“Venus Meretrix”
ή
Pseudo-Blues
(prose song “written on a toilet roll”)
Είχε πολλά να πει και τά ‘λεγε χύμα
Ποτά σφηνάκια και κεράσματα για να ξεράσει
Μια ολόκληρη ζωή γύρω απ’ τό σπέρμα
Που φαντασίωνε στην πρώτη νιότη
Ότι αναβλύζει σαν πίδακας σ’ ένα φαράγγι
Και αργότερα -κοντά δεκάξι-
Έπαιρνε στη σειρά
Όποιον απαντούσε στο δρόμο και τον βόλευε
Χωρίς διακρίσεις και φραγμούς
Στη στάση στα σκοτεινά
Στο στρίμωγμα τού αστικού
Μες στο ταξί κολλώντας
Στην κίνηση στα κορναρίσματα και τις φωνές
Ανθρώπων αγριεμένων για το τίποτα
Ανθρώπων που ένιωθαν ότι έχαναν το μέλλον
Χιλιάδες εικόνες να περνούν σαν ταινία μπροστά μου
Τόσες στιγμές ηδονικές στον τεντωμένο χρόνο
Σα φουσκωμένος ποταμός στις εκβολές του
Ενώ μιλούσε και ανεβοκατέβαινε όμορφα το στήθος της
Καρπός μισοκρυμμένος στη φυλλωσιά
Δέντρου που λικνιζόταν αργά στα χείλη τού ανέμου•
Κράτησε μια σκηνή η μνήμη
Σε κάποιο λεωφορείο
Στη διαδρομή Νέα Βύσσα~Διαβατά φίσκα στον κόσμο
Όπου ένας άγνωστος μέσα στη νύχτα
Τέλειωσε -είπε- τρεις φορές -και γέλασε-
Στο στόμα και στο χέρι της• τη φώναζαν Ντιάνα
Και ίσως πηδώντας καραβιές ανθρώπων
Για τα λεφτά ή την πλάκα της
Να νόμιζε ότι έτσι σοδομίζει τη σκατοζωή
Και τα ψευτρόνια της
Τους καθώς πρέπει και τους δήθεν
Που λένε στο αφτί
Ευχές και λόγια παρήγορα για το αύριο
Σ’ αυτό το βόθρο όπου τσαλαβουτάμε
Και κανείς δε λέει να ρίξει
Ένα σχοινί ένα κλαδί ένα κάτι
Να μας τραβήξει ψηλά και πιο πάνω
Στον αέρα με το τραγούδι των πουλιών
Μέχρι το ράμφος τ’ ουρανού•
Κι ακόμη αναρωτιέμαι
Πώς κύλησαν χρόνια και ζαμάνια από τότε
Και τη θυμάμαι να χαμογελάει
Με τα μαλλιά πιασμένα πίσω
Λες και βαδίζοντας θα τύπωνε
Στο χώμα το σανδάλι της
Τα Ἕπου & ἀκολούθι
Φυσώντας το γλυκό σουραύλι – η Ντιάνα
Που άκουγες παντού να ψιθυρίζουν τ’ όνομά της
Από τα ήρεμα μέρη μέχρι τη βοή τού λιμανιού•
memoria carnalis
Θα μπορούσε να είχε γραφτεί ένα ποίημα
Μόνο για τις ρώγες τού στήθους σου
(Που κάτω απ’ τό ύφασμα των ρούχων
Ζωγραφίζονται
Να βγάζουν γλώσσα στις αισθήσεις)•να
Γραφτούν τόσα λόγια ακόμη
Λες και θα υπήρχε μια πιθανότητα να ξεχαστείς
Να σε πάρει μαζί της η λήθη
Μαζί με όλα τα ασήμαντα μιας μέρας
Όπως τους τσακωμούς στα μπαρ
Και τα σπασμένα μπουκάλια
Και το άγριο βλέμμα ενός αστυφύλακα
Που ίσως να ήταν – απ’ όσο θυμάμαι
Το καύκαλό του –
Ο χαμένος κρίκος στην αλυσίδα τού Δαρβίνου•
Όπως και δε θα μπορούσαν να ξεχαστούν τα ξημερώματα
Τόσα πουλιά που κελαηδούν με τη φωνή σου
Σε μια φωλιά θαρρείς από άστρα•