Ολυμπία Θεοδοσίου | Το παιδί της θάλασσας

© Lin Delpierre

Το νεαρό αγόρι κοιτά την πέννα που του έκαναν δώρο οι γονείς του για τα γενέθλιά του. Την κρατά στην παλάμη του αριστερού του χεριού ενώ τα μάτια του σαρώνουν τις ανεπαίσθητες χρυσές λεπτομέρειες, οι οποίες την κάνουν να μοιάζει με κόσμημα. Δεν έχει ξαναπιάσει στην ζωή του ένα τόσο ακριβό αντικείμενο όμως του αξίζει ένα τέτοιο δώρο σύμφωνα με τα λόγια των γονιών του, εφόσον πριν λίγες μέρες έκλεισε τα δεκαοχτώ του χρόνια και θα περνούσε πια το κατώφλι της ενήλικης ζωής. Θα έφευγε από το ήμερο μονοπάτι που στο διάβα του υπήρχαν μονάχα δέντρα γεμάτα καρπούς, τα οποία φρόντιζαν να μην του λείπει τίποτα και θα περνούσε σε μια δύσβατη ανηφόρα στην οποία λαγοκοιμόταν ο φόβος του αβέβαιου αύριο. Χωρίς να την αφήσει στιγμή από το χέρι του κάθεται στην καρέκλα του γραφείου του, μπροστά του υπάρχει ένα τεράστιο παράθυρο, το οποίο βλέπει προς την θάλασσα. Η θέα που αλλάζει ανάλογα με τα τερτίπια του καιρού είναι η μοναδική συντροφιά του αγοριού από την μέρα που γεννήθηκε. Δεν έχει φίλους ακόμα και στο σχολείο καθόταν μόνος και έγραφε όσα έπλαθε το μυαλό του. Άλλοτε ήταν μόνο μερικές προτάσεις και άλλες φορές ιστορίες ολόκληρες έτοιμες να πετάξουν στον κόσμο των θνητών.

Σήμερα ο καιρός είναι βροχερός το φθινόπωρο κούρνιασε για τα καλά στην αγκαλιά των ανθρώπων σκέφτεται το νεαρό αγόρι. Το βλέμμα του κοιτά μία την πέννα και μία τα κύματα που ορθώνονται μπροστά του σαν κουρτίνες, οι οποίες θέλουν να κρύψουν τα κοφτερά βράχια της επίγειας ζωής. Χωρίς να χάσει περισσότερο χρόνο το αγόρι κόβει ένα κομμάτι χαρτί από το τετράδιό του και αρχίζει να γράφει με την καινούργια του πέννα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αντικατοπτρίζουν τα γραφόμενα. Η χαρά και η λύπη εναλλάσσονται σε πρώτο και δεύτερο ρόλο πάνω στην σκηνή της ψυχής του. Ύστερα από λίγη ώρα η λευκή κόλλα έχει μετατραπεί σε έναν χείμαρρο συναισθημάτων. Το αγόρι σηκώνει το βλέμμα του από την άβυσσο και αμέσως γαντζώνεται στην απόκρυφη ομορφιά της θάλασσας. Αφού πρώτα εναποθέτει πάνω στο γραφείο του την χρυσή του πέννα και την μικρή του ιστορία, στην συνέχεια σηκώνεται από την καρέκλα του και κατευθύνεται προς την υδάτινη Σειρήνα. Με μια ανάλαφρη κίνηση ανοίγει το παράθυρο και αφήνεται στα γλυκόπικρα κύματά της, έτσι έγινε το παιδί της θάλασσας.

Όταν οι γονείς του διάβασαν την ιστορία που είχε γράψει ο γιος τους κατάλαβαν πως η χρυσή πέννα ήταν το κλειδί που άνοιξε την πόρτα του κλουβιού του. Το κόκκινο μελάνι της έγραψε όσα αντίκρισε μέσα του.

 


Η Ολυμπία Θεοδοσίου γεννήθηκε το 1982 στον Πειραιά. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων αναζητώντας τις διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της. Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο «Χωρίς Οξυγόνο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα.