Αυτή τη φορά δεν θα τη γλιτώσω. Το ποτήρι ξεχείλισε. Δαντελωτά εσώρουχα. Άντε να δικαιολογηθώ. Τι να πω, λάθος νούμερο; Εδώ μιλάμε για τρία νούμερα παρακάτω. Ε, τόσα φοράει η Σοφία, τι να έκανα; Να χρησιμοποιούσα διαφορετική πιστωτική, αυτό να έκανα. Και τώρα, να. Το ύφος αυτό της Ειρήνης το ξέρω καλά. Θα το έχει δει, δεν μπορεί. Πλησιάζει η καταιγίδα. Ανήμερα της γιορτής μου.
Εν τω μεταξύ, με το που μας δίνει ο σερβιτόρος τους καταλόγους, με αναγνωρίζει από το απέναντι τραπέζι ο Εφραιμίκογλου, τον οποίο έχω χρόνια να δω, από τότε που μεταπήδησε στη Χαλυβοτεχνική, με το μάτι στα μεγάλα έργα, λίγα του έπεφταν τα δικά μας. Αυτός, το θυμάμαι πολύ καλά, είναι λες και κάθε συνομιλία τη βλέπει ως αφορμή αυτοπροβολής. Την παραμικρή πληροφορία είναι σε θέση να τη χρησιμοποιήσει ως ελατήριο εκτόξευσης στο κοντινό ή απώτερο παρελθόν̣, ως υπερταχεία που καταλήγει σε κάποιο επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον ίδιο, το πως είχε στα νιάτα του εντυπωσιάσει έναν υφυπουργό σε μια ασφαλτόστρωση, και άλλα παρόμοια. Εφραιμίκογλου, σωτήρα μου. Τον χαιρετώ κι εγώ, σαν να βρήκα χαμένο συγγενή, τον προσκαλώ αμέσως στο τραπέζι μας, ανταποκρίνεται εκείνος, έρχονται με την κοκκινομάλλα, καλοστεκούμενη τη λες, κάθονται μαζί μας. Ρεσιτάλ δίνω. Από πάσα σε πάσα. Κελαηδάει αυτός. Και να τα κρασιά. Και ξανά τα κρασιά. Φεύγουμε τύφλα.
Την άλλη μέρα, ξυπνάω σε κατάσταση αρκετά καλή. Πουθενά όμως η Ειρήνη. Σκέφτομαι ότι θα πετάχτηκε για εφημερίδα. Πάω να φτιάξω πρωινό. Στο τραπέζι της κουζίνας, ένα σημείωμα: «Τελικά, το δειλός είναι το λιγότερο. Tο χειρότερο είναι το βλάκας».
Ο Απόστολος Μαϊκίδης γεννήθηκε το 1972 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται.