[…έσερνε πίσω του
Τρία μωρά παιδιά.
Είπε πως ήταν
Από αλλού φερμένος,
Πως είχε δώσει
Την υπόσχεσή του
Στα ορφανά.
Ζήτησε το αντίτιμο
Και εμπιστευτικά
Έβγαλε από την τσέπη του
Ένα ολόχρυσο, αρχαίο ποτήρι
Φτιαγμένο κάποτε
Στο Βαφειό.
Έτσι μας πλήρωσε
Εκείνος ο ευσεβής…]
Μια σκιά λογοτεχνίας
Πάνω από την ζωή
[…Δέκα δραχμές και ευθύς θα βρεθείτε μες στο όνειρο! Το τσίρκο του Μάγκα που έχει γυρίσει και θαυμαστεί από δεκάδες θεατές, τώρα στην πόλη σας! Δέκα δραχμές και όλα τα θαύματα θα συμβούν εμπρός στα μάτια σας! Κορίτσια και αγόρια, άνδρες και γυναίκες, όλοι θα δουν και θα πιστέψουν τις χίλιες και μία όψεις αυτού του κόσμου του πικρού! Μονάχα για δέκα μέρες, μόνον τόσες θα παραμείνει το τσίρκο του Μάγκα έξω από τις αυλές σας. Σπεύσατε, κυρίες και κύριοι, σπεύσατε να ιδείτε τα θεάματα τα πιο μυστηριώδη αυτού του κόσμου. Σπεύσατε στο σεράϊ του Μάγκα με τ΄άλικα κορίτσια που φορούν σπανιόλικα, ολομέταξα φορέματα. Τους ακροβάτες, τους ονειρευτές και τα άγρια θηρία που τώρα προσκυνούν στο σχήμα του σταυρού! Σπεύσατε κυρίες και κύριοι, δεν είναι μονάχα το θέαμα, είναι ο αιών με τις ολοκαίνουριες φωνές του! Ελάτε να δείτε και να πιστέψετε!…]
Και σάλευε μες στις ανεμικές η τέντα του Μάγκα και τα κορίτσια με τις φόδρες τις συγυρισμένες και τα βαμμένα απ΄ το σπίρτο φρύδια, έρχονταν και χάνονταν μες στα στενά της Ελευσίνας. Κανείς δεν θα τις ξαναδεί, μονάχες θα ρίξουν τα πέπλα τους και στην προσφυγική τους κάμαρη θα γείρουν και θα πεθάνουν. Στο όνειρο, λέει, θα ξαναδούν τα θαύματα του τσίρκου. Μια πόρτα βενετσιάνικη παλιά θα ανοίξει και όλες οι φαντασίες εμπρός τους θα σταθούν. Δεν είναι τούτο προσκλητήριο, είναι μια έξοδος από το χρονικό που ξεσηκώνει τις καρδιές. Δεν είναι προσκλητήριο, μονάχα μια ιδέα παρηγοριά στην άδεια τους καρδιά.
Οι ακροβάτες με τις φόρμες τους θα περνούν λέει από την πλατεία, πουλιά εξωτικά και άφοβα. Θα ταξιδεύουν προς το φως και η ποίηση θα φωτίζει τις καρδιές τους. Και οι γελωτοποιοί, με ύφος σοβαρού προσώπου πάνω στις εξέδρες θα συντονίζουν τις ζωές μας και όσα ποτέ δεν υπήρξαν. Οι τσιγγάνες που έχουν μια μυστική καρδιά γεμάτη πεπρωμένα θα ρίξουν τα χαρτιά τους. Θα διαβάσουν την γραμμή της ζωής και της μοίρας. Θα λένε για τις θάλασσες που κάνουν τις ζωές παράλογες και γυάλινες. Θα λένε για τις πατρίδες μας που γίνηκαν βαθιές γεωμετρίες μες στην απανεμιά του πιο σκληρού καλοκαιριού. Και οι ιππείς με τα φτερά τους θα περνούν πάνω στην ράχη των αλόγων τους. Θα μοιάζουν με πρόσωπα που ποτέ δεν έζησαν, απολιθωμένοι μες στο χρυσάφι και τις δόξες τους, με μυστικά θα τρέφουν τις καρδιές τους. Θα κυλούν σαν το νερό, των ίππων τους οι οπλές θα σηκώνουν το χώμα, θα κάνουν τον σάλο της ίδιας της ζωής. Έπειτα θα αναχωρήσουν καλπάζοντας περήφανοι και ωραίοι. Θα γίνουν τα αγάλματα του Σκαραμαγκά που ποτέ δεν ανακαλύφθηκαν και μες στους ταρσανάδες πέφτουν και κλαίνε. Οι γελωτοποιοί θα αντλούν τους χαρακτήρες τους μέσα από το βιβλίο των επαγγελμάτων κάποιου Ετιέν Μπουαλό. Να, έτσι έκαναν οι βουτηχτές, κοίτα τους εργάτες των δασών πώς δουλεύουν το τσεκούρι, να και ο πεινών, ο γυμνητεύων, ο εις όρη και σπήλαια περιπλανώμενος. Να και ο Ιωάννης Φούγκερ, σπουδαίος πατρώνας των τεχνών με τ΄άσκημο παρουσιαστικό του. Πίσω του φέγγει μια φλωρεντινή βραδιά ή μοναχά τα μαρμαράδικα της Ελευσίνας με το ατημέλητο σχήμα του σταυρού, με την σμύριδα, με το μαργαριτάρι και με τους ανθρώπους τους, παλιούς ζεϊμπέκες δεμένους στο μεσιανό κατάρτι.
Αργά την νύχτα όταν όλα θα έχουν περάσει και η νοσταλγία θα σου τσακίζει την καρδιά η τέντα του Μάγκα θα μαζέψει τα υπάρχοντά της και αργά, σαν καραβάνι αλλοτινό θα τραβήξει κατά την Πελοπόννησο. Θα φυλά για πάντα τα θαύματα μες στον αργό βηματισμό του, θα σέρνεται στις λάσπες και θα υπερασπίζεται μέρες και χρόνια ετούτο το λειψό της φαντασίας δικαίωμα. Πίσω του θα σέρνει φαντασίες και χαλάσματα, μια άγνοια παιδική για του κόσμου την ψυχή. Τις νύχτες θα λάμνει με όλα του τα άρμενα έξω από τα σπίτια μας, με της Ηλέκτρας το σβησμένο ίχνος. Για αυτό δεν χαλά το όνειρο των παιδιών.
Η τέντα του Μάγκα που τριγυρνά δίχως ελπίδα παλιά σεράγια, ερείπια, ναούς και χαλάσματα αφήνει να τραβούν εμπρός τα πουλιά της μοναξιάς. Πιο πίσω έρχεται ο ήλιος με το μεσημεριάτικο βάρος του και έπειτα το νυσταλέο και απόλυτο πνεύμα ενός ολόκληρου κόσμου. Η Αριάδνη με όλα της τα υπάρχοντα χαμένα, δίχως Μινώταυρους και λαβυρίνθους λέει κάποιο παλιό μαδριγάλι. Οι άλλοι ακούν και κλαίνε και το αποτύπωμά τους φέγγει παντού στις πέτρες και τα φερσίματα. Την Ελευσίνα πια κανείς δεν την θυμάται, μήτε τα κορίτσια του συνοικισμού με τα πρόσωπα που ενέπνευσαν ροδιακούς αμφορείς, έλυτρα και φύλλα με ραβδώσεις. Και άλλωστε δίχως λιμάνι, με άδεια ναυπηγεία και στρατιές σιωπής στους γύρω λόφους μπορεί να πει κανείς πως η πόλη έπεσε, η πόλη έπεσε.
[…Σπεύσατε, το θέαμα δεν είναι τετριμμένο, τίποτε το σύνηθες δεν πηγάζει από την τέντα του Μάγκα. Απόψε λαμβάνει χώρα του Αυγούστου ο πρώτος θάνατος, σπεύσατε κυρίες και κύριοι, γυναίκες και παιδιά και εσείς άνεμοι! Θα ιδείτε κύματα της θαλάσσης και ηπείρους και ολόχρυσες νήσους επί κυανού σμάλτου, με πέντε χρυσές άγκυρες και την επίχρυση αιχμή του θυρεού! Σπεύσατε, κυρίες και κύριοι, η τέντα του Μάγκα θα σας δείξει απόψε τον κόσμο τον κατάπληκτο και τις αιωνιότητες! Δέκα δραχμές, αντίτιμο πενιχρό κυρίες και κύριοι για τις χίμαιρες που ξεγλιστρούν!…]
Απόστολος Θηβαίος