…ανάμεσα στα θύματα του βομβαρδισμού και δέκα, πανέμορφα ουρανί , παιδικά
μάτια
με άπνοο και τρομαγμένο βλέμμα, πέντε παιδικές ψυχές με το νεκρολούλουδο
στο στόμα, που ρωτούν
Γιατί;
Και η μάνα κι ο πατέρας κρατούν στα χέρια τους τη ματωμένη τους καρδιά
Και στ’ αστέρευτα και θαμπά τους μάτια, ξεθώριασε το χρώμα της ζωής
Και στ’ αυτιά τους, ακόμα και οι κοντινές φωνές του κόσμου, φτάνουν, σαν να
‘ρχονται από μακριά
Και σέρνουν τα τρεμάμενα μικρά τους βήματα
Και μαρτυρούν
Και μ’ ανείπωτο του σπαραγμού το θρήνο, λες και καρτερούσαν το
κακό, παίρνουν στις αγκαλιές των μισάνοιχτων χεριών και στις στοργικές τους
φούχτες, ό,τι του πολέμου η βία άφησε από τα παιδικά κορμιά, κι
αρχινούν, πρώτες οι μάνες, το νανούρισμα
Το τελευταίο νανούρισμά τους…
Και λένε οι πέντε φίλοι
πως έχουν κι άλλους φίλους,
απ’ άλλες «παιδικές χαρές» της γης, που έχουν το ίδιο μ’ αυτούς άπνοο και
τρομαγμένο βλέμμα
Κι όλοι μαζί,
με μεταθανάτιο σπαρακτικό κλάμα κι αγγελική αθωότητα, ρωτούν
Γιατί;
Η Βικτωρία Ι. Σουλιώτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Τρύφος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Το 1987 εισάγεται με υποτροφία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Ιωαννίνων απ’ όπου και αποφοίτησε το 1991.