[…Η Μαρία Κάλλας φαντάζει σήμερα
Με μια μονοσήμαντη και
Μνημειώδη,
Μουσική χειρονομία…]
[…Την είδαν να περιφέρεται στους δρόμους της Κολχίδας. Είχε στα χέρια της τον σκοτωμένο Μέρμερο, τα αφιερωματικά τραγούδια της πρώτης άνοιξης χαλούσαν τον κόσμο. Περνούσε από τις ντάπιες, τους προμαχώνες, γκρέμιζε τις αγορές. Παντού έλεγαν το όνομά της, ωραίοι νέοι σαν ίσκιοι πουλιών έπαιζαν τα όργανά τους και χόρευαν γύρω από τους βωμούς. Δεν την ρώτησαν τίποτε, μονάχα ζωγράφιζαν τα χρυσά κριθάρια που γεννιόντουσαν κάτω από τον ήλιο. Είχε στα χέρια της ζωγραφισμένο το αίμα, αρμένικες μελωδίες και τραγουδιστές φωνές των μαχητών συντρόφευαν το πέρασμά της. Ολόκληρη η Κολχίδα κρατιόταν από τα άγρια μεσημέρια και οι καθισμένοι άνθρωποι των αγορών έσκυβαν το κεφάλι στο πέρασμά της, να μην την δουν, να μην την δουν. Κανείς δεν τ΄ομολόγησε, κανείς δεν το΄πε πως απόψε η Μήδεια έκλεψε για πάντα την καρδιά του βασιλιά της. Σφραγισμένες πεταλούδες τα βλέμματα του Μέρμερου, το κοίταγμα του το σβησμένο, αντίκρισμα παροντικό και μελλούμενο. Έτσι αρμόζει στις γυναίκες που βρίσκουν εντός τους την πρώτη φύση. Δεν είναι πλαστικός ο χαρακτήρας της Μήδειας, άτεγκτη πορεύεται στην αγκαλιά του Αχιλλέα. Σωπαίνουν οι Αχερουσίες την ώρα που η Μήδεια της Κολχίδας περνά στην σφαίρα του μύθου της. Εκείνο το κακό που έκανε, δεν συνιστά παρά μια απόδειξη πικρή του απολιθωμένου της έρωτα. Μεγάλη, πέτρινη μορφή η Μήδεια παίρνει μαζί της στις σιωπές τις ξοδεμένες ώρες, τ΄άγριο φονικό με τα σκοτωμένα του χέρια. Δίχως τίποτε περνά και χάνεται σαν σφαίρα στα βάθη της Ασίας, εκεί που άλλοτε δέσποζε η Μηδία. Τίποτε δεν κοιτάζει, όλα τα αποστρέφεται πια και ανθρώπους και όνειρα. Σέρνει τα βήματά της μες στους στενούς δρόμους. Έξω από τα σπίτια στεγνώνουν τα ζωγραφισμένα μαχαίρια, φλεγόμενοι ανάπαιστοι πετούν σε όλες τις κατευθύνσεις αυτού του παλιού κόσμου. Τώρα θα γίνει ποτάμι, στις όχθες της θα τον προσμένει. Και όταν το εξομολογηθεί όλος ο κόσμος θα έρθει και θα σταθεί στο πλάι της, κόσμος απαλός, ήμερος, μητέρα που γέννησε και πάει. Και οι λυχνιστές που τέτοια ώρα πάντα μελετούν τις γραφές των πατέρων τους, και αυτοί ακόμη θα φανούν στο βάθος του δρόμου, άνδρες πύργοι πια, ζωές κυκλωτικές με χιονισμένα προσόψια, έρωτες παράφοροι.
Οι μεταπράτες και οι σφετεριστές την γύρεψαν μες στο παλάτι, θρεμμένοι από στερήσεις, άλλο φέρσιμο δεν είχαν έξω από το όνομά της που βαραίνει μες στον κόσμο των ανθρώπων. Τσακίζεται η καρδιά της Μήδειας, η ίδια φαντάζει επιβλητική μες στον κατάμαυρο μανδύα της. Την Κολχίδα δεν θα την ξαναδεί, μήτε θα δοθεί στον έρωτα και τον ανέφελο ουρανό. Λάμνει η Μήδεια, ίσια βαθιά σε τόπους αγαπημένους. Με τι να το στολίσει το πρόσωπό της , τώρα που χάθηκαν τα πίσω χρώματα , τώρα που τα δυο της παιδιά μεταμορφώθηκαν σε άστρα, ανάμεσα σε πέτρες χιλιόχρονες, με καταγωγή από την Ρώμη, την Αλεξάνδρεια και την αισθητική Αθήνα. Μες στο αρνητικό του φιλμ τα σκοτεινά της χέρια δεν λιγοστεύουν, ποτέ δεν γίνονται σοφά…]
¥
Το 1969 ο Πιερ Πάολο Παζολίνι παραχωρεί στην ιέρεια Μαρία Κάλλας, κατά κόσμον Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου τον εμβληματικό ρόλο της Μήδειας. Στην ομώνυμη ταινία του ο Ιταλός δημιουργός και στοχαστής αναπαράγει τον μύθο στην πρώτη του κοιτίδα. Η δική του Μαρία, πρωτόγονη και τελετουργική βαδίζει ξανά τους χρυσούς κάμπους της Κολχίδας, υποκύπτει με θέρμη στην παραφροσύνη του έρωτά της. Είναι η νύμφη ενός κόσμου ασώματου και νοερού, πλασμένου με την ένταση της ποίησης και την χωμάτινη, την λαϊκή εκδοχή του μύθου, όπως την μορφοποίησε ο Μιχάλης Κακογιάννης στα πρότυπα ενός ιεραρχικού κόσμου με την απλότητά του ασυναγώνιστη και συνάμα γλαφυρή στο μέτρο της. Ντυμένη τα βυζαντινά της άμφια η Μήδεια του Παζολίνι φορά το αγκάθινο στεφάνι που δεν σημαίνει τίποτε άλλο έξω και πέρα από την ντροπή του κόσμου. Το σύμπαν της δουλεμένο από την αμετροέπεια του σφοδρού έρωτα και τους θεούς που ταράζουν τα ανθρώπινη φρένα. Η Μήδεια του Πιερ Πάολο σημαίνει το είδος της βροχής το φερμένο από άλλα μονοπάτια, γεννά την αισθησιακή βακχεία, εκείνη την θερμή παραίνεση του ανθρώπου στο ένστικτο και την μυστική του, πρώτη φύση. Η Μαρία Κάλλας ενσαρκώνει δυναμικά την ολέθρια γυναίκα, την παράφορη αρχόντισσα που μες στην ανθρώπινη σπορά κερδίζει επάξια την τραγική της θέση. Με το μάτι του ζωγράφου, δίχως σκόρπιες ρητορείες και ωραιοποιήσεις, ο Παζολίνι τοποθετεί την ηρωίδα του στο μέσον του μύθου. Και εκείνη γεννημένη μέσα από το μαγνάδι του καπνού που όλα παράφορα και πελιδνά τα κάνει, εκτελεί το ιερό της χρέος απέναντι στον έρωτα. Την μεγαλοσύνη της που περιβάλλει ολόκληρη την Κολχίδα την ντύνει ο θάνατος. Την ιδέα της απέραντης φθοράς της την συντροφεύουν ολέθριοι αποχαιρετισμοί, το βλέμμα του Ιάσονα, η σκιά μες στις καρδιές. Προτού η Μήδεια χαθεί στα βάθη της Ασίας παραθέτει τον τρόπο της ζωής, ολοφώτιστη θα διατρέξει το προοίμιο της αθανασίας. Την συντροφεύουν μαύροι, ρωμαϊκοί ήλιοι και επάνω στο μέτωπό της έχει πια ζωγραφισμένους τους αστρικούς σχηματισμούς, μεταθέτοντας ολόκληρο το βάρος της ποίησής της προς την πλευρά της απώλειας, της ήττας. Μες σε αυτό το σύμπαν οι χαμένοι γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης, καλούνται να βρουν τον εαυτό τους, καταδικασμένοι να διαπράττουν ξανά και ξανά το ίδιο λάθος. Η Μήδεια του Παζολίνι καταπίνει το ίδιο το κορμί της, στις Κολχίδες επιστρέφει, σφοδρά ερωτευμένη σημαδεύει τον καιρό της και κάθε καιρό, μαχαιρώνοντας ελπίδες και όρκους, στοιχεία αναλλοίωτα των λαϊκότροπων ιστοριών που γεννά το δράμα της απλής ζωής. Πόσες φορές η Μήδεια σκοτώθηκε μες στην τεφρή ατμόσφαιρα, πόσες φορές με μάτια γυάλινα δεν σπάραξε το ίδιο της το αίμα, χαράσσοντας μια άλλη διαδρομή, σπαρμένη μάτια αγριωπά, δίψα και στέρηση του αντικατοπτρισμού. Εκεί την βρίσκει ο ποιητής φανερώνοντας τις χίλιες και μία όψεις του κόσμου που μας κληροδοτήθηκε.
Η Μήδεια του Πιερ Πάολο Παζολίνι με την αφοπλιστική Μαρία Κάλας θαυμάσια ζει και πεθαίνει. Ο έρωτάς της συνιστά ένα είδος ισοδύναμου του φεγγαριού του Προυστ που σε μια δίχως τέλος αναζήτηση γυρεύει να διαλύσει κτίσματα και καρδιές. Η θεμελιακή παρουσία της Μήδειας , μισή ορφική, μισή ανθρώπινη, τίποτε λιγότερο δεν την καθιστά από εκείνους τους φοβερούς και ανυπολόγιστους δείκτες, που υπολογίζουν αέναα τον δρόμο μες στις νύχτες. Στο κουρνιαχτό της πόλης περιφέρεται, χίλιες φορές νεκρή από τον έρωτα, με τα φτερά της λασπωμένα και το παιχνίδι του φιδιού στα δυο της μάτια. Η αρχόντισσα της Κολχίδας μεγαλώνει μια ψυχή νεκρή, του φόνου τον ίσκιο πλαταίνει, με τους σπαϊδες μακραίνει που καθώς λένε υπήρξαν πάντα οι πιο φημισμένοι ιππείς της περσικής αυτοκρατορίας.
Η Μαρία Κάλλας φορεί τα ρούχα της Μήδειας. Στο ύψος της ανέρχεται, στα χείλη την φιλά. Την ξυπνά μες στον χειμώνα της φριχτής της πράξης. Μες στην Κολχίδα ταξιδεύει, χάδι γίνεται στα ύφαλα της πολιτείας . Εντός της σαλεύει τ΄άγριο ζώο που της κατασπαράζει την καρδιά. Ολόκληρη η Κολχίδα του Παζολίνι αναβλύζει μαύρο ήλιο και μαύρο αίμα. Η Μαρία Κάλλας θα σταθεί στο ύψος της περίστασης, συνομιλώντας με την αχαλίνωτη, ελληνική ποίηση, αχνίζοντας την ίδια παλιά εκδίκηση, ως τις ραφές των ρούχων της, ως τις ραφές. Εκείνη που άλλοτε ήμερα κωπηλατούσε μες στους παγωμένους αιώνες, τώρα ξεσηκώνεται με την πολλή της θερμότητα και το ωραίο σχήμα των χειλιών της.
Η Μήδεια και η δική μας Μαρία τώρα κατοικούν στα ίδια άστρα, δυο απαράμιλλα μνημεία της ανθρώπινης εξάντλησης και της πιο άγιας γυμνότητας. Τις ζωγράφισε ο Πιερ Πάολο καθώς εξέρχονταν των υδάτων, μες στην σκόνη που σαλεύει πλάι στις γενιές. Λίγο πριν το τέλος, η Μαρία Κάλλας ενδύεται δίχως περιστροφές το μεγάλο πεπρωμένο του φόνου, όπως το τραγούδησε ο Τάσος Λειβαδίτης και μεταμορφώνεται μεμιάς στο χνούδι αυτού του κόσμου, την πιο υποδόρια φλέβα του.
Η Μαρία Κάλλας εγκατέλειψε τούτο τον κόσμο μια μέρα σαν σήμερα, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Η κινηματογραφική της παρουσία δεν στέφθηκε με την ανάλογη επιτυχία, συνέπεια ίσως και της συνεργασίας της με τον Ιταλό ποιητή και σκηνοθέτη. Απέδειξε ωστόσο πως ακόμη και μες στην ένταση των σπασμών της βιογραφίας της που μετρούσε τις ύστερες σελίδες της, παρέμενε το πιο γλαφυρό γέννημα ενός νεοελληνικού, μισοτελειωμένου σκιοφωτισμού και ίσως ακόμη, το ρίγος της ίδιας της καρδιάς της.
Απόστολος Θηβαίος