[…η περιστροφική σκηνή
Αποσύρθηκε λίγο μετά
Την εγκατάστασή της.
Είπαν, πως παραμόρφωνε
Φριχτά
Το κοινό και το κύριο
Μιας ολόκληρης βιογραφίας…]
Κωμωδία,
ονομάζεται ο τρόπος, η μέθοδος,
της του παντός διοικήσεως
Το θέατρο διέθετε μια μακριά σκηνή με φάρδος πάνω από πέντε μέτρα. Στο βάθος κρεμόταν ένα πανώ με αρκαδικά τοπία που σαν έπεφτε, –εμπρός παιδιά, αφήστε το!-, ο κόσμος όπως τον γνωρίζεις χαλούσε. Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ο θεατρώνης είχε ζητήσει να τοποθετηθούν ισάριθμα, βενετσιάνικα φανάρια. Γύρω τους είχαν χάρτινα κιγκλιδώματα που έμοιαζαν πολύ με τα αληθινά, όμως δεν ήταν, όμως δεν ήταν. Η σκηνή είχε δύο εισόδους με επένδυση από μαύρη, σκοτεινή τσόχα που έκανε την φαντασία του καθενός να οργιάζει. Το δάπεδο της σκηνής γυάλιζε και κάποιος ψιθύρισε πως είναι φτιαγμένο από μια ώριμη ποικιλία ιδιαίτερης ξυλείας. Ο ψίθυρός του χάθηκε στα βάθη της πλατείας με τα μπαρόκ καθίσματα και έκτοτε τίποτε δεν έμαθαν για εκείνον και την τύχη του. Τα καθίσματα ήταν διακοσμημένα με βιενέζικο ύφασμα, λίγο πιο κόκκινο από αίμα και επιχρυσωμένα χερούλια. Λέγεται πως ο θεατρώνης πλήρωσε για λογαριασμό τους ένα υπέρογκο ποσό, αποφασισμένος βλέπεις να αναδείξει το θέατρό του στην καλύτερη και ακριβότερη σάλα του κόσμου. Η οροφή της αίθουσας αναδείκνυε με γλαφυρότητα και φλυαρία, ενδεικτική του ταλέντου κάποιου περαστικού ζωγράφου, τις καταπράσινες επαρχίες. Επρόκειτο για μια ξεχωριστή εργασία με ολοφάνερη την διάθεση για την λεπτή ανάδειξη όλης της χρωματικής παλέτας. Σε όλο το μήκος του διαδρόμου, κέρινοι φανοστάτες μεγέθυναν τις σκιές και εκείνες ανακτούσαν, καθώς το συνηθίζουν, όψεις τερατώδεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς πως το καινούριο θέατρο της πόλης συγκέντρωνε τις πιο καλαίσθητες λύσεις, φιλοδοξώντας να αποτελέσει ένα στολίδι για την λησμονημένη πολιτεία. Βλέπετε, το θρυλικό της πεπρωμένο είχε πια ξοδευτεί και η φήμη της κινδύνευε, όπως μιας τρεμάμενη πνευματικότητα που χάσκει από το σαπισμένο της καρφί. Και τα κατάφερε, αν κρίνει κανείς από την ανταπόκριση του αριστοκρατικού κοινού της που από την πρώτη στιγμή θαύμασε με στόμφο όλα αυτά τα κατασκευαστικά τεχνάσματα μα και άλλες παρόμοιες διακοσμήσεις που πια δεν σώζονται.
Οι ηθοποιοί πήραν τις θέσεις τους. Ένας νεαρός με στοίβες χαρτιού στα χέρια έκανε τις απαραίτητες διορθώσεις. Μια μετατόπιση του κορμού, το χέρι στο ξίφος, η πτυχολογία του φορέματος της πρωταγωνίστριας, μια πρόχειρη διόρθωση στο κοστούμι του καβαλιέρου. Οι οδηγίες έπεφταν βροχή από την γωνιά της πλατείας και ο νεαρός εκτελούσε με σβέλτες, υπνωτικές κινήσεις. Ένας τελευταίος έλεγχος στο μεσιανό φανάρι που χάνει κάθε λίγο την ζωντάνια του και όμως συνέρχεται με ένα μικρό χτύπημα. Όλα ήταν έτοιμα όταν τα φώτα χαμήλωσαν και οι προβολείς συνάντησαν στην σκηνή τις φιγούρες των ηρώων. Έξω ο πόλεμος σεργιάνιζε στις γειτονιές και το όνειρο πάλιωνε. Ωστόσο μες στην έρημη σάλα του καινούριου θεάτρου οι ηθοποιοί εκτελούσαν συγκεντρωμένοι την χορογραφία που διδάχτηκαν. Εκείνοι οι ρόλοι, εκείνες οι στιγμές φάνταζαν ως ένα είδος αναπόδραστης μοίρας. Οι μορφές το γνώριζαν και εκεί, κάτω από βροχές και φώτα θεατρικά τόνιζαν την αληθινή τους φύση, την πιο ειλικρινή και αυθεντική. Αυτά τα λαμπερά φανάρια δεν σηματοτοδοτούν παρά την τραγωδία του θανάτου, την προσομοίωση του θεού που κανείς δεν λογαριάζει όταν μετριέται με τα ανθρώπινα. Τα καμιόνια περνούσαν, οι ριπές έσκιζαν την ησυχία της νύχτας, όμως οι ακίνητοι ηθοποιοί έπρεπε να πάψουν να συλλογίζονται αν τάχα εκείνος που πέφτει απόψε νεκρός είναι ένας δικός τους άνθρωπος. Η δουλειά τους σήμαινε την έξοδο από το χορικό του καιρού και του λόγου τους υπήρξαν θαυμάσια αποτελεσματικοί, παρά τους καταιγισμούς που όλα τα άλλαζαν για πάντα.
Ο νεαρός φώναξε με όση δύναμη μπορούσε και ο ερωτευμένος ηλικιωμένος έκανε δυο βήματα εμπρός, δίχως να μεταβάλλει την υποβλητικότητα της πόζας του. Ακολούθησε ο χορός των μεσιτριών που τραγουδούν όλες τις πτυχές αυτής της ιστορίας και κατευθύνουν τον λογισμό των θεατών. Ο capitano, ένας πολύ πειστικά δοσμένος μπράβος, ντυμένος την στολή του λοχαγού, απομακρύνθηκε από τους άλλους και στάθηκε στην άκρη της σκηνής. Οι υπόλοιποι, φαγάδες, πονηροί δούλοι με άσχημο παρουσιαστικό και φθαρμένα κοστούμια παρέμειναν στις θέσεις τους. Διέθεταν το δικό τους φως και έτσι μπορούσαν απερίσπαστοι να υποδυθούν τους ρόλους που τους είχαν ανατεθεί χάρη στο παρουσιαστικό τους. Τέλος, ο λογιότατος διδάσκαλος ακούμπησε τα χέρια του στο μικρό, ξύλινο τραπέζι και φόρεσε τα ματογυάλια του, κρατώντας την ανάσα του, ακούγοντας ξανά και ξανά τους πυροβολισμούς έξω στην πόλη. Ο δρόμος κουβαλούσε την μυρωδιά των νεκρών ως τα υπόγεια του καινούριου θεάτρου μα είναι στα καθήκοντά τους αυτή η έκδηλη ψυχραιμία που από τίποτε δεν ταράζεται.
Όλα κυλούσαν ιδανικά και ο θίασος είχε θεμελιώσει μια βαθιά σχέση με το έκθαμβο κοινό του. Μέχρι την στιγμή που μια διμοιρία εισέβαλε στην αίθουσα και ακροβολίστηκε στις γωνίες, κραδαίνοντας πολυβόλα. Χτυπούσαν ξύλινοι κρότοι τα άρβυλά τους μες στην ησυχία της σάλας. Μόνον το κοινό ταράχθηκε κάπως επειδή γνωρίζει πως μόνο μια ριπή μπορεί να φωτίσει την βαθιά νύχτα, εκεί έξω. Οι ηθοποιοί στο μεταξύ που είχαν εννοήσει την κρισιμότητα της στιγμής έπαψαν το λειτούργημά τους και στάθηκαν στην άκρη της σκηνής, κρατώντας κλειστά τα στόματά τους, δηλώνοντας με την φανερή τους ακαμψία ένας είδος φριχτής δυσαρέσκειας. Τότε ήταν που ο ερωτευμένος γέρος με το διασκεδαστικό όνομα Πανταλόνε, πήρε να παίζει το κομμάτι του, σαν τάχα τίποτε να μην συνέβαινε. Το κοινό χειροκρότησε και ώσπου να ακουστούν οι πυροβολισμοί, ο γέρος πρόλαβε να πει τα παρακάτω λόγια, που λίγο πολύ διασώζονται ως τις μέρες μας.
«Ο ποιητής κοιτάζει τον κόσμο όπως ένας άνδρας απευθύνει το βλέμμα του στην γυναίκα που αγαπά. Και οι στίχοι του φωτίζουν την πλάση με την δική του τραγωδία που τίποτε από ελπίδα δεν περιέχει. Ο νους του ταξιδεύει στον έρωτα που τότε, τώρα ξοδεύεται επάνω στο κύμα της ζωής. Εμπρός λοιπόν, στην απαίσια μοίρα μου δώστε ένα τέλος, επειδή ποτέ δεν παραδέχτηκε ετούτη η πλάση έναν τέτοιο έρωτα. Χρυσάφι, δόξα και τιμή, τίποτε δεν σημαίνουν όλα τους εμπρός στα είκοσι σου χρόνια που πλημμυρίζουν εκεί έξω, σπίτια, δρόμους, καρδιές.»
Οι στρατιώτες παρατάχτηκαν, το πανώ σωριάστηκε με σαματά, το παράγγελμα δόθηκε. Ο άγγελος στην σκηνή ταξιδεύει τώρα πέρα από τα παγωμένα χωράφια της μουσικής του. Ο θάνατός του δεν υπήρξε παρά το λυπητερό επιστέγασμα της commedia de l’art που έκτοτε κουβαλά εντός της το επικό και κάπως αστείο ρυθμό του κόσμου. Ενός αυθεντικού είδους που απροσποίητα δεν ανέχεται ούτε στιγμή την θεραπεία που βαθαίνει περισσότερο την ανθρώπινη, παραμορφωτική πλάνη.
Απόστολος Θηβαίος