Απόστολος Θηβαίος | Bellum

© Mario Giacomelli

“Internal Flight”
Estas Tonne, 2013

 

Ο πόλεμος φθάνει μες στην νύχτα, γκρεμίζει το σεράι με τις φαντασίες και αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπο του κόσμου. Δίχως καλοσύνη και η βροχή να πέφτει πάνω στα πρόσωπα των παραμυθένιων ηρώων. Τρελοί λαγοί, ματωμένα φουστάνια, σύρματα, πεδία βολής και το παράγγελμα των αιώνων. Ο πόλεμος διαθέτει ένα φρικιαστικό πρόσωπο με πελώρια μάτια ζώου, κρυφά σκοτάδια σταλάζουν εκεί μέσα, μοναχικά πουλιά χύνονται στις χαράδρες και σιωπής στρατιές. Είναι το ματωμένο φουστάνι του κοριτσιού που λάμνει προς τον θάνατο με ένα πρόσωπο παραμορφωμένο από τον φόβο. Ο πόλεμος είναι η αλαργινή μας ευτυχία, μακρυσμένο πρόσωπο, σπασμένη δροσιά, του θανάτου η προπαίδεια. Ο πόλεμος διαθέτει το πιο σπάνιο σκοτάδι, ξεχνά η μέρα να φανεί και μια ολόκληρη πομπή μελλοθανάτων παρελαύνει προς τον ουρανό.

Ξανά, ο πόλεμος είναι το νυφιάτικο φουστάνι του κοριτσιού με το σπασμένο από τον φόβο πρόσωπο και ένας νυχτερινός ουρανός, γεμάτος αντανακλάσεις. Ένα παιδί με άγρια μάτια και τα μεθοδικά χαρακτηριστικά ενός φόνου. Ένα χέρι αόρατο χαράζει τον μέσα κόσμο των ανθρώπων, ένα χέρι αόρατο και ιστορικό, σπέρνει τον θάνατο μες στις σκοτεινές γειτονιές. Δεν έχει συρματόπλεγμα ο πόλεμος, τίποτε δεν τον κρατά όπως ξυπνά μες στο σπινθήρισμα μιας νύχτας, τι νύχτας! Ο πόλεμος δεν έχει όνομα, δανείζεται τα χίλια του πρόσωπα από τα παιδιά που περνούν στην άλλη πλευρά σφιχτά δεμένα στα χέρια των πατεράδων τους που έχουν μια πελώρια νύχτα μέσα και γύρω από τα μάτια. Η θλίψη τους κρατά ένα ματωμένο κουφάρι, η θλίψη τους διαθέτει παράφορα πλοκάμια που ελίσσονται όπως οι φλέβες ενός εγχάρακτου όστρακου.

Και πάλι, ο πόλεμος διασχίζει τους λυπημένους Κύκλωπες, εργάζεται πάνω στην διαμόρφωση μιας στήλης επιτύμβιας, ενός ακαταμάχητου τέλους. Ο πόλεμος τραγουδιέται μες στα μαδριγάλια και τα πιο λυπημένα τραγούδια αυτού του κόσμου. Πελώρια πλήθη από λάδια και φαντασία περνούν μέσα από τα σκοτεινά πεδία της βολής. Η αθωότητά τους σέρνεται δίχως φωνή κάτω στα χαρακώματα, θυσιάζονται μα ποτέ δεν φέρνουν την ειρήνη, μόνο την βαθιά ησυχία μιας πανανθρώπινης ήττας. Ο πόλεμος ρίχνει κάτω, συντρίβει τα διαβατάρικα αγάλματα που φτιάχτηκαν με το ριγλί της απόλυτης, κοσμικής κατάφασης. Είναι τα απόφωνα από τις φριχτές σφαγές και το ύστατο ρούχο της ντροπής αυτού του κόσμου.

Ξανά, ο πόλεμος ξυπνά τις φωλιές της Περσεφόνης, ξυπνά τους αρχαίους δρόμους, ο πόλεμος είναι που οδηγεί τις ψυχές στον παράδεισο, ο πόλεμος και το χρυσάφι. Διαθέτει δόξα και περηφάνια, όχι όμως τιμή, όχι όμως τιμή, όπως κάνει κομμάτια το αχνό φανάρι της Γκουέρνικα, τώρα και πάντα. Ο πόλεμος δείχνει την ζωή όπως είναι, δείχνει πέντε χιλιάδες αγγέλους, πέντε χιλιάδες εκτοπισμένους, πέντε χιλιάδες ικεσίες πάνω από τους αυτοσχέδιους λάκκους, άγριο χνάρι για την ιστορία του μέλλοντός μας. Ο πόλεμος συνιστά το πιο άγριο πρόσωπο του πολιτισμού, το ίζημά του πέφτει βαρύ πάνω στις καρδιές. Ο πόλεμος, Αριάδνη, καθρεφτίζεται με ένα απαράλλαχτο πρόσωπο σε κάθε εποχή, σε κάθε σώμα. Ο δρόμος του φαντάζει από πάντα χαμένος.

Ξανά. Ο πόλεμος δεν είναι άλλο από έναν δρόμο που οδηγεί από την αγγελικότητα στο τέλος. Ο πόλεμος Αριάδνη είναι ένα μάταιο θαύμα, μια δίχως προηγούμενο φθορά και η άλλη πλευρά της ανθρώπινης ιστορίας. Ο πόλεμος πληγώνει τα ποιήματα, στήνει παντού το χρέος, την πολιορκία και το αδιέξοδο. Διαθέτει την σπάνια αμεσότητα του θανάτου, εμπρός του ο χρόνος γέρνει και πεθαίνει, ως έφηβος ωραίος και ως βασιλιάς. Ο πόλεμος δανείζει την φωνή του στις νύχτες και τις μέρες μας, ο πόλεμος είναι το ουρλιαχτό του τρομερού που σκεπάζει την ομορφιά, η πιο τέλεια, ανθρώπινη δυστυχία.

Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και άλλες, πολλές γενικότητες για τον πόλεμο. Θα μπορούσε να μιλήσει για τους μεταπράτες και τους εμπόρους που προσμένουν λίγο πέρα από το πεδίο μιας μάχης. Θα μπορούσε να μιλήσει για τις μεγάλες δόξες του και τα κατεστημένα που γκρεμίζονται σαν ανθήσει το σκληρό του λουλούδι. Θα μπορούσε όμως δεν το πράττει, επειδή αρκεί η όψη της Ελένης μες στα καταφύγια που ετοιμάζει το τελευταίο δείπνο, όμορφη και συγγενική με κάθε άλλη, κλεισμένη πίσω από τα τείχη της. Γυναίκα με βέβαιη την ήττα, βέβαιη την ήττα, μια σκιά πάνω σε μέλη παγωμένα.

Ωστόσο κανείς δεν το πράττει, επειδή χρειάζονται χέρια σοφά για να φυλάξουν την ζωή. Και δεν χρειάζονται λόγια για τον πόλεμο, παρά μόνον το ατημέλητο, το παραστατικό ξόδεμα της νιότης όταν με τρυφερότητα ακουμπά την προτομή της επάνω στους φλεγόμενους δρόμους. Έτσι λοιπόν, ο πόλεμος είναι προπαγάνδα κατά της ζωής. Ο πόλεμος είναι η δόξα των ηρώων, δεν λέω. Μα ταιριάζει μονάχα σε όσους αντικρίζουν την μοιχεία δίχως να ονειρεύονται τον έρωτα για τον κόσμο και τα θαύματά του.

Απόστολος Θηβαίος