται; ρωτάνε τα παιδιά. Σε ποιάς αόρατης πόλης τα βαφτίσια;
Αντώνης Τσόκος