[Ο Μονόλος μίας Θλιμμένης]
Είχε κυλήσει κάτω από τα πόδια σου η αλμύρα που έπεσε απ’ τα μάτια μου. Εγώ έσκυψα λίγο να μαζέψω τα κομμάτια απ’ τη στάχτη σου. Μα η θάλασσα με έσυρε μακριά και τα φιλιά μου πνίγηκαν μαζί με τ’ άστρο σου.
Οι πορτοκαλιές έλιωσαν τους σπόρους τους στον ήλιο και ‘γώ ούτε που πρόλαβα να πιώ απ΄τον χυμό τους. Τα μάτια σου για μια στιγμή ένιωσα πως τα είδα, μα ήταν μονάχα τ’ αντιφεγγίσματα της προσμονής μου.
[Ερωτηματικά]
Κοχύλια, φύλλα, κύματα, μυρμήγκια – οι μέρες, οι στιγμές.
Μάτια που φεύγουνε και δεν θα ξαναδούμε.
Χέρια που αγγίξαμε και μας άφησαν το κρύο να ζεσταίνουμε.
Πόδια που μαζί πατούσαμε του θέρους την ανησυχία-
κάποτε, με φως στα μάτια.
Μέρες που περνούν και δεν θα ξαναρθούν.
Και ‘μείς ακόμα περιμένουμε το Σάββατο…
Και οι μέρες περνούν, και πες μου τί θυμάσαι από το χθες.
Και πες μου τί σου άφησε το σήμερα σαν προσευχή να λες, όταν θα πέσουν οι καπνοί ξανά στα μάτια.
Και οι μέρες περνούν,
και γυρίζει η γη,
και ο ήλιος χάνεται για να ξαναβγεί.
Μα εμείς κάπου αλλού θα βλέπουμε πάλι – κάτι θα αναπολούμε…
Οι μέρες φτάσανε-
και ‘μείς,
πώς χάσαμε και πάλι το παρόν μας.
Η Μαριαλένα Ηλία έχει σπουδάσει Αγγλική Γλωσσολογία και Φιλολογία στην Αγγλία. Ασχολείται με την συγγραφή τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά και με την ζωγραφική.