ζακ υβ κουστώ
στον τόμο νούμερο έξι: φάλαινες
καμπούρα
φυσητήρας
γαλάζια
σε ολοσέλιδες φωτογραφίες
που και σήμερα ακόμα
δεν θα τολμούσα να κοιτάξω χωρίς
να μου κρατάς το χέρι
όσο με το άλλο ανακατεύεις
μια σάλτσα κόκκινη
χρόνια μετά βλέπω ξανά
και ξανά το ίδιο όνειρο
πως σπρώχνω με κόπο στ’ ανοιχτά
μια φάλαινα κολλημένη
εκεί που σκάει το κύμα
όμως την ίδια κιόλας μέρα
επιστρέφει στ’ αβαθή
το δέρμα της στεγνώνει
γλάροι τής τσιμπολογούν τα μάτια
στήνω ένα πρόχειρο σταντ από καλαμιές
και κόβω εισιτήρια στους περίεργους
μα κάθε μεσημέρι
—στις τρεις ακριβώς, αφού πέσει για ύπνο ο πατέρας—
καταφθάνεις μ’ ένα τάπερ γεμάτο
ζεστό φαΐ κι έτσι αφύλαχτο
αφήνω για λίγο το πόστο μου
άχραντο μυστήριο
επέμενες μια φορά
μόνο φοριέται το νυφικό και κάθε
άνοιξη το κατέβαζες από το πατάρι
το αέριζες, το έπλενες, το σιδέρωνες
το τύλιγες σε καινούριο
νάιλον και
το ξανάκρυβες
στο υπέργειο μνήμα του
δίπλα στο θερμοσίφωνο
και στις πλεχτές κουβέρτες της γιαγιάς•
τις απόκριες του ‘99
—ή μήπως ήταν του ‘00;—
ο πρωτότοκός σου
το κατέβασε, το ξετύλιξε
έβαψε κόκκινα τα χείλη του
το φόρεσε χωρίς να σε ρωτήσει
και το λέρωσε με φτηνή μαυροδάφνη
από το οστεοφυλάκιο σου
—δραπετσώνα 1957 – γαλάτσι 2019
με μπρούτζινα γράμματα—
κάθε φορά γελάς, μάνα
όταν σου φέρνω να δεις
εκείνες τις φωτογραφίες
διαμέρισμα 2½ δωματίων
τα βράδια αφού σε πάρει ο ύπνος
στον καναπέ
με μια κουβέρτα γύρω από τα πόδια
με το κινητό στην αγκαλιά
και την τηλεόραση ανοιχτή
ακροπατώ στο μωσαϊκό ως την κουζίνα
κάνω νόημα στο καναρίνι σου
μη με προδώσει και
ξαγρυπνάω μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο
πάνω από την κατσαρόλα
που παγώνει το φαγητό της χθεσινής ημέρας
με το πιρούνι σου
μπουκώνω το στόμα μου
ώστε το επόμενο πρωί
χορτάτος ήδη και
με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια
να μη χρειαστεί να παραδεχτώ
πόσο πεινάω
για κάθε τι που αρνούμαι