Δίψα για ζωή
Σε μια πόλη άδεια από το μυστήριο του Θεού, δεν μπορείς παρά να δολοπλοκείς. Ή να ερωτεύεσαι ξανά και ξανά εσένα, μάταια/ανώφελα/άκαρπα. Άρα να μην ερωτεύεσαι. Μπορείς να συνωμοτείς. Αλλά δεν έχεις πια λόγο να το κάνεις. Καιρός να επανεφεύρεις το μυστήριο του Θεού. Έστω, στα ψέματα. Να παίξεις πάντως. Να μπεις στην Περιπέτεια.
Στο Νότο, στη Νότια Ζώνη, ο ίλιγγος δεν είναι από την ταχύτητα των μηχανημάτων, δεν είναι έξωθεν, είναι από την ταχύτητα των συναισθημάτων, είναι έσωθεν – ένας μύχιος ίλιγγος, ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύμπαν συμπυκνωμένο στα τετράστιχα ενός τραγουδιού σ’ ένα καταγώγιο, ο Hegel όλος σε μια τραγουδιστή, σχεδόν μουρμουριστή ατάκα του Ηράκλειτου όπως την διασκευάζει σε εξακόσιες σελίδες ο Roberto Bolaño και όπως, παλαιότερα, την είχε τραγουδήσει μια μοιραία γυναίκα. Στη Νότια Ζώνη, εδωπεραμέσα, «ο πατέρας είναι το πιο τρελό σφαγείο» (Γιώργος Κακουλίδης), και την ιστορία σύμπαντος κόσμου τη λέμε με τα ρεμπέτικα, τη λέμε με τα blues.
Ο Καρούζος, ο Pynchon, κι ο Bolaño ξέρουν να ζούνε μια χαρά, μ’ όλες τις αναποδιές, στους λαβυρίνθους της Νότιας Ζώνης. Τραπέζι και κρεβάτι. Ψωμί και νερό. Άφιλτρα τσιγάρα και ρακές. Σκέψη όταν σου ’ρχεται. Λέξεις, το ίδιο. Σιωπή, επίσης. Και στον τοίχο, σ’ ένα καρφί, κρέμεται ένας Rothko. Καμία αντίφαση. Έχουμε και λέμε: «Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες» (Καρούζος).
Ο Καρούζος παίζει σκάκι. Ο Bolaño παίζει μπιλιάρδο. Ο Pynchon παίζει πόκερ.
Πίνουν ρακές. Τρώνε σύκα. Πλάι, παγωμένο νερό. Έχουν περάσει από τόσες και τόσες ναρκοθετημένες ζώνες για να φτάσουν εδώ. Έχουν περάσει από δικτατορίες, πολέμους, προδοσίες. Ξέρουν τη βαρύτητα σε κάθε λέξη. Οι λέξεις τους είναι βραχνές. Οι λέξεις τους έχουν ρυτίδες. Γελάνε γιατί ξέρουν τι θα πει γόος.
Πίνοντας ρακές, καπνίζοντας άφιλτρα τσιγάρα, μιλώντας, σιωπώντας, ρεμβάζοντας, βρίζοντας, ονειροπολώντας, ο Καρούζος, ο Bolaño και ο Pynchon ψέλνουν λυτρωτικά Θανάτω θάνατον πατήσας, σώζουν ξανά την Τέχνη μετά τον θάνατό της στις αρχές εκείνου το Εικοστού Αιώνα, επαναφέρουν το Μεγάλο Γλέντι, μας κλείνουν το μάτι με νόημα, επαναφέρουν στο παιχνίδι την αμοιβαιότητα των δακρύων, σε καλούν να φορτωθείς ξανά τη ζωγραφική και την πεζογραφία, τώρα που ξέρεις ότι μπορείς να τις διακονήσεις κι ας σκοτώθηκαν. Ο Καρούζος, ο Bolaño και ο Pynchon είναι το άλλοθί σου: μπορείς να γράψεις, μπορείς να ζωγραφίσεις, δεν χάθηκαν όλα. Υπάρχει το ρεμπέτικο, υπάρχει το blues, υπάρχουν εκατομμύρια δευτερόλεπτα ακόμη, πιάσε τον στυλογράφο, στήσε τον καμβά, άνοιξε το μαγνητόφωνο, γράψε/ζωγράφισε/μίλησε.
Τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, στους Λαβύρινθους του Νότου, ο Καρούζος, ο Bolaño, ο Pynchon, και φεύγει απομακρύνεται χάνεται οριστικά ό,τι από καιρό έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του, ό,τι από καιρό ήταν άχθος αλλά περνιόταν για ευφροσύνη, ό,τι έμενε εδώ γύρω από ελεημοσύνη, ό,τι δεν διατηρεί σημασία και νόημα. Αφήστε μας στα τραγούδια μας, στα λόγια και στα έργα που λένε τις ιστορίες μας. Το Μεγάλο Στοίχημα στην τέχνη, όπως και στη ζωή, είναι να μπορέσεις να κάτσεις να φας και να πιεις στο ίδιο τραπέζι μ’ Εκείνους που σου έμαθαν να τρως και να πίνεις.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ερωτευμένη Κυψέλη, 12.09.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.