Βικτωρία Ι. Σουλιώτη | Να ‘ταν

© Henri Cartier-Bresson

Να  ‘ταν  στη  μαγεμένη  αυλή των  παιδικών  κι  εφηβικών  ερώτων
να  βρεθώ με  το  φτερωτό του νου  αμάξι.

Να  ‘ταν  Καλοκαίρι,λιοπύρι,
αποβραδίς  ένα  τσούρμο
γειτονόπουλα  να  κυνηγάμε τις
κωλοφωτιές στη  συκιά της  βάβω Αμαλίας με  δέλεαρ το  φωσφορίζον  χρώμα
 στα
χιλιοφορεμένα  ρούχα  μας,
τις  λαμπυρίδες, τα  «στίγματα  ζωντανού φωτός»  του  Ταγκόρ.

Να ‘ταν  πανηγύρι  στο  χωριό,
Ιούλη  μήνα ,κι να τρέχουμε
με  περίεργα  τα  παιδικά
βλέμματα να δούμε τον  μπάρμπα
Τάκη  τον  Καρναβά να ‘ρχεται
με  τη  μεγάλη  κούρσα.

Να  ‘ταν  για  μια  στιγμή
στο  καφενείο  ,στο  μπλε στρογγυλό τρίποδο τραπέζι
να  κάθεται  ο  μπάρμπα Θωμάς με  την  κυρτωμένη  πλάτη  κι να
περιμένει την  όμορφη Αρετή
να της  πει  λόγια  απλοϊκά,
στιχάκια  αυτοσχέδια, πριν  την  ερωτευτεί ο μαύρος καβαλάρης.

Να  ‘ταν εκείνο το  πρωινό
που καπνός έβγαινε απ τη
μικρή φρατζιάτα, τη  φτιαγμένη
στον κορμό ελιάς, καπνός απ’ τον
παράνομο καπνό των μικρών
εφήβων, φίλων της  γειτονιάς.

Να  ‘ταν την ώρα  που  κινούσαμε
για  το  σχολειό  με  τη  Μαρίκα
να  μας ξεπροβοδίζει κι να μας δίνει στο χέρι ένα γκρενά γαρύφαλλο η βάβω
Νίκαινα.

Να  ‘ταν μια  παγερή μέρα  του χειμώνα απ’   τη  γωνία  του
μπαλκονιού να βλέπου με την
 Αμβρακία κι να χαϊδεύουμε
στη στέγη του  σπιτιού τους παγωμένους σταλακτίτες κι να τους κόβουμε κι να
τους κρυφοδοκιμάζουμε μες το καταχείμωνο.

Να ‘ταν ένα μεσημέρι που ήρθαν οι δικοί μας απ’ την πόλη με αγορασμένα της
οικονομικής τους αρεσκείας ρούχα για μένα κι την αδερφή μου,δυο νούμερα
μεγαλύτερα,   να μας κάνουν κι του χρόνου ,κι αν όλα πήγαιναν καλά  με τα
κιλά ,κι του παραχρόνου.

Να ‘ταν μια μέρα σχολική με την όμορφη κυρία μας την Καίτη να μας κρατά
στοργικά κι να φωτογραφιζόμαστε μπροστά από μία καμήλα,  κι μία άλλη
σχολική μέρα να ‘ταν να ‘ρχεται ο Μίνος αργά αργά κι να σιγοτραγουδά το
«κυκλάμινο κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα» κι μία ακόμη  μέρα να λύνει
ασκήσεις αριθμητικής στον πίνακα ο Τάκης, το κοφτερό μυαλό της τάξης.

Να ‘ταν χάραμα στα καπνοχώραφα
αντίκρυ από το βάλτο με τις βδέλλες, μουσκεμένοι ως το κόκαλο απ’ τη  δροσιά
να κουβαλάμε τη νικοτίνη στις μεριές κι να ονειρευόμαστε καλύτερες μέρες,
 εμείς τα παιδιά τα ξεχασμένα από την επίσημη πολιτεία, τα παιδιά ενός
κατώτερου θεού, που πέρασαν χρόνια ολόκληρα καμπουριασμένα με μία βελόνα να
τρυπούν τα καπνόφυλλα.

Να ‘ταν με τη ρηνούλα  να  ξαναπάμε στα λουτρά, από μακριά ν’ αγναντεύουμε
τον Αφρό,στο κιόσκι του παππούλη Θόδωρου να τρώμε λουκούμια κι να περπατάμε
πάνω στα χαλασμένα ελενίτ, ψάχνοντας τρύπες για να πάρουμε μάτι τους
λουόμενους, εμείς τα πεντάχρονα, αγνά παιδιά τα υπεράνω υποψίας.

Να ‘ταν να ξαναζούσαμε τις μέρες
‘κείνες που μπάντες αυτοσχέδιες φτιάχναμε με ντενεκέδες κι ντέφια από
καπάκια αναψυκτικών κι μετά κοπάδι όλα τα συνομήλικα παίζαμε με το  σκυλάκι,
τη Λάσυ, που μας κυνηγούσε ώρες ατελείωτες.

Να ‘ταν όλα αυτά τα ονειρικά κι ονειρεμένα να ξανάρθουν,  όμως μες στην
πολύβουη κι απρόσωπη πολιτεία δεν έχει θέση για τέτοιες εικόνες, εδώ είναι
 χώρος  κυριαρχίας των τίτλων, των  τιτλούχων κι των αυτοπροβαλλόμενων.

…Είναι  όμως  πια σχεδόν χαράματα …
ας χαμηλώσω λίγο τη  μουσική… το sodade  της Cesaria  ακούγεται τώρα πιο
μελαγχολικό κι πιο νοσταλγικό από ποτέ κι ας είναι τόσο μακριά το  Σαο
Βισέντε στο  Πράσινο  Ακρωτήρι κι όλα αυτά τα νά ‘ταν μοιάζουν στον κόσμο
τούτο τόσο πολύ εξωπραγματικά που κι εγώ που τα ‘ζησα, αναρωτιέμαι ώρες ώρες
 ΝΑ ‘ΤΑΝ;


Η Βικτωρία Ι. Σουλιώτη  γεννήθηκε  και  μεγάλωσε στο  χωριό Τρύφος  του  νομού  Αιτωλοακαρνανίας. Το 1987 εισάγεται  με  υποτροφία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου  Ιωαννίνων απ’ όπου και αποφοίτησε το  1991.