Όπως όταν κλαις
λες και έρχεται το τέλος του κόσμου,
όταν ο πατέρας βάζει φωνή θεού
σηκώνεται πελώριο βουνό
απ’ το κούτσουρο που ‘κοψε μόνος
όταν στα οκτώ ίσως και εννιά
ο παππούς τον χτύπησε
με την κληματόβεργα στα χέρια
να του κάνει κάθισμα
γι’ αγνάντι στις λεύκες και στις κορφές του Παρνασσού,
από μπροστά τώρα περνώ
με τους λυγμούς
να κάνουν ένα αλόγιαστο πετάλι
και το ποδήλατο να σκοντάφτει στην πέτρα
η φούρια μου να σκίζει τον αέρα
να τρώω μύγες
να βγάζω φτερά και άκρα τόσα δα
απ’ τις άκρες των ματιών μου
και να νιώθω ένα μεγάλο κενό
στην καρδιά
να βρίζω τον θεό
και να του ζητώ να με συγχωρέσει
μην καώ στην κόλαση
σαν το τέρας που κάθεται
στο πετρόκτιστο σπίτι με το πηγάδι
με το κόκκινο χερούλι
τους χρωματιστούς μύλους που αδιάκοπα γυρίζουν
τα γεράνια και τα γιασεμιά
που φυλάνε την αυλή του
και εκείνος να σφάζει ένα καρπούζι τεράστιο
που βλέπω τρέμοντας καθώς
περνώ το πρώτο κουμάσι
με τους γάλους και τα γαλόπουλα
να σκούζουν δυνατά
και ξάφνου να με κοιτά στα μάτια
τόσο μακριά
μέσα στα μάτια
δυο στροφές στον αέρα
και βρέθηκα
στην πόρτα του να μου τυλίγει το πόδι
με κρεμμύδια και επιδέσμους
να με ταΐζει καρπούζι
και κορόμηλα απ’ την κορομηλιά του
και σταφύλια από την κληματαριά του
να μου διαβάζει
την πρώτη μου ιστορία
για έναν γίγαντα εγωιστή
ενός Άγγλου συγγραφέα