Most often, he prefers to call his wife dushen’ka, literally a diminutive of the Russian word dusha (“soul,” “psyche”). It would have been possible to translate this word as “darling” (our choice), “sweetheart” or “dearest” (options from a discarded pile), had the writer not bedecked it with other tender adjectives: dorogaya (“dear”), lyubimaya (“beloved”), milaya (“lovely,” “sweet”), and bestsennaya (“priceless”). We used “dear darling” a few times in spite of its sounding too alliterative, resorted to “beloved darling” rarely, tried “sweet darling” once or twice, and once (April 15, 1939) had to go along with “My beloved and precious darling.” Unfortunately, even that baroque phrase does not fully convey the fretful and persistent affection of the Russian “dushen’ka moya lyubimaya i dragotsennaya,” with its one and a half times as many syllables and with the adjectives coming cajolingly after the noun.
Μετὰ τὸ 68, οἱ ὄμορφες ἐξέγέρσεις δὲν ὑπάρχουν πιὰ / ῾Υπάρχει μία / Θὰ εἶναι άργὰ ὅταν τὴ μάθουν οἱ ἄλλοι / Γιᾶς Μᾶς δὲν ὑπῆρξε ἀργὰ / Δὲν ὑπάρχει νωρὶς / Γιὰ τὴν Ὀμορφιὰ τῆς Ἐξέγερσής μας / Ποτὲ δὲν ἔπαιξε ἀνόρεχτα γιὰ μᾶς ὁ Dizzy / Ἄσχημο ἡλιοβασίλεμα δὲν ἀπλώθηκε / Κι ἂς ζοῦμε στὰ ἐρείπια μιᾶς ἐποχῆς / Κι ἂς ἔχουν βραχνιάσει κι οἱ κορυδαλλοὶ / Ὄχι, ὄχι / Κάναμε τα δευτερόλεπτα αἰῶνες ἐμεῖς / Τῆς ἄπονης κλεψύδρας οἱ γητευτὲς / Μὲς στὴν ἄσπλαχνη ἀσχήμια εἴμαστε τὸ Ἄλεφ τῆς Ὀμορφιᾶς, Ὀμορφιά μου / Καὶ θὰ εἴμαστε, Pupik καὶ Pupuss μου / Θὰ εἴμαστε / Ὧ Ἄλικη Ἀλίκη στὴ Χώρα τῶν Τραυμάτων
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, δὲν μᾶς ἀφοροῦσε παρὰ μόνον ἡ Διαλεκτικὴ Ποίηση/Στρατηγική / Ἤμασταν στὴν Προϊστορία τοῦ Ἔρωτος, στὴν Ἀρχαιολογία τῆς Ἁγάπης / Ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ ἄσχημα τοπία τῆς πόλης, τὰ ὀμόρφαινε τὸ βλέμμα μας / Άναζητούσαμε μὲ πάθος τὸ μονὸκλ τοῦ Tristan Tzara, τὴν νέα ἐκδοχὴ τῆς Liebesnacht καὶ τὴ βρίσκαμε τόσο στὸ Credo του Arvo Pärt ὅσο καὶ στο Yoo Doo Right τῶν Can / Ἔργα ποὺ ἔχουν συντεθεῖ στὴ φλογοβόλα ποίηση του 1968, αμφότερα / Κι ἔτσι ἀποκαθιστούσαμε περιπαθῶς κάποιες ἀσυνέχειες στὴν ἱστορία / Δὲν ἤμασταν ὀλετῆρες / Ἤμασταν μ᾽ έκείνους ποὺ ὀμορφαίνουν τὴ μοίρα ράβοντας καὶ μπαλώνοντας τὰ κουρέλια τοῦ Πάθους
Χανόμασταν χωνόμασταν χυνόμασταν στὰ χάσματα ὁ Ἕνας τοῦ Ἄλλου / Κι ὅταν ψελλίζαμε, ἀποκαμωμένοι λυτρωτικὰ ἀπὸ τὴν κλινοπάλη, ῾῾Σαγαπῶ᾽᾽ / κλείναμε τὸ τετραπλὸ γαλαζοκόκκινο μάτι μας / στοὺς Lovers τοῦ κόσμου ὅλου / Στοὺς Leaders τῶν ματαιωμένων & ματωμένων ἐξεγέρσεων / Τούς λέγαμε: ῾῾Μὲ τὴν εὐλογία Σας θὰ τὰ καταφέρουμε καλύτερα, θεμελιώνουμε τὴν Ὑπόθεσή μας στὸ μηδέν, σύμμαχους ἔχουμε τὴν Ἀστρόσκονη, τὴν Πεταλούδα, καὶ τὴν Καμέλια, τίποτε ἄλλο δὲν ἐμπιστευόμαστε᾽᾽/ Χαλάσματα χορταριασμένα γύρω μας / Φορᾶμε τὸ μονὸκλ τοῦ Tzara, μιλᾶμε στὸν πληθυντικὸ / Τὸ βλέμμα τοῦ Rimbaud σοβεῖ πίσω ἀπ᾽ τὰ μαῦρα & κόκκινα γυαλιά μας
Ἀνακαλύπταμε τὶς χάρες & τὶς χαρὲς τῆς Παιδικῆς Ἡλικίας / Θύαμε στὰ Θέλγητρα τῆς Θλίψης / Ἡ Μελαγχολία ἦταν ἡ Μάνα μας / Πατέρας μας ἦταν ὁ Πόθος / Τὸ σκάκι καὶ τὸ σκρὰμπλ ἦσαντε τ᾽ ἀθύρματά μας / Ὅλη τἠ νύχτα, κάθε νύχτα, παίζαμε τὸ σεῖστρον, τὸ γιουκαλίλι, τὴν καζοῦ / Κυρίαρχο πάθος μας ἦταν ἡ λήθη / Τρεφόμασταν μὲ πεταλουδόσκονη, μὲ καραμέλες Ραντεβοῦ, μὲ ζαχαρωμένα ροδοπέταλα / Τὰ τελευταῖα μᾶς τὰ προμήθευε ὁ David Foster Wallace ἀπὸ τὶς Ἁποθῆκες τ᾽ Ουρανοῦ / Ἡ ἐργασία μας ἦταν ν᾽ απελευθερώνουμε γεράκια καὶ χρυσαετοὺς / Ἡ ἀγάπη μας ἦταν ρεβόλβερ / Κανεὶς δὲν μᾶς πλησίαζε χωρὶς νὰ κινδυνεύει
Γιῶργος-Ἴκαρος Μπαμπασάκης
Ἐρωτευμένη Κυψέλη, 06.09.2020
[Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ SUBLIME-F, ἐν εξελίξει ἔργο ἐρωτικῆς αὐτοβιολογίας]