Ορέστης Κατσούλης | Η ξινή και ο μίζερος

© Jan Lukas

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ήλιος. Καύσωνας. Σίδερα που γυαλίζουν. Ένα κινούμενο κάστρο να διασχίζει τη θάλασσα. Την σκίζει στα δύο ακάθεκτο και αφήνει πίσω του απόνερα. Γαλάζια και άσπρα. Σηκώνει φουρτούνες από όπου περνάει. Ιστιοπλοϊκά στον ορίζοντα και πιο πέρα η Τζιά που διαγράφεται ολοκάθαρα ακόμα. Και πάνω σ’ αυτη διαγράφονται οι προηγούμενες μέρες. Όχι ολοκάθαρα όμως. Θολές. Μπερδεμένες. Μπουρδουκλωμένες αναμνήσεις, που τέμνονται και συγκρούονται και δημιουργούν πολύπλοκα σχήματα. Σχήματα που μοιάζουν με το πατρόν στο μαγιό της πορτοκαλομάλλας κοπέλας που κάθεται απέναντι απ’ τον ψηλό άντρα. Χιαστή. Διασταυρώσεις. Πάνω στην πλάτη της. Κλωστές που αγκαλιάζουν η μία την άλλη, διασταυρώνονται η μία με την άλλη, σαν άνθρωποι που συμπορεύονται στην ζωή χωρίς απαραίτητα να γνωρίζονται, απλώς υπάρχουν εκεί ο ένας στα παρασκήνια του άλλου, σαν κομπάρσοι στην ίδια τους την ταινία. Εκείνη κάθεται μόνη της σε ένα παγκάκι που χωράει δέκα άτομα. Κανείς άλλος δεν τολμάει να κάτσει. Το τσουρουφλίζει ο ήλιος που καίει αδιάκοπα από πάνω. Το καθιστά μη συμβατό με την ανθρώπινη ζωή. Κι όμως εκείνη συνεχίζει να κάθεται, σαν να αποζητάει την μοναξιά που της εξασφαλίζει. Στο πρόσωπο της είναι ζωγραφισμένη μία έκφραση απύθμενης ενόχλησης και δυσαρέσκειας, σχεδόν ανεξίτηλη, που όλως παραδόξως δεν απευθύνεται στον αμείλικτο ήλιο που στέκεται από πάνω της. Δεν απευθύνεται πουθενά για την ακρίβεια. Δεν έχει αιτία και σκοπό. Απευθύνεται σε όλους και σε κανέναν ταυτόχρονα. Είναι μια σπάνια έκφραση, που δεν θα την συναντήσεις συχνά σε άνθρωπο. Κι όμως συμπτωματικά είναι η ίδια έκφραση που διακοσμεί το πρόσωπο του ψηλού άντρα που κάθεται στην κουπαστή του πλοίου, απέναντι από την πορτοκαλομάλλα κοπέλα. Αναγνωρίζουν την έκφραση ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Και οι δύο την παρεξηγούν από μέσα τους και σχηματίζουν μία διαστρεβλωμένη εικόνα ο ένας για τον άλλον. Εκείνος την βαφτίζει ‘ξινή’. Εκείνη τον βαφτίζει ‘μίζερο’. Η πραγματικότητα είναι ότι και οι δύο είναι απλά μελαγχολικοί. Δεν το ξέρουν ακόμα όμως. Θα τους πάρει πολύ καιρό μέχρι να το μάθουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Ο ‘ΜΙΖΕΡΟΣ’

 Σε μία ταβέρνα στη Τζιά, στην χώρα. Κάθεται μόνος του, έχει έρθει χωρίς την παρέα του απόψε. Εν μέρει σκόπιμα. Να μπορέσει να πιει μερικές μπύρες στους δικούς του ρυθμούς χωρίς τα επικριτικά βλέμματα των φίλων του. Παραγγέλνει μια μεγάλη μπύρα. Η πρώτη παγωμένη γουλιά. Ανακουφιστική. Αναζωογονητική. Κατεβαίνει σαν νεράκι, κυριολεκτικά. Στιγμιαία νιώθει το μούδιασμα του προσώπου και το γαργαλητό του ουρανίσκου. Γνώριμα και τα δύο. Αρχίζει και παρατηρεί τον κόσμο γύρω του. Το ζευγάρι στο διπλανό τραπέζι. Το τατουάζ της κοπέλας στον αριστερό ώμο. Την αίσθηση που θα είχε το άγγιγμα της. Στο μπροστινό τραπέζι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Δεν μιλάνε. Απλά κοιτιούνται. Κοιτάνε γύρω γύρω μάλλον. Ίσως μιλάνε με τα μάτια. Λένε καμιά περαστική κουβέντα για τον χώρο. Σαν υποψήφιοι ενοικιαστές που εξετάζουν τον χώρο πριν τον νοικιάσουν. Σκέφτεται τους γονείς του και τους αντιδιαστέλλει με το ζευγάρι που έχει μπροστά του. Η μέρα με τη νύχτα. Οι δικοί του δεν έβαζαν γλώσσα μέσα. Λόγω της μάνας του κυρίως. Μπορούσε να μιλάει ασταμάτητα. Όχι με τον ενοχλητικό τρόπο. Απλά ήξερε να κρατήσει μια συζήτηση ζωντανή. Ο πατέρας του το αντίθετο. Δεν μιλούσε αν δεν είχε κάτι αξιόλογο να πει. Αλλιώς καθόταν και κάπνιζε, ακούγοντας προσεκτικά τον συνομιλητή του. Ίσως έτσι να δημιουργούσαν μιά τέλεια ένωση. Όπως όταν το οξύ συναντάει την βάση και την εξουδετερώνει, και δημιουργείται μια απόλυτη αρμονία. Χωρίς όμως να αναλώνονται και οι δύο κατά τη διάρκεια της αντίδρασης. Οξύ και βάση ίσων αλάτι και νερό. Το αλάτι ίσως να είναι η αγάπη. Και το νερό το νερό. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Σαν τους ανθρώπους.

Ίσως πάλι να μην είναι και τόσο ανιδιοτελή τα πράγματα. Ίσως η σχέση τους να ήταν όπως μία σχέση συμβιωτικών οργανισμών. Όπως όταν το βακτήριο Εσερίχια κόλι (Escherichia coli) εγκαθιστάτε στο παχύ έντερο του ανθρώπινου γαστρεντερικού συστήματος, τις πρώτες ώρες αφότου έρθει ένα μωρό στη ζωή. Δεν πρόκειται για φιλανθρωπία. Και οι δύο κερδίζουν από τη σχέση. Το μεν βακτήριο απολαμβάνει μια προνομιακή θέση στο ανθρώπινο έντερο που του παρέχει άπλετο χώρο και άφθονη τροφή για να πολλαπλασιαστεί και να ακμάσει. Ο δε άνθρωπος επωφελείται από την παρουσία του φιλικού προς τον άνθρωπο Εσερίχια κόλι, καθώς με το να δεσμεύει τον χώρο και την τροφή που βρίσκεται στο περιβάλλον του εντέρου, δυσκολεύει την πρόσβαση σε παθογόνους μικροογρανισμούς. Κανείς από τους δύο δεν το κάνει συνειδητά. Πρόκειται για μία διαχρονική σχέση που έχει διατηρηθεί μέσα από χιλιάδες και εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης. Ο ένας παίρνει από τον άλλον αυτό ακριβώς που χρειάζεται για να επιβιώσει. Και ακόμα καλύτερα το κάνουν χωρίς καν να το ζητήσει ο ένας από τον άλλον. Ίσως να πρόκειται για την ιδανική σχέση.

Έρχεται άλλο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Φίλοι τους. Η γυναίκα κρατάει μία ορχιδέα στα χέρια. Την κρατάει σαν να κουβαλάει ένα τρόπαιο. Με το που βλέπουν τους φίλους τους να πλησιάζουν, ξαφνικά το πρώτο ζευγάρι γεμίζει ζωντάνια, σαν να τους έβαλε κάποιος στη πρίζα, ξεσπάνε σε φωνές και γέλια και χαιρετούρες.

‘Μα καλά, χωρίς την ορχιδέα δεν μπορούσατε να έρθετε έ;’ Λέει γελώντας η ξανθιά γυναίκα με το ολόλευκο φόρεμα.

Ένα τραπέζι πιο δίπλα κάθονται δύο κοπέλες, κολλητές φίλες, μία σγουρομάλλα και μία με κοτσίδα, και πίνουν κόκκινο κρασί.

‘Ήρθε τελείως απ’ το πουθενά’. Λέει η σγουρομάλλα. ‘Φύγαμε απ’ το πάρτι με τον Πέτρο, τον γύρισα σπίτι γιατί είχε πιει, κι απλά φιληθήκαμε. Μέσα στο αμάξι, πριν κατέβει.’

‘Εκείνος σε φίλησε;’

‘Δεν ξέρω. Και οι δύο μαζί. Απλά έγινε’.

Η κοπέλα με την κοτσίδα λύνει τα μαλλιά της.

‘Κι αυτός τί είπε;’

‘Τίποτα. Χαμογέλασε κι έφυγε.’

‘Τί σκατά, είστε φίλοι τρία χρόνια τώρα και δεν είχε να πει τίποτα μετά από αυτό;’

Η σγουρομάλλα παίρνει μια βαθειά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο της και ανασηκώνει τους ώμους της σε ένδειξη απορίας.

‘Έχετε μιλήσει από τότε;’

‘Όχι. Ούτε τηλέφωνο, ούτε μήνυμα, ούτε τίποτα’.

‘Μήπως να του στείλεις εσύ ένα μήνυμα;’

‘Δεν ξέρω, αυτό σκεφτόμουν. Αλλά μετά σκέφτομαι ότι άμα ήθελε θα είχε επικοινωνήσει εκείνος. Άρα μάλλον το έχει μετανιώσει ή το έκανε επειδή ήταν λιώμα. Οπότε τί νόημα έχει να στείλω;’

Περίπου εκατό χιλιόμετρα μακριά σε ένα αντίστοιχο ταβερνάκι στην Πλάκα, ο Πέτρος κάθεται και κάνει μία ανάλογη συζήτηση με τον δικό του κολλητό. Έχει καπνίσει εφτά τσιγάρα το ένα πίσω από το άλλο και τώρα ανάβει το όγδωο με μία νωχελική κίνηση.

‘Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι έτσι.’ Λέει ο κολλητός του Πέτρου και σπάει την ησυχία. ‘Τρία χρόνια τώρα μου έχεις κυριολεκτικά ζαλίσει τον έρωτα με αυτή την κοπέλα, και τώρα που επιτέλους προχώρησε η φάση είσαι με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα.’

‘Ναι γιατί δεν προχώρησε πραγματικά.’

‘Την φίλησες δεν μου είπες; Τί ήθελες να την πηδήξεις απ’ το πρώτο βράδυ;’

‘Καταρχήν, δεν με ενδιαφέρει μόνο να την «πηδήξω». Κατά δεύ-’

‘Καταρχήν, είναι καταρχάς.’

Ο Πέτρος άφησε ένα φευγαλέο χαμόγελο να σχηματιστεί στα χείλια του.

‘Έχεις δίκιο. Καταρχάς λοιπόν, δεν με ενδιαφέρει μόνο να την πηδήξω. Κατά δεύτερον, ο λόγος που είμαι ξενερωμένος είναι επειδή δεν της μίλησα. Δεν της είπα τίποτα απ’ ότι νιώθω. Όλο το βράδυ έπινα μπας και έβρισκα το θάρρος αλλά παπάρια.’

‘Μετά το φιλί εκείνη τί έκανε;’

‘Τίποτα. Σκάλωσε νομίζω. Δεν το περίμενε. Προφανώς δεν νιώθει όπως νιώθω εγώ. Μαλακία έκανα.’

‘Καλά, δεν το ξέρεις αυτό. Πάρ’ την ένα τηλέφωνο, στείλ’ της ένα μήνυμα. Κάτι τέλος πάντων!’

‘Τί νόημα έχει; Αν όντως ήθελε θα είχε στείλει αυτή.’ Σβήνει και το όγδοο τσιγάρο.

Πίσω στην ταβέρνα στην Τζιά, ο Μίζερος τελειώνει την πέμπτη μπύρα του. Τα μάτια του έχουν αρχίσει να βαραίνουν και η όραση του να θολώνει αμυδρά, το πρόσωπο του το νιώθει ζεστό και ελαφρώς κοκκινισμένο, το βλέμμα του χοροπηδάει από τραπέζι σε τραπέζι και ψάχνει την επόμενη λεπτομέρεια απ’ την οποία θα μπορέσει να κρεμαστεί· ένα τατουάζ, μία πολύχρωμη τσάντα, ένα ερωτευμένο χαμόγελο, ένα ρολόι, μία τρυφερή αγκαλιά, ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο. Ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο. Ένα γνώριμο ηλεκτρονικό τσιγάρο. Οικείο. Υπερβολικά οικείο. Το είχε δει άπειρες φορές στα χέρια του πατέρα του. Ήταν σχεδόν σαν προέκταση του χεριού του. Το κρατούσε στο δεξί του χέρι την τελευταία φορά που του μίλησε πριν δύο μήνες.

Έμαθε για το τροχαίο περπατώντας προς το σπίτι του ένα βράδυ. Τον πήρε η μάνα του τηλέφωνο από το νοσοκομείο. Από την ώρα που το σήκωσε μέχρι να ακουστεί η φωνή της στην άλλη άκρη της γραμμής πέρασαν επτά δευτερόλεπτα. ‘Ο πατέρας σου τράκαρε’. Αυτή τη φράση κατάφερε να βγάλει από το στόμα της. Η φωνή της ήταν παγωμένη. Άψυχη. Η φωνή ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Η φωνή ενός ανθρώπου που περιμένει από στιγμή σε στιγμή να ξυπνήσει από τον εφιάλτη και να βρεθεί ανακουφισμένος στο κρεβάτι του. ‘Ο πατέρας σου τράκαρε.’ Άλλα επτά δευτερόλεπτα σιωπής. Μπιπ, μπιπ, μπιπ. Τέλος της γραμμής. Έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη και συνέχισε να περπατάει. Μηχανικά, χωρίς ξεκάθαρο προορισμό. Στα αυτιά του ένα μονότονο βουητό που διακόπτεται μόνο από τα αυτοκίνητα που διασχίζουν την Βασιλίσσης Σοφίας. Φτάνοντας στην πλατεία Μαβίλη κάθεται σε ένα παγκάκι που κοιτάει στη λεωφόρο. Παρατηρεί τα αυτοκίνητα που περνάνε. Τρέχουν σαν φωτεινές γραμμές μπροστά στα μάτια του. Κόκκινα αυτοκίνητα. Πράσινα αυτοκίνητα. Άσπρα αυτοκίνητα. Ο πατέρας του είχε ένα μαύρο. Μαύρο Σεντάν του 90’. Καλοδιατηρημένο, όπως του άρεσε να υπενθυμίζει με περηφάνια σε όποιον τον ρώταγε. Το ψάχνει ανάμεσα στα υπόλοιπα αυτοκίνητα που περνάνε. Θέλει να το δει να διασχίζει το δρόμο. Μια τελευταία φορά. Να το ακούσει να κορνάρει όπως κάνουν τα καράβια πριν σαλπάρουν. Κοιτάζει τα κτίρια γύρω του. Όλα του φαίνονται ίδια. Ακριβώς όπως ήταν πριν. Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Οι πολυκατοικίες και τα γραφεία πάνω στη λεωφόρο στέκονται ακόμα όρθια. Η πλατεία είναι ακόμα ζωντανή. Η καντίνα είναι ακόμα στη θέση της. Το Μπρίκι και ο Λώρας είναι ακόμα ανοιχτά. Κι όμως εκείνος αισθάνεται σαν να έχουν αλλάξει τα πάντα.

~

Στην κηδεία (Γιατί δεν ακούγονται Talking Heads απ’τα ηχεία;)

Το πουκάμισο του έχει κολλήσει πάνω στο σώμα του από τον ιδρώτα. Έχει γίνει σαν δεύτερο δέρμα του. Προσπαθεί μάταια να το ξεκολλήσει από πάνω του με αρχικά ήρεμες και ύστερα σχεδόν βίαιες κινήσεις. Νιώθει το μουσκεμμένο πουκάμισο να ακουμπάει πάνω στο δέρμα του και να τον καίει και να τον πνίγει· του θυμίζει τον Χιτώνα του Νέσσου, τον χιτώνα που είχε εμποτιστεί με δηλητήριο και που όταν τον φόρεσε ανήξερος ο Ηρακλής τον σκότωσε. Θέλει να το σκίσει και να το αποτινάξει από πάνω του, σαν τα φίδια που αφήνουν πίσω το παλιό γερασμένο δέρμα τους και βγάζουν καινούριο. Η ζέστη γύρω του είναι εκκωφαντική. Κάνει τα πάντα να γυαλίζουν και μετατρέπει τα μάρμαρα σε τεράστια θερμαντικά σώματα. Το βλέμμα του αδυνατεί να εστιάσει κάπου, εναλλάσσεται άτακτα ανάμεσα στα αμέτρητα μνήματα που νιώθει πως τον έχουν περικυκλώσει, στην μικρή εκκλησία με τον άσπρο σταυρό στην κορυφή της που στέκεται στην μέση του νεκροταφείου, στους μαυροφορεμένους ανθρώπους και τα καταθλιπτικά στεφάνια στην είσοδο. ‘Στον πολυαγαπημένο μου σύζυγο’, ‘Στον πολυαγαπημένο μου πατέρα’, ‘Στον αγαπημένο μας φίλο’. Γλυκιές εκφράσεις βουτηγμένες σε έναν ωκεανό θλίψης. Οι νεκροθάφτες στέκονται έξω από την εκκλησία. Όλοι ντυμένοι κομψά, χωρίς ούτε μία σταγόνα ιδρώτα πάνω τους, λες και η τόσο συχνή επαφή με την ψύχρα του θανάτου και του πένθους τους έχει χαρίσει ανοσία στον καύσωνα. Ο Μίζερος τους βλέπει και τους ζηλεύει. Όχι μόνο για την αναισθησία τους προς τη ζέστη αλλά κυρίως για την αναισθησία τους προς το θάνατο. Την πλήρη αποστασιοποίηση τους. Αυτό έχει ανάγκη. Να αποστασιοποιηθεί εντελώς. Να σταματήσει να νιώθει. Οι φίλοι και οι γνωστοί του πατέρα του περνάνε σαν περιοδεία από μπροστά του, τον συλλυπούνται ο καθένας με τη σειρά του. Αδυνατεί να επεξεργαστεί όλα τα πρόσωπα που περνάνε από μπροστά του, τα κάνει όλα μία τεράστια μπάλα στο κεφάλι του, μία πελώρια κατάμαυρη μπάλα που γράφει πάνω ‘ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΑ’. Εκείνος είναι σαν να έχει μπει στον αυτόματο πιλότο, επαναλαμβάνει την ίδια ακολουθία κινήσεων για κάθε άνθρωπο που έρχεται να τον συλλυπηθεί, δίνει το χέρι του, κάνει μιά συγκαταβατική έκφραση με το πρόσωπο του και λέει ένα ξεψυχισμένο ‘ευχαριστώ πολύ, να’ στε καλά’. Το βλέμμα του πέφτει ξανά πάνω στα μνήματα. Και στα δεκάδες περιστέρια που έχουν αράξει πάνω τους. Σουρεαλιστικό θέαμα. Ένα περιστέρι ανά μνήμα. Χέρι, έκφραση, ‘Ευχαριστώ πολύ, να’ στε καλά’. Ένας απ’ τους νεκροθάφτες πλησιάζει τα περιστέρια και χτυπάει τα χέρια του δυνατά για να τα διώξει. Εκείνα απογειώνονται με ένα ηχηρό και συγχρονισμένο φτερούγισμα και προσγειώνονται σε γειτονικά μνήματα, δυο βήματα πιο μακριά. Χέρι, έκφραση, ‘Ευχαριστώ πολύ, να’ στε καλά’. Ο νεκροθάφτης τα ξαναπλησιάζει φανερά ενοχλημένος. Ξανά παλαμάκι. Ίσως τα περιστέρια να πιστεύουν ότι οι άνθρωποι στα μνήματα κοιμούνται, και ότι χρειάζονται κάποιον να τους ξυπνήσει και γι’ αυτό να ταλαιπωρούν έτσι τον νεκροθάφτη. Χέρι, έκφραση, ‘Ευχαριστώ πολύ, να’ στε καλά’. Στο προαύλιο της εκκλησίας οι φίλοι του Μίζερου του συμπαραστέκονται. Σκέφτεται ότι μερικούς από αυτούς έχει να τους δει καιρό. Μήνες ολόκληρους. Μήνες κατά τους οποίους είχαν τηλεφωνηθεί πολλές φορές για να κανονίσουν να βρεθούν, αλλά ποτέ κανείς από τους δύο δεν βρήκε τον χρόνο για τον άλλον. Τελικά χρειάστηκε μιά κηδεία για να ανταμώσουν. Αναρωτιέται αν αυτό είναι μία ένδειξη ότι μεγαλώνουν. Χέρι, έκφραση, ‘Ευχαριστώ πολύ, να’ στε καλά’.

 Πίσω στη Τζιά

Η γυναίκα κάθεται μόνη της στη βεράντα. Προσπαθεί να το συνηθίσει αυτό το ‘’μόνη της’’. Της ήρθε πολύ ξαφνικό. Ανυπόφορο. Κοιτάζει την πανσέληνο και τα αστέρια και την φωτισμένη ακτή απέναντι. Πίνει, καπνίζει. Κατάχρηση και στα δύο. Σχεδόν επιβεβλημένη κατάχρηση. Περιτριγυρίζεται από διάσπαρτα άδεια μπουκάλια και γεμάτα τασάκια. Από το λάπτοπ δίπλα της ακούγεται κλασσική μουσική. Απαλύνει ελαφρώς την στεναχώρια της και την μοναξιά της. Μάλλον δεν την απαλύνει. Απλώς την εξωτερικεύει. Την βγάζει από μέσα της, μήπως και καταφέρει να νιώσει λίγη γαλήνη να παίρνει την θέση της.

‘Μάνα θες να σε βοηθήσω να μαζέψεις το τραπέζι;’ Ρωτάει ο Μίζερος απ’ τη μπαλκονόπορτα. Την ρωτάει κάθε βράδυ πια. Από τότε που ένα βράδυ πάνω στο μεθύσι της τα έκανε όλα λαμπόγυαλο και οριακά λιποθύμησε πάνω στο τραπέζι.

‘Όχι παιδί μου, σ’ ευχαριστώ, δεν χρειάζομαι βοήθεια.’

Προσέχει την διαφορά στην φωνή της. Στην χροιά της. Παλιά είχε μια σιγουριά και μιά βεβαιότητα. Τώρα ακούγεται φοβισμένη. Έτσι είναι η φωνή της από τότε που έχασε τον άντρα της στο τροχαίο. Στην αρχή προσπάθησε να παρηγορηθεί διαβάζοντας αμέτρητα βιβλία. Να δραπετεύσει από την δική της αβάσταχτη πραγματικότητα σε μία άλλη, μία μυθιστορηματική. Πράγματι δούλεψε για μερικές μέρες όμως γρήγορα άρχισε να βλέπει τον άντρα της στους χαρακτήρες των βιβλίων και περίμενε αγχωμένη την στιγμή που θα τρακάρει και θα τελειώσει πρόωρα το βιβλίο. Στη συνέχεια προσπάθησε να ξαναβρεί το χαμένο νόημα της ζωής της παρακολουθώντας μαθήματα λογοτεχνίας. Πάλι μάταια. Η πραγματικότητα έσκασε σαν χαστούκι στο μάγουλο της όταν είδε έναν ηλικιωμένο άντρα να καπνίζει ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο σε ένα από τα διαλείμματα των μαθημάτων. Παρηγοριά τελικά βρήκε στα άδεια μπουκάλια, όπως άλλοι τόσοι. Ο γιός της έχει καιρό τώρα αντιληφθεί την διψομανία της. Εν μέρει νιώθει σαν να κοιτάει μέσα σε έναν δυσοίωνο καθρέφτη. Στην αρχή απλά παρατήρησε ότι ξεχνούσε πράγματα που της έλεγε. Ύστερα ξεχνούσε τί μέρα είναι. Κι ύστερα ‘’ξεχνούσε’’ να φάει. Μετά τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο οφθαλμοφανή. Έγινε ατσούμπαλη. Ατυχήματα στην κουζίνα το μεσημέρι, σπασμένα ποτήρια τα βράδια. Από εκεί που κατάπινε εκείνη τη μπουκάλια, είχαν αρχίσει τα μπουκάλια να καταπίνουν εκείνη. Αμάσητη.

 ~

 ‘Φοβάσαι να καείς.’

 Έτσι του είχε πει πριν μερικές μέρες. ‘Φοβάσαι να καείς.’

‘Τί εννοείς ρε μάνα;’

‘Γνωρίζεις τόσες κοπέλες, απογειώνεσαι μαζί τους, αλλά μόλις φτάσετε κοντά στον ήλιο, εσύ φοβάσαι μήπως καούν τα φτερά σου και προσγειώνεσαι ξανά.’

‘Ναι, αλλά τουλάχιστον σώζω τα φτερά μου.’

΄Και τί αξία έχουν τα φτερά αν δεν είσαι διατεθειμένος να πετάξεις;’

Αυτή την κουβέντα θυμάται τώρα. Ένα άδειο μπουκάλι μπροστά του. Άδειο. Στον πάτο μπορεί σχεδόν να διακρίνει την μορφή του. Το πρόσωπο του. Ευτυχισμένο. Ή ίσως απλά μπερδεμένο. Πίσω απ’ το άδειο μπουκάλι ένα κερί καίει. Φωτίζει το εσωτερικό του μπουκαλιού. Κενό σαν τον συναισθηματικό του κόσμο. Φαινομενικά άδειο τουλάχιστον. Γιατί στην πραγματικότητα σφύζει από ζωή. Όπως ένας σκοτεινός βυθός που μοιάζει ακατοίκητος αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί το καταφύγιο εκατοντάδων οργανισμών. Τα δέντρα γύρω του κουνιούνται. Προσπαθεί να τα κάνει να μείνουν ακίνητα κλείνοντας τα μάτια του. Μάταιη κίνηση. Οι σκιές των δέντρων συνεχίζουν να κουνιούνται μεσ’το κεφάλι του. Από πίσω μία φλόγα. Τσουρουφλίζει τα δέντρα μέχρι που μένουν μόνο οι στάχτες τους. Μέσα από τις μαύρες στάχτες αναδύεται ένας κατακόκκινος φοίνικας και πετάει ψηλά, μέχρι που φτάνει τον ήλιο.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ‘ΞΙΝΗ’

Το δεξί χέρι σταθερά στο τιμόνι. Το αριστερό ακουμπάει στο ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου και στηρίζει το κεφάλι της. Τα μαύρα γυαλιά ηλίου της κρύβουν τα ελαφρώς αγουροξυπνημένα της μάτια. Η καυτή άσφαλτος απλώνεται μπροστά της. Ατέλειωτη. Την κοιτάει μέσα από τα γυαλιά της να γυαλίζει. Σταθερή ταχύτητα, 130 χιλιόμετρα την ώρα. Κάθε χιλιόμετρο την φέρνει όλο και πιο κοντά στον προορισμό της. Στα πλάγια της ηλιοκαμένης ασφάλτου της Εθνικής υψώνονται επιβλητικοί λόφοι και βουνά σκεπασμένα με άφθονο πράσινο. Κόντρα στον γαλάζιο ουρανό, η Ξινή βλέπει αυτούς τους πράσινους λόφους και τα πράσινα βουνά σαν αναποδογυρισμένους ύφαλους, σαν κάποιος να τους έχει βγάλει το μέσα έξω, και τα πουλιά που πετάνε από πάνω τους σαν ψάρια που κολυμπάνε. Σαν ένας ύφαλος έξω από τη θάλασσα. Πιο δίπλα ένας μεγάλος βράχος. Σκαμμένος. Διαβρωμένος. Της θυμίζει τον εαυτό της. Σκληρός απ’ έξω, σκληρός κι από μέσα. Όμως όσο πιο πολύς χρόνος περνάει, όσο πιο πολύ σκάβεται, τόσο πιο πολύ αναλώνεται, μέχρι που δεν θα μείνει τίποτα στο τέλος. Ίσως ένα πετραδάκι, ευάλωτο και εκτεθειμένο, που κάποιος θα το σηκώσει απ΄το χώμα και θα το πετάξει στη θάλασσα. Στον αναποδογυρισμένο βυθό. Στο βάθος μία ταμπέλα. Παίρνει την έξοδο για τον προορισμό της.

‘Γνώθι σαυτόν’. Αυτό την είχε ωθήσει να κάνει το ταξίδι. Το είχε δει γραμμένο στον τοίχο των αντρικών τουαλετών, σε ένα μπαρ στο Παγκράτι. Οι γυναικείες είχαν υπερβολικά μεγάλη ουρά κι εκείνη κατουριόταν μανιωδώς. Το μεθύσι είχε θολώσει την όραση της σημαντικά και το μόνο πράγμα στο οποίο κατάφερε να εστιάσει το βλέμμα της ήταν η επιγραφή στον τοίχο. ‘Γνώθι σαυτόν΄. Να γνωρίζεις τον εαυτό σου. Ή να τον βρεις ίσως. Ότι έχει ανάγκη ο καθένας. Αρχαίο ρητό χαραγμένο στο Μαντείο των Δελφών, που κάποιοι το αποδίδουν στον Πλάτωνα, κι άλλοι στον Χίλων τον Λακεδαιμόνιο. Για την Ξινή είχε μικρή σημασία το ποιός σοφός το είπε. Σημασία έχει ότι το είπε. Και ότι το θεώρησε αρκετά σημαντικό ώστε να το χαράξει πάνω σε ένα τοίχο στο Μαντείο των Δελφών. Εκεί της μπήκε η ιδέα. Αν ήθελε να βρει τον εαυτό της, έπρεπε να επισκεφτεί το Μαντείο. Να μιλήσει με τους προφήτες. 

Έμεινε για ώρες στους Δελφούς. Ο ήλιος έπεσε, το σούρουπο ήρθε, κι όμως εκείνη δεν είχε ικανοποιηθεί. Δεν είχε βρει αυτό που έψαχνε. Δεν είχε νιώσει αυτό που περίμενε να νιώσει. Εκείνη την στιγμή ανατριχιαστικής διαύγειας που όλο το σύμπαν δείχνει να ξεθολώνει και κυριαρχεί ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πως όλα έχουν αλλάξει και πως τώρα τα πάντα είναι δυνατά. Αυτό ήλπιζε σε όλη τη διαδρομή πως θα συναντήσει εδώ.

‘Μπορώ να σας βοηθήσω δεσποινίς;’

Η Ξινή τρόμαξε ακούγοντας τη φωνή πίσω της.

‘Χλωμό.’ Είπε κάτω απ’ την ανάσα της και γύρισε προς τον ηλικιωμένο χωροφύλακα που στεκόταν πίσω της.

‘Ψάχνετε κάτι;’

‘Τον εαυτό μου νομίζω. Δεν είμαι σίγουρη γιατί νόμιζα ότι θα τον έβρισκα εδώ.’

‘Πολλοί άνθρωποι έρχονται νομίζοντας ότι θα βρουν κάτι εδώ. Τον εαυτό τους, μία απάντηση, μία λύση. Προσωπικά δεν γνωρίζω κανέναν που να τα βρήκε όντως. Και δεν μου κάνει και εντύπωση. Πόσοι εαυτοί και πόσες απαντήσεις να χωρέσουν ανάμεσα στα ερείπια; Πιο πιθανό να τα βρεις στη θάλασσα. Απέραντη. Χωράει τα πάντα.’

‘Έχετε να προτείνετε κάποια συγκεκριμένη θάλασσα;’

‘Τον δικό σας εαυτό δυστυχώς δεν ξέρω πού τον χάσατε. Μονό τον δικό μου ξέρω πού τον έχασα. Ήταν σε μία παραλία στη Τζιά, κοντά στο λιμάνι. Πλατιά άμμος λέγεται. Στη μέση της παραλίας είναι ένα μεγάλο δέντρο, μοναδικό, σαν άγαλμα στέκεται. Τον έχασα πριν από πολλά χρόνια. Δεν ξέρω αν θα είναι ακόμα εκεί. Αξίζει όμως να δοκιμάσετε. Μπορεί να βρείτε αυτό που ψάχνετε.’

‘Και δεν θέλετε να πάτε να τον βρείτε εσείς;’

Ο ηλικιωμένος χωροφύλακας χαμογέλασε.

‘Εγώ έχω μεγαλώσει πια δεσποινίς. Ακόμα κι αν τον βρω, δεν νομίζω πως θα με αναγνωρίσει.’

~

‘’Καμιά φορά το μυαλό μου ξέφευγε και ένιωθα σαν να ήσουν εδώ μαζί μου. Σαν να ακούγαμε τα ίδια κύματα να σκάνε πάνω στην άμμο και να βλέπαμε τα ίδια γαλάζια νερά να πάλλονται και να αστράφτουν. Άλλες φορές σε έβλεπα να ξεπηδάς μέσα απ’ τα κύματα και να με χαιρετάς. Κι άλλες φορές απλά αναγνώριζα τη μορφή σου στα αστέρια. Να ένα ακόμα καλό της εξοχής. Στην Αθήνα δεν μπορείς να δεις τα αστέρια εύκολα, κι έτσι χάνεις όλες τις μορφές που σχηματίζουν μεταξύ τους. Βέβαια στην Αθήνα ίσως να μην είχα ανάγκη τα αστέρια.’’

Η Ξινή σηκώνει το κεφάλι της και ρίχνει μία ακόμη ματιά στα αστέρια που διακοσμούν τον ουρανό της Τζιάς. Έχει πλέον νυχτώσει και έχει μείνει ολομόναχη στην Πλατιά Άμμο, κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο. Κλείνει τα ‘Notes’ στο κινητό της και το βάζει στην τσέπη της. Πιο πολύ το χρησιμοποιεί για να γράφει τελευταία παρά για να επικοινωνήσει με κάποιον. Αυτό έχει ανάγκη άλλωστε. Να επικοινωνήσει με τον εαυτό της. Ενδοσκόπηση. Υπό το φως του φεγγαριού, που αντανακλάται πάνω στα κύματα και μοιάζει με ένα ψυχεδελικό καρδιογράφημα, αρρυθμίες, μαρμαρυγές. Το κοιτάζει υπνωτισμένη, τόσο από την ομορφιά του, όσο κι από την σκέψη ότι αυτό που βλέπει είναι το φως του ήλιου που αντανακλάται από το φεγγάρι που αντανακλάται από τη θάλασσα για να φτάσει τελικά στον αμφιβληστροειδή της. Ένα σύννεφο περνάει μπροστά απ’ το φεγγάρι και το κρύβει. Το καρδιογράφημα σταματάει. Ασυστολία.

‘’Το βράδυ τα βλέπεις όλα πιο μακριά απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.’’ Της το είχε πει ένας φίλος της πριν από μερικά χρόνια όταν είχαν πάει μία βόλτα στη θάλασσα με τη βάρκα του. Της έδειχνε τα αναμμένα φώτα από άλλες βάρκες στη θάλασσα και της έλεγε: ‘Βλέπεις πόσο μακριά φαίνονται; Στην πραγματικότητα είναι πολύ κοντά μας. Πρέπει να προσέχεις τη νύχτα.’ Αυτό ακριβώς νιώθει τώρα. Πράγματα που πίστευε ότι τα έχει αφήσει πίσω της, χιλιόμετρα και χρόνια μακριά, τα βλέπει και τα ακούει και τα αισθάνεται δίπλα της. Νιώθει την αναπνοή τους στο σβέρκο της. Μυρίζει το άρωμα τους. Η νύχτα παίζει παιχνίδια με το μυαλό της. Θρυμματίζει σε χίλια κομματάκια την εύθραυστη σιγουριά της μέρας και από τα κομμάτια της συναρμολογεί αμέτρητες αβεβαιότητες και αμφιβολίες και επιθυμίες και απωθημένα και παράνομες αναμνήσεις. Όλα μαζί μοιάζουν με ένα πελώριο θηρίο που ορθώνεται μπροστά της έτοιμο να την καταβροχθίσει. Είναι ύπουλη η νύχτα. Πρέπει να προσέχεις τη νύχτα.

Στο βάθος της θάλασσας είναι αραγμένο ένα ιστιοπλοϊκό. Μόνο από τα φώτα του φαίνεται. Κι όμως οι φωνές των επιβατών ακούγονται πεντακάθαρα μέσα στη σιωπή της νύχτας. Η Ξινή ανοίγει πάλι το κινητό της.

‘’Μέσα από τη θάλασσα ακούω φωνές. Παιδικές. «Είμαι ένα ψαράκι, είμαι ένα αεροπλάνο». Μου φαίνεται αφύσικο που οι φωνές φτάνουν μέχρι εδώ. Αναρωτιέμαι μήπως είναι μέσα στο κεφάλι μου. Ίσως απλά να τις κουβαλάει το νερό. Άραγε αν φωνάξω το όνομα σου θα κουβαλήσει και τη δική μου φωνή μέχρι τα αυτιά σου;’’

Δεν ήξερε ακριβώς τον λόγο για τον οποίο τα έγραφε αυτά, μιας και αυτός για τον οποίον προορίζονταν δεν επρόκειτο ποτέ να τα διαβάσει. Ήθελε όμως να τα βγάλει από μέσα της. Να τα βγάλει μέσα από το κεφάλι της. Να καταφέρει να το αδειάσει από κυκλοθυμικές σκέψεις και νοσταλγικές αναμνήσεις, ώσπου να μην μείνει τίποτα. Μόνο εκείνη και ο εαυτός της. Ανταμωμένοι. Συμφιλιωμένοι. Ένιωθε την ανάγκη να απομονωθεί από όλους και από όλα. Σηκώνεται από την άμμο που ήταν ξαπλωμένη και πλησιάζει την θάλασσα με αργά αλλά σίγουρα βήματα. Αφήνει το δροσερό νερό να αγκαλιάσει τρυφερά τα πόδια της, να την προσκαλέσει να προχωρήσει πιο πέρα. Εκείνη δέχεται την πρόσκληση και βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο αρχίζει να περπατάει όλο και πιο βαθειά, νιώθοντας τη στάθμη του νερού να ανεβαίνει και σιγά σιγά να καταπίνει ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του σώματος της. Η θάλασσα έχει φτάσει μέχρι τον αφαλό της. Το μισό της σώμα σχεδόν. Είναι μισή άνθρωπος και μισή νερό. Κάνει μία μεταβολή 180 μοιρών προς την ακτή. Βλέπει το μεγάλο δέντρο στο κέντρο της παραλίας. Παίρνει μία βαθειά ανάσα και με τα μάτια κλειστά αφήνει τον εαυτό της να πέσει προς τα πίσω. Νιώθει την θάλασσα να ανοίγει και να την καταπίνει, να μεταμορφώνει το σώμα της και το πνεύμα της και να τα κάνει ένα με το νερό, χαρίζοντας της ένα μεθυστικό αίσθημα ασφάλειας, σαν να βρίσκεται μέσα σε μία πελώρια μήτρα και να περιμένει να αναγεννηθεί από στιγμή σε στιγμή. Βγαίνει από το νερό και ανοίγει τα μάτια της. Το τοπίο που αντικρίζει είναι μαγικά αγριευτικό. Ή ίσως αγριευτικά μαγικό, δεν μπορεί να αποφασίσει. Απέραντο σκοτάδι. Λόφοι και δέντρα που στην απουσία του οποιουδήποτε φωτός μοιάζουν με τεράστιες σκιές. Βουβές σκιές. Στα αυτιά της κανένας απολύτως ήχος. Ανατριχιαστική σιωπή. Ένα οπτικό και ακουστικό τίποτα. Παραδίνεται σε αυτό το τίποτα, σε αυτή την απόλυτη ανυπαρξία και νιώθει τον εαυτό της να αναδύεται από μέσα της, από μέσα απ’ τη θάλασσα, και να βγαίνει ξανά στην επιφάνεια. Σχεδόν τον ακούει να παίρνει την πρώτη του ανάσα.

~

Τελειότητα. Αυτό έβλεπε και ένιωθε. Μία πλήρης τελειότητα. Εκείνη ξαπλωμένη στην ξαπλώστρα, με το κύμα να σκεπάζει απαλά την άμμο από κάτω της και να κάνει τον πιο αρμονικό ήχο που υπάρχει. Στον ορίζοντα μία απόλυτη ισορροπία, πρώτα η γαλαζοπράσινη θάλασσα, που φτάνει μέχρι την απέναντι ακτή, μετά μία σειρά από λόφους με καταπράσινα δέντρα, και από πάνω ένα μεγάλο κάτασπρο σύννεφο, σαν ένα τεράστιο κομμάτι βαμβάκι. Θύμιζε πίνακα ζωγραφικής. Όλα μαζί έμοιαζαν σαν μια τεράστια σημαία, που αποτελούταν απο τρείς οριζόντιες γραμμές, την θάλασσα, τα δέντρα και το σύννεφο. Η σημαία μιας πανέμορφης παραμυθένιας χώρας στην οποία θα ήθελε να ζήσει για πάντα. Τελειότητα, που συμπληρώνεται από την παγωμένη μπύρα, το καλοκαιρινό τσιγάρο και τους Πτυχιούχους του Βακαλόπουλου που της κρατούν συντροφιά. Ακόμα και η σταγόνα θαλασσινού νέρου που είχε στάξει απ’τα βρεγμένα της μαλλιά και είχε λερώσει τα γυαλιά της ήταν τέλεια. Άλλωστε δεν υπάρχει τελειότητα χωρίς ατέλεια.

 ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η ‘ΞΙΝΗ’ ΚΑΙ Ο ‘ΜΙΖΕΡΟΣ’

Η Ξινή και ο Μίζερος. Ο Μίζερος και η Ξινή. Κάτω απ’ τον ήλιο, περιτριγυρισμένοι από τον καύσωνα, πάνω σε ένα κινούμενο κάστρο που διασχίζει τη θάλασσα. Ο καθένας βρίσκεται εκεί για τους δικούς του λόγους. Τον καθένα τον έφερε μιά διαφορετική διαδρομή. Ένα διαφορετικό μονοπάτι. Ο προορισμός όμως ίδιος. Η Ξινή βλέπει το παγκάκι κάτω απ’τον καυτό ήλιο. Κάθεται. Νιώθει την ανάγκη να κάτσει στο φως. Να καλωσορίσει τον μέχρι προσφάτως χαμένο εαυτό της πίσω στη ζωή της, έξω απ’το σκοτάδι το οποίο είχε συνηθίσει. Να τον περιλούσει με την ζεστασιά της ζωής. Ο Μίζερος απ’την άλλη κοιτάζει το παγκάκι και βλέπει κάτι εντελώς διαφορετικό. Την ευκαιρία του να πετάξει και να πλησιάσει τον ήλιο όσο πιο πολύ γίνεται. Την ευκαιρία του να καεί. Να λιώσουν τα φτερά του και να πέσει στη θάλασσα. Και να ανακαλύψει ότι έχει πιο πολύ πλάκα να κολυμπάει. Και οι δύο ρίχνουν ένα αναγνωριστικό βλέμμα ο ένας στον άλλον. Μελαγχολικό. Το παρερμηνεύουν και οι δύο. Η Ξινή και ο Μίζερος. Ο Μίζερος και η Ξινή.

‘Συγνώμη, πειράζει να κάτσω;’

‘Εμένα καθόλου. Εσένα δεν ξέρω.’ Απαντάει εκείνη ανασηκώνοντας τα γυαλιά της στο μέτωπο της.

‘Είσαι το μοναδικό άτομο σε ολόκληρο το πλοίο που κάθεται εδώ.’

‘Ναι, κάτι παρατήρησα.’

‘Σου αρέσει τόσο πολύ ο ήλιος;’

‘Όχι δεν είναι αυτό.’

‘Αλλά τί;’

‘Θα μπορούσες να πεις ότι πέρασα πολύ καιρό στη σκιά.’

‘Μυστήρια απάντηση.’

‘Κι εσύ;’

‘Τί κι εγώ;’

‘Ποιά είναι η δικιά σου δικαιολογία που κάθεσαι εδώ; Πέρασες κι εσύ καιρό στη σκιά;’

‘Μπα, δεν θα το έλεγα. Η σκιά είναι το σπίτι μου άλλωστε.’

‘Τότε διάλεξες πολύ περίεργο μέρος για να κάτσεις.’ Χαμογελάνε και οι δύο. Η ξινή έκφραση στο πρόσωπο της αρχίζει να εξατμίζεται. Το ίδιο και η μίζερη έκφραση στο δικό του.

‘Το ξέρω. Με λένε Ίκαρο.’

‘Γειά σου Ίκαρε. Εγώ είμαι η Αριάδνη.’

ΤΕΛΟΣ

 


O Ορέστης Κατσούλης γεννήθηκε το 1998 στην Αθήνα. Ξεκίνησε να γράφει όταν ήταν δεκαοκτώ χρονών. Κάποιες φορές γράφει ιστορίες για πράγματα που έζησε. Άλλες φορές ζει πράγματα μέσα από τις ιστορίες που γράφει.