Εργασία του πένθους και έφοδος προς τον ουρανό, υπομνηματίζει ο ποιητής Νίκος Καρούζος. Και ίσως να μην υπήρξε ποτέ τόσο ακριβής της ποίησης προσδιορισμός. Το αιώνιο ερώτημα θα μπορούσε να είχε απαντηθεί, λοιπόν. Τα ποιήματα θα μπορούσαν να γράφονται και να ξεπερνιούνται όπως ακριβώς συμβαίνει με όλες τις μόδες. Κάτι αντίστοιχο με τα διαρκώς νέα μοντέλα των κατασκευαστών αυτοκινήτων. Όμως, για το καλό όλων μας, υπάρχει πάντα ο ποιητής για να αμφισβητεί την απόλυτη των πραγμάτων ορθοδοξία. Ο ποιητής που σβήνει για πάντα τις μέρες του κρύου και σαν τους καλούς ανθρώπους αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρανάλωμα του κόσμου.
Ο Αργύρης Χιόνης εκτείνεται σε όλες τις λέξεις αυτού του μικρού αφιερώματος. Εκείνο το ακατόρθωτο της απόστασης σβήνει με το ταλέντο του να αισθάνεται τον κόσμο. Μέλος της γενιάς του ΄70 μαζί με τους Γιώργο Μαρκόπουλο, Γιάννη Βαρβέρη, Γιάννη Κοντό, Τασούλα Καραϊσκάκη, Αντώνη Φωστιέρη, Στέλιο Λύτρα και τόσους άλλους που σκεπάζει η αχλύ του κόσμου , οι ασύλληπτες ταχύτητες του αιώνα μας σηματοδοτούν την μεταστροφή της εντόπιας ποιητικής δημιουργίας. Εγγύτεροι στην υφολογία της πόλης, στους χίλιους και έναν τύπους των ανθρώπων που συνωστίζονται μες στα όριά της, μυστηριώδεις, με καταβολές από το μυθιστόρημα του Πεντζίκη και τον Καρυωτάκη, διακριτικά αισθαντικοί, όπως ακριβώς δίδαξε ο Κ. Καβάφης. Η διεθνής ποιητική παραγωγή, που αναδεικνύει μια σειρά από σπουδαίους δημιουργούς, μετατρέπεται στο υλικό της μετάφρασης. Το προσωπικό ιδίωμα, ανεπαισθήτως, δανείζεται από τον κόσμο που αλλάζει, δίχως ακόμη να έχει δώσει τ’ οριστικό, το αμετάκλητο. Η γενιά του 1970 μπολιάζει ανεπανάληπτα την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή με το συνδετικό ιστό της, με το κύρος της φωνής που, κατά το ανθρωπινότερο, προσεγγίζει την μοναξιά του αιώνα δίχως να χάνει τον σκοπό της, που δεν είναι άλλος από το να αγαπήσει και να περιγράψει την μαγεμένη, την κρυμμένη, εκείνη που ποτέ της δεν μίλησε στον βασιλιά.
Ο Αργύρης Χιόνης κατατάσσεται σήμερα ανάμεσα στους σημαντικότερους δημιουργούς της γενιάς του. Η αναπάντεχη απώλειά του στέρησε από τα ελληνικά γράμματα μια αυθεντική φωνή, έναν μαιτρ της εξτραβαγκάντζα που με κομψό τρόπο ανατρέπει γραμμές, σήματα, σύρματα, την ερμητική πόρτα γκρεμίζει γυρεύοντας με πρόζες και στίχους να αντέξει την ώρα του θανάτου.
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στα Σεπόλια. Δούλεψε σε διάφορες ειδικότητες προτού απασχοληθεί ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Έπειτα από δέκα χρόνια θα εγκαταλείψει την θέση του. Στο κορινθιακό χωριό Θροφαρί, στα ορεινά του Κιάτου, θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής και εκεί θα ταφεί. Πρωταρχικός σκοπός του, έξω και πέρα από την μονομέρεια της τέχνης του, δεν υπήρξε άλλος από τον αιφνιδιασμό των καθιερωμένων συνθηκών. Μια διακριτική μεταστροφή, που τελικά μάς επιβάλλεται, μια πόρτα μισάνοιχτη που αντικρίζει κατάματα το σούρουπο, συνοψίζουν τους σκοπούς του βαθύτατου λειτουργήματός του. Μα το πάθος του το πιο απερίγραπτο συνιστά η εκκωφαντική συγνώμη και η διάθεση μ’ ένα μονάχα σπίρτο να βάλει φωτιά στις άμαθες στους υπαινιγμούς καρδιές μας. Τοπίο του η γλώσσα, σημαία του ο άνθρωπος . Η λύπη του ,πικρό νερό του απογεύματος. Ποίηση αποκαλυπτική, σπίτι στο φως του καλοκαιρού, η ποίηση του Α. Χιόνη.
Ετούτο το σημείωμα τίποτε δεν θα πει καινούριο, πιστεύοντας βαθιά στην υπαρκτή και απίθανη ευεργεσία του ποιητή. Εκείνον, οι καθαροί γκρεμοί του Ρόμπινσον, τον αφήνουν τόσο μα τόσο αδιάφορο. Ολόψυχα δίνεται και προχωρεί προς την αθανασία, την πίκρα, αφήνοντας χαρτονένια φιλιά στα χίλια στόματα της μοίρας.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ
Βοχαίτικες πεδιάδες
Το Θροφαρί, χωριό του νομού Κορινθίας τοποθετείται στους πρόποδες του όρους Ζήρια. Η σκιά του βουνού δεσπόζει πάνω από την βοχαΐτικη πεδιάδα. Χιονισμένο, με τους αντικατοπτρισμούς του ήλιου στα πανιά του, το βουνό κυριαρχεί. Μια σειρά από χωριά βρίσκονται στα πλατώματα που σχηματίζει το σκληρό υλικό της πέτρας. Μικρές εύφορες πεδιάδες συνοψίζουν την εικονογραφία αυτών των μυστικών θαυμάτων που προκύπτουν όλο έκπληξη επάνω στην στροφή του δρόμου.
Το Θροφαρί μετρά μερικές εκατοντάδες κατοίκους. Οι σχετικές απογραφές επιβεβαιώνουν την ίδια ραγδαία πτώση του πληθυσμού, σημείο των καιρών ή συνέπεια της απαξίωσης ενός κόσμου αγροτικού, μιας ελληνικής επαρχίας που τροφοδότησε και εξακολουθεί να τροφοδοτεί τα μεγάλααστικά κέντρα. Να διατηρεί άσβηστο το ιδίωμα της παράδοσης, να συντηρεί την ίδια ευαισθησία, την ίδια μέθοδο στο αίσθημα αυτού του κόσμου, την ίδια τραχύτητα στην πίστη, τον λόγο πάνω στον μύθο, ώσπου να γεννηθεί αυτό που ονομάζει αλλιώς την ζωή. Δύσκολα, μοναχικά, ακατάληπτα.
Ο Ντίνος Βλαχογιάννης, ποιητής και σημαίνουσα προσωπικότητα των γραμμάτων, συνδέεται με το μέρος. Ποιητής και πεζογράφος με λαμπρή και συνεπή παρουσία στα διεθνή γράμματα, παρέμεινε καθ΄όλη την διάρκεια του βίου του λάτρης του εξαίσιου τοπίου που χαρακτηρίζει τα χωριά της Ζήριας.
Όσοι κάποτε περιηγήθηκαν σε αυτούς τους μεταφυσικούς τόπους, γνωρίζουν πού γεννήθηκαν οι μύθοι, γνωρίζουν πως σε αυτές τις πηγές έσκυψαν και ήπιαν νερό οι μικροί θεοί και οι νύμφες. Τα οράματα αυτής εδώ της γλώσσας συνιστούν ένα τρόπο να περιγραφεί αυτό το άρρητο, που δεν μπορεί παρά να είναι μνήμη των ματιών. Στοιχεία από την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου υπομνηματίζονται στο τοπίο. Άνθρωποι και χώμα σε μια αδιαίρετη σχέση, σχέση ζωής και θανάτου, ένα ιδανικό ανάλογο του Γιαννιώτη ποιητή και πεζογράφου Νίκου Χουλιάρα. Τόσες και τόσες φωνές πλέκουν εκεί έξω. Με το χώμα εντός τους, σκύβοντας, βλέποντας βαθιά μέσα τους οι άνθρωποι σε αυτήν την γωνιά δανείζονται από τις εποχές. Ανάμεσά τους, πρώτος στις φωτιές και τα ποιήματα ο Αργύρης Χιόνης, που κοιμάται εδώ και χρόνια στα εύφορα χώματα του όρους Κυλλήνη. Ο ποιητής που έτσι αναπάντεχα έφυγε πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στα γράμματά μας. Άνθρωπος του μόχθου και του πνεύματος παρέμεινε μοιρασμένος ανάμεσα σε δυο κόσμους, λέγοντας εκείνο το μεγάλο ναι που μόνο οι ποιητές μπορούν να νιώσουν. Ο Χιόνης έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Θροφαρί. Μερικά από τα ποιήματά του ίσως να πέταξαν για πρώτη φορά δειλά πάνω από τον κάμπο. Ακόμη ταξιδεύουν, συγκινώντας, προφέροντας σαν φάρσα και σαν θλίψη ανείπωτη μερικές απαραβίαστες αλήθειες για την ζωή μας. Στις 25/12/2011 ο Αργύρης Χιόνης περνά στην ιστορία, έτσι αναπάντεχα, δίχως προειδοποίηση. Ας πούμε πως για εκείνη και μόνο την στιγμή υπήρξε ένα άστρο. Γινόταν λέει θυσία σε ένα παιδί που προσεύχεται, ιδανικός και ανάξιος εραστής της κορινθιακής γης. Δεν υπάρχει, βλέπετε, άλλος τρόπος για να πεθάνει ένα άστρο.
Μερικά χρόνια από τον θάνατο του σημαντικού ποιητή, εκπροσώπου της ποιητικής γενιάς του 1970, το έργο του επανέρχεται στο προσκήνιο. Τα ποιήματα, οι μεταφράσεις, η πρόζα του αποκαλύπτουν την ιδιόρρυθμη φωνή του. Ο τρόπος που διαβάζει τον κόσμο, θα περιέχει πάντα την ειρωνεία και την λύπη. Ο τρόπος του θα ανήκει πάντα, -τώρα το ξέρω καλά-, σε εκείνους τους εκπληκτικούς μίμους που κρατούν ζωντανό το θέατρο του δρόμου. Την ώρα που ησυχάζουν και έτσι δίχως αφορμή βγάζουν μέσα από το μαντήλι τους ένα βιολί ή ένα τριαντάφυλλο, ανίδεοι από τα θαύματα που απλόχερα χαρίζουν.
Ο Αργύρης Χιόνης κοιμάται εδώ και χρόνια. Παλεύει με τα τραγούδια στα μαρμαρένια αλώνια, πότε πέφτει, πότε πλημμυρίζει από αγάπη για τα πλάσματα του κόσμου, τις αδυναμίες τους, την εγγενή τους προθυμία στην καταστροφή. Στέκει στην μικρή του σκηνή, ασκούμενος στις γυμνοπαιδίες που ως γνωστόν απαιτούν ξεκάθαρη καρδιά και τις αργές μα ακατάλυτες κινήσεις των λεπτοδεικτών αυτού του κόσμου. Τον βλέπουν οι νύχτες, σκύβουν πάνω από τον ποιητή και τον νοσταλγούν. Όσο για τα ποιήματά του, αυτά ακολουθούν ασύδοτα το πέταγμα των πουλιών. Σκορπίζουν σαν να ‘πεσε μια τουφεκιά στα σύνορα του κόσμου, πίνουν από το φως, απατηλά πλανώνται στο σκοτάδι και κυμαίνονται. Μέσα ναυαγοσωστικά και αιώνιες χειρονομίες, είπαν οι ποιητές σε κάποιο γράμμα τους, υλικό μονωτικό της ψυχής.
Τον φέρνω στο νου μου να ταξιδεύει αδιάκοπα μες στο πέλαγο. Ευτυχισμένος, η βάρκα του γεμάτη στάχτες, έτσι είναι ο θάνατος. Δεν ξεχωρίζει μες στο ίδιο χρώμα που καίγεται, δεν ξεχωρίζει. Μόνο κάποια στιγμή, όταν όλοι διαβαίνουμε ανυποψίαστοι, απελευθερώνει πουλιά και τριαντάφυλλα από τα ύφαλα του μικρού ιστιοφόρου του. Ακούνε οι σειρήνες, όπου και αν βρίσκονται και συγχωρούν τα πλοία με τους ναύτες τους. Ανοίγει ένα παράθυρο, προβάλλουν ολάνθιστες της μοίρας οι τροπές. Ο ποιητής Αργύρης Χιόνης ξεχύνεται στις απολαύσεις του χρόνου. Πίσω του αφήνει μονάχα ποιήματα και ένα ολιγόλογο σημείωμα.
Για την μεγάλη σας μοναξιά, με αγάπη Αργύρης.
Όταν χάνεται ένας ποιητής, ανάβουν δυνατότερα τα άστρα. Φυσά ένας ξαφνικός άνεμος, μαζεύει τις λέξεις του, όλα τα υπάρχοντά του κλείνει στις ασφυκτικές νεκρολογίες. Σκαλίζει το όνομά του, για καθέναν ένα σκαλί και τίποτε. Εκεί που κατόρθωσε να φτάσει, παραμένει γραμμένο το όνομά του. Χιλιάδες θα διαβούν από πάνω του, κάποιοι θα δανειστούν από τις λέξεις του, κάποιοι θα σταθούν και θα κλάψουν, κάποιοι θα θυμηθούν. Όμως η μοίρα του ποιητή που χάνεται, είμαι τώρα πια βέβαιος, ανάβει λίγο περισσότερο τα άστρα φίλε μου. Υπάρχει μια σφαίρα, κάτι σαν το κενοτάφιο του Blondel με το αθεράπευτο φως. Μέσα της κοιμούνται οι χαμένοι ποιητές, κάτω από αίθρια και σπαρακτικές φωνές πουλιών διδάσκουν τους στίχους τους. Κρατούν ζωντανές τις αναμνήσεις τους, αυτό είναι όλο και όλο που διασώζει τα ποιήματα. Όσα χρόνια και αν περάσουν, όσο και αν αυτή η πρόζα μοιάζει λησμονημένη, η μοναξιά που οδηγεί στον άλλον, γεννά κάποτε στίχους στους κήπους με τα παραδείσια πουλιά και τα τρομερά όνειρα, τις παράξενες πλατείες, τους φίλους πάνω στα σύρματα, τους σχοινοβάτες, όσους μες σε κάποιο δωμάτιο φτιάχνουν χάρτινες πανοπλίες. Ξαναγράφουν την ιστορία. Σε κάποιο δωμάτιο στις γειτονιές των στρατοπέδων και των υφαντουργείων κρατούν ζωντανό το σπασμένο κρίνο.
Το αίμα των ποιητών δεν πεθαίνει, στα μάτια τους ζει το όνειρο ενός βυθού που ξυπνά, Μήδειες, Ιφιγένειες, Μινώταυροι, χαμένες ευκαιρίες, ταξιαρχίες που περνούν μέσα από την κόλαση της ιστορίας. Ίσως τους αναγνωρίσετε σε όσους πίνουν και μεθούν και οργίζονται πολύ, όπως σημείωνε κάποτε ο Μαρωνίτης, ίσως τους δείτε να ζωγραφίζουν τροπικούς κατάσαρκα στην πόλη. Η καλοσύνη τους μια κρυμμένη αυλή, στίχος στα γραπτά του αδικοχαμένου Γιώργου Β. Μακρή χρόνια πριν στους πρόποδες της δεξαμενής. Οι ποιητές γνέφουν με γκαζολάμπες από την ακτή, η ζωή τους σινιάλα για αυτούς που παλεύουν με τα κύματα. Οι ποιητές σηκώνουν απελπισμένα τα χέρια, με δάκρυα στα μάτια κουβαλούν την αίσθηση του κόσμου μέσα τους. Και όπου και αν ζουν, τραγουδούν το δικαίωμα της ζωής που σπάει, που έγινε κομμάτια, τίποτε.
Η σιωπή του είναι ένα άγριο ζώο. Ζει σπαραχτικά γύρω από τα πόδια του Αργύρη Χιόνη. Τον κρατά μακριά από τις πόλεις της ζωής του, ο ποιητής υπάρχει ως το τέλος μονάχα για τους στίχους του. Στα ερείπια της Κορίνθου υπάρχουν ίχνη από την εμπλοκή του με τον κόσμο τον δικό μας. Το ήθος του ανήκει στο είδος του πολεμικού αγίου που αφοσιώνεται στον σκοπό και το σχήμα. Μοναδική παραφωνία ετούτο το τελευταίο που καταργείται στις εργασίες του Χιόνη, δίνοντας την θέση του στις ανατροπές της πραγματικότητας, στην διατύπωση καίριων ερωτημάτων με φυσικότητα παιδική. Στην διαμόρφωση των όρων μιας ανέγγιχτης έκπληξης, πλασμένης με τα υλικά των μυθιστορημάτων. Από τον εξωτικό του κόσμο και από κάθε άλλο σημείο της γης γκρεμίζει με τους στίχους του το απολιθωμένο ντεκόρ της νεοελληνικής πρόζας. Η μόνη terra incognita που γυρεύει ο Αργύρης Χιόνης δεν είναι άλλη από την Ατλαντίδα των ποιημάτων, την Αμοργό του που κάηκε από την ομορφιά και το φως.
Στους στίχους του υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ειπωθεί το άρρητο. Ψυχοστασίες και αφελείς ανταποκρίσεις από τον ολόδικό του κόσμο κοντράρουν τον ολοκαίνουριο θεό της εποχής μας. Τα γκρίζα του μαλλιά, η βαριά του διάθεση, η απεριόριστη λογική του κερδίζουν την ποίηση στα σημεία. Ωστόσο, υπάρχουν πάντα τα φανταστικά του ζώα , οι μικρές παραβολές που έχουν για έμπιστό τους δυο διψασμένα χείλη, μια γυναίκα ορχήστρα που φυσά τα λόγια της μέσα από τα κοχύλια του Πάμπλο, μια μικρή αυτοβιογραφία αφιερωμένη στον μελετητή του μέλλοντος που φωτίζει μια ολόκληρη ζωή. Ο Αργύρης Χιόνης συλλαμβάνει τον ρυθμό της ζωής και σαν άλλος Λύτρας των αστραφτερώνλευκών αμαξιών προβαίνει στα μικρά, συλλειτουργεί και κοινωνά τον στίχο, τον σχίνο, το θυμάρι. Ο κόσμος του, κόσμος φτιαγμένος από την ομορφιά και τις πίκρες μωρό μου, ένας κόσμος που εκτείνεται πέρα από την ομορφιά ως το δοκίμιο του λυτρωτικού έρωτα. Σαν τον Γκωγκέν, που ξαναζεί όλες τις εποχές πλάι στη μικρή ιθαγενή, ο Α. Χιόνης γνωρίζει καλά πως ανάμεσα σε αυτά τα άκρα εκτείνεται ο ήχος από το ηρωικό και πένθιμο ταμπούρλο του. Ποιήματα του μεσημεριού, που τελειώνουν με τις δροσιές, άνθρωποι και ιδέες.
Ο Χιόνης θα μπορούσε να σταθεί σήμερα ως ένας χρονικογράφος της εποχής του, κάποιος που ξέρει να διακρίνει τα σημάδια, που με παραβολές κοινωνεί τον παλμό του. Στα ποιήματά του, που καλύπτουν σαράντα σχεδόν χρόνια ενασχόλησης με την ποίηση, φέγγουν χώματα, φεγγάρια, ήττες, κάτι από την πανάρχαια σύνοψη της ζωής. Στο πηγάδι του βίου του, ο ασκητής Α. Χιόνης αναγνωρίζει την βυθισμένη μνηστή της Κορίνθου και υποτάσσεται στα άνθη και τις χίμαιρες που αντηχούν στα βουνά της γέννησής του. Υπάρχει κάτι από την πόλη στα ποιήματά του, υπάρχουν τα δέντρα της, οι άνθρωποί της, οι κερένιες κούκλες που κάθε τέτοια μέρα γυρεύουν την καλύτερη μοναξιά.
Ο Αργύρης Χιόνης σκηνοθετεί τα ποιήματά του, τα εντάσσει σε ένα γέλιο βυθισμένο, στην οδύνη και τις μέρες που μας πετροβολούν ακάθεκτες. Αν κάποιος αλυσωμένος κλείσει τα μάτια του, λέει ο Οκτάβιο Παζ, ίσως αυτός ο κόσμος να γίνει κομμάτια. Όμως ο Αργύρης Χιόνης τα κρατά επίμονα ανοιχτά, τις ενδιάμεσες στιγμές κυνηγά, τα πρόσωπα δίχως τις μάσκες, με τα ντενεκεδένια κοστούμια τους, τρομάζοντας το γελοίο που προίκισε την εποχή μας. Στο πλούσιο σύμπαν του Χιόνη που συνδυάζει δέντρα και ευλαβικές προσευχές κατοικεί το μηδέν του χαμού και η συνείδηση μιας παλιάς καλής ιστορίας. Δίψα, κέρδος, δεν χωρούν στο μικρό, ορεινό του σύμπαν. Οι τέσσερις πλευρές του ανέμου, οι τέσσερις τοίχοι ενός σπιτιού με τις εντυπώσεις του για τον κόσμο και τις εκδοχές του μονοπωλούν τις πρόζες του, καθώς ο ίδιος ζει τον ρυθμό, το δάκρυ μας, το όνειρό του το πελοποννησιακό που δεν ανήκει πουθενά αλλού. Φορά τα ρούχα της ποίησης, μες σε αυτά μονάχα θα ζήσει. Για αυτό και η φωνή του που προσβλέπει για πάντα στα τραγούδια, για αυτό και ο άδειος ουρανός μας που τον προσφέρει, ιππεύοντας, ω ναι, ιππεύοντας τις νύχτες, τζαζ τραγούδια που φτεροκοπούν πάνω από τα κεφάλια, μες στα δωμάτια, ω ναι, όταν λιώνουν τα χέρια από τις αγωνίες, προσπαθώντας τα ποιήματα, κατορθώνοντας το γεγονός τους. Κάτι πολύ περισσότερο από την ίδια την ποίηση, κάτι ευθύβολο στις καρδιές που δεν είναι φτιαγμένο από σύνεση αλλά από την αστείρευτη αίσθηση του κόσμου. Λέξεις παθητικά υποταγμένες στο προορισμένο, οι χίλιες και μία απασφαλισμένες φωνές του Αργύρη Χιόνη.
Ο Αργύρης Χιόνης κρεμά σταθερά κάδρα, προσδίδει στην παρατήρηση την έννοια μιας ιδέας. Η δική του κάμερα δικαιώνει όσους ονειρεύτηκαν τους στοχαζόμενους ανθρώπους. Τα ποιήματά του μετέωρα, μικρές πολαρόιντ της ψυχής του, διαθέτουν την πόζα μιας φίνας, ανδρικής μελαγχολίας. Όχι, όχι, κανένας ηρωισμός στους στίχους του ποιητή, παρά μόνον συντρίμμια από αντιθετικούς έρωτες στα νεοκλασικά της Κολοκυνθούς, δυο Καρυάτιδες σύμβολα μες στα χωράφια, πνιγμένα κορίτσια, δράμα δίχως τέλος. Ο πόνος του Χιόνη είναι ο ιδανικός, ο μετρημένος, η πίκρα του ιδανική και εκείνη, το ύφος του περήφανο σαν τις αρχιτεκτονικές των ωραίων σπιτιών με τα αετώματα , τα περιστύλια και τους φοίνικες.
Το ξύλινο εικονοστάσι συντηρήθηκε και τοποθετήθηκε ξανά ψηλά στην οροφή. Ο άγιος παραπέμπει σε μια στρατιωτική φιγούρα και με μια περήφανη κίνηση ιππεύει το άλογό του. Χρυσά φύλλα, δαμασκηνιά φορέματα, η άγρια τιμωρία, ο θάνατος που στο πλάι του Θεού φαντάζει παρηγορητικός. Πρόκειται για μια ξύλινη κατασκευή που χρονολογείται ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Στην κορυφή του που μιμείται ως μικρογραφία το τύμπανο της ακροπόλεως ή μια πρόσοψη πρώιμης βασιλικής, ο τεχνίτης δεν σκάλισε τίποτε. Ίσως δεν πρόλαβε, ίσως ο θάνατος που φθάνει πάντα ξαφνικός παίρνοντας την όψη ενός στρατιώτη μες σε κατάμαυρο φόντο να είναι η αιτία. Ήταν υπέροχο και η θέση του μοναδική μες στο παγωμένο σπίτι. Μα περισσότερο από όλα τον άγγιξαν κάτι παλιέ, ασημωμένες εικόνες με κατάμαυρα πρόσωπα. Μια σειρά μικρές φλογίτσες είχαν δώσει την ζωή τους για αυτές τις μοναδικές πιετά.
Οι εικόνες μοιάζουν ασημένιες, όμως η πατίνα του καιρού έχει συντρίψει με το θάμπος της το παλιό καλό μέταλλο. Ωστόσο, παραμένει ενδιαφέρον πως η μορφή στα εικονίσματα, θυμίζει εκείνον τον άγγελο με τα σκοτωμένα φτερά που φεύγει για το μέλλον. Θα έκλαιγε σαν άνθρωπος, μες στους λυγμούς του θα τραγουδούσε,
η πεθυμιά μου ήταν
της προσφοράς την προθυμία
ν’ απολαύσω