Σαν τα μαύρα μάγια στο λίκνο του αγέννητου παιδιού
μια βασίλισσα τριγυρίζει στα πόδια μου
κι η φωνή της σταχτόχηνας υπονομεύει
το πέταγμα του κότσυφα μέσα απ’ τη μουριά
μα εκείνο το εκατόφυλλο που πλήγωσε το παιδί μου
το μέτρησα χίλιες φορές ξεφυλλίζοντας τις αποστάσεις
όσο το στρίψιμο της βίδας πάνω στο τραπέζι
ανοιχτό στη σαράντα έξι και σαράντα επτά
ώρα μεσημβρινή
μουρμουρίζει δυνατά όπως το νερό στη σούδα
φέροντας τα αλπικά στοιχειά μαζί του
Το ‘καψε ο ήλιος το ρούχο μου
πάνω στο σκοινί
το φαγητό σιγοβράζει στη στόφα
ένα τσιγάρο ακόμα
στο στήθος μου λίγος θάνατος
να ημερέψω τα ανήσυχα πνεύματα
σαν τα νέα από την πόλη
το τέλος πάντα κάπου εκεί έξω
κι η βασίλισσα μ’ εγκαρδιώνει με το τσίμπημά της