Η Λυσιστράτη με ένα ποίημα
[…Άπασαι αι επί του τείχους
γυναίκες και η Μυρρίνη κρύπτονται…]
Ωδή στα ανυπόταχτα κορίτσια
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος στάθηκε η αφορμή για το τέλος του αρχαίου, ελληνικού πολιτισμού. Η σφοδρή διαμάχη των πόλεων κρατών, στο πλευρό της Αθήνας και την Σπάρτης, στοίχισε σε εκείνη την Ελλάδα το τέλος μιας λαμπρής εποχής για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Έλληνες που πολεμούν Έλληνες φανερώθηκαν και έπειτα από χρόνια, επιβεβαιώνοντας τον κυκλωτικό χαρακτήρα των λαών όταν φθάνουν στο γύρισμα της εθνικής τους ιστορίας. Αποδεκατισμένοι πληθυσμοί, λαός που πτωχαίνει και λιγνεύει, ο δωδεκάλογος που θα έρθει αιώνες μετά, τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα του Γκάτσου που δεν είναι άλλο από το αληθινό, εθνικό σπίτι της μικρής και απέραντης Ελλάδας, σκιτσάρουν την επανάληψη του δράματος που παίζεται εκεί εμπρός στον πλάτανο των κρεμασμένων, τότε και τώρα. Ανάμεσα σε δεκαετίες ατμοδρόμωνες που περνούν ξυστά από τις βιογραφίες μας, αφήνοντας σημάδια, σημάδια παντού, η Ελλάς ανάβει τις φωτιές στα τεμένη της και λάμνει νωχελική και αγέραστη από τον Πλαταμώνα ως τους Δελφούς, φωνάζοντας ακατάληπτες φράσεις παλιών, καλών ημερολογίων.
Η δόξα της ιστορίας, μια τρομερή ελπίδα που μας τυραννάει ως τις μέρες μας, μα και ο έρωτας, δεκανίκι της ζωής που πέφτει, ξοδεύεται, θεριεύει, δικαιώνεται, σκοτώνεται στα τροχαία δυστυχήματα, παθιάζεται στις αρένες και αλλάζει για πάντα τις μικρές, λαϊκές ιστορίες. Αυτοί ίσως να είναι οι δυο πυλώνες πάνω στους οποίους θεμελιώνεται η ιστορία αυτού εδώ του βράχου που μόνο με ιδεογράμματα,- το ΄πε ο Οδυσσέας όταν ακόμη το ταξίδι του φλεγόταν-, μπορεί να περιγραφεί με επάρκεια και μέτρο, σαν σύνοψη ενός κόσμου μεγάλου, με μακριούς ορίζοντες και ολέθριες καταστροφές. Η Ελένη, από την μια που τότε και τώρα τριγυρνά πανέμορφη, αειθαλής, μια ριγηλή σκιά επάνω στα καράβια. Ο Οιδίποδας, κλονισμένος, με άδεια μάτια που όσο και αν τα πονέσει πάντα κοιτούν εντός και πάντα πονάνε. Και η Μήδεια, παράφορη, μια κορινθιακή υδρία καμωμένη από φόνο και από σκοτάδι, η Μήδεια στην άλλη πλευρά της ταπετσαρίας που μεταμορφώνεται στην ηρωίδα μιας τέλειας ιστορίας αγάπης κάτω από τους αστερισμούς των αετωμάτων, ουρλιάζοντας και πέρα από την μαγγανεία της ίδιας της εποχής της.
Και η πανούργα, η Λυσιστράτη αποφασισμένη να δοθεί απροσποίητα στην παραφορά ενός εμφυλίου πολέμου που στοιχίζει σε ζωές και ελπίδες. Η Λυσιστράτη που χαρίζει την φωνή της τότε και τώρα στις ιδέες επαναστάσεις, που κάθε τόσο σώζει την παρτίδα, την παρτίδα όταν όλα πια μοιάζουν χαμένα. Η Λυσιστράτη, που περιφρόνησε τα άσχημα χρόνια και με το είδος της φινετσάτης πνευματικότητας του Αριστοφάνη, προβάρει τον εμπρηστικό λόγο μιας συνείδησης που κατοικεί μες στην αλήθεια, έξω από τα σεράγια της φαντασίας. Η Λυσιστράτη που φλέγεται για την ευτυχία των αγγέλων που κατοικούν αυτόν εδώ τον πολύπαθο τόπο. Με ένα τέχνασμα βγαλμένο από την μυθολογία της ζωής σκοτώνει τον έναν μετά τον άλλον τους μεταπράτες που κατευθύνουν τις μαριονέτες του θανάτου. Στις Ελληνίδες αναζητά και βρίσκει τους συμμάχους σε αυτήν την απόπειρα της ανατροπής ενός ολόκληρου συστήματος. Η Λυσιστράτη διαθέτει την σπάνια στόφα εκείνου που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο ή εσύ και το ή εγώ. Σε αυτό το δύστυχο το δίλημμα που χαλιναγωγεί την εθνική μας ψυχολογία. Η Λίνα Κάσδαγλη έπειτα από αιώνες θα τραγουδήσει την αδυναμία της όταν κάποτε αντίκρισε το ζωντανό και το παλλόμενο, μια αδυναμία να αντέξει την απώλεια. Η Λυσιστράτη, με τον καταιγιστικό και ευφυή λόγο του Αριστοφάνη, μεταμορφώνεται στον αιώνιο δεσμώτη που κυκλοφορεί μες στους δίχως διέξοδο φραγμούς, ψάχνοντας απεγνωσμένα την απάντηση στην γοητεία του βίου. Η ποίησή της εκπληρώνει τον ρόλο της κόντρα στην πολιορκία, στο πλευρό του χρέους, σε ότι μπορεί να ανατρέψει το αδιέξοδο της συγκυρίας. Η Λυσιστράτη τραβά προς τον έρωτα, η Λυσιστράτη δεν είναι άλλο από μια ελεύθερη πολιορκημένη ύπαρξη, βαθιά και αναλλοίωτα ερωτευμένη με τον ερωτισμό της πλάσης. Για την ακρίβεια, η αποψινή και η κάθε μια Λυσιστράτη διαθέτει το πάθος ενός Άμλετ που επινοεί διαρκώς τον εαυτό του, γυρεύοντας δρόμους μες στις φωτιές, στήνοντας φωλιές νερού βγαλμένες από τον παλμό του τραγουδιού που ορίζει την κοινή πορεία μες στις φωτιές.
Υπάρχει σήμερα η Λυσιστράτη; Την είδε κανείς να τριγυρνά μες στις Αθήνες του 2020 μ.Χ.; Να δηλώνει απερίφραστα την αντίθεσή της στις σειρήνες του καιρού; Όχι, μην απατάστε. Η Λυσιστράτη χάθηκε μες στην θάλασσα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα πράγματα. Είναι κιόλας ένα μαγνάδι καπνού από εκεί που η ποίησή μας κάποτε δρασκέλισε. Η θέση της δεν αναλογεί στους καιρούς μας. Το πνεύμα και το ήθος της προϋποθέτουν μια βαθιά και άδολη αγάπη για το κοινό καλό. Όμως ο τωρινός ο κόσμος μας δεν διαθέτει το σπάνιο χάρισμα της συγνώμης, από καταστροφή σε καταστροφή περνά, όπως ο ζωγράφος παίζει με τις κλίμακες και τους τόνους των χρωμάτων. Τα λόγια της απέμειναν άδειες λέξεις, ανάμεσα σε εκείνη και σε εμάς ο καιρός σφράγισε την πόρτα του. Η Λυσιστράτη χάθηκε για πάντα και μόνον κάποιες εκδοχές της κυκλοφορούν ελεύθερες μες σε γοργές τροχιές. Ανήκει κιόλας στους βυθούς που ο λαός μας λησμόνησε για να επιστρέψει κάποτε με την έκπληξη εκείνου που από λάθος απώλεσε ένα σωρό σημασίες. Η Λυσιστράτη κυκλοφορεί από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, σκαρφαλώνει στις φωλιές της Περσεφόνης που γέμισε με έρωτα τον κάτω κόσμο. Ποζάρει με την κραυγή της στο κέντρο της κατεστραμμένης Γκουέρνικα, πλάι στο φως του κόσμου που τρεμοπαίζει, ακριβώς επάνω από την ξαπλωμένη προτομή του αλόγου που σπαράζει. Προβάρει τα φουστάνια της στους καθρέφτες της Δαμασκού που έχουν τόσα θαύματα και τόσες ιστορίες να εξομολογηθούν. Είναι μια ακλόνητη πραγματικότητα που δεν σωριάζεται, που δεν νικιέται. Η λαϊκή της τέχνη, η αθεράπευτη ευστροφία της ξοδεύεται μες στην μεγάλη νύχτα.
Και έτσι, τελειώνοντας θα ήθελα να ελπίζω πως η Λυσιστράτη υπάρχει κάπου εκεί έξω, βουνίσιο πουλί των θεών, κανόνας της ζωής. Μια εικοσάχρονη περίπτωση νεωτεριστή που κρύβεται καλά μες στην φλογισμένη ψυχή του Κάλβου, στον λαιμό του που χύθηκε μια φορά σαν γάλα. Στα δροσισμένα της μέλη φυλά μια κρυφή ελπίδα για αυτόν τον κόσμο, με την θολά όψη του δύοντος ηλίου. Η Λυσιστράτη είναι ψυχή που δεν υπάρχει δίχως το κορμί και τις ομορφιές της ζωής. Δεν της φαίνεται μα κάθε μια στιγμή με αποφασιστικό χέρι, ρίχνει λίγο χώμα στον παλιό τον κόσμο και γράφει το όνομά της στο περιγιάλι. Και αυτό δεν σβήνεται, δεν σβήνεται.
Λεονάρδος Παλαιολόγος
Αν θέλεις να περιγράψεις μια μάχη
Θα πρέπει να είσαι πιστός
Στους κυκλώνες και τις φωτιές
Που κατακλύζουν το πεδίο της μάχης.
Αν θέλεις να δείξεις
Πώς γίνονται κομμάτια οι στρατοί
Θα πρέπει να φροντίσεις
Να δειχτεί
Το πληγωμένο άλογο,
Ο σκοτωμένος,
Το πλήθος των γυναικόπαιδων
Που θυσιάζεται
Στις σελίδες της ιστορίας.
Όχι τον ουρανό και τα άστρα,
Από αυτά θα πρέπει
Να απομακρυνθείς.
Ωστόσο, πολλοί αντιλέγουν,
Λένε πως αυτές είναι
Πέτρινες μορφές,
Χωρίς ψυχή.
Κουβέντα δεν λένε
Για την ζωή
Που πρέπει να συνεχιστεί
Δίχως τον γονιό και τον σύζυγο,
Μες στην πτυχολογία
Του χρόνου.
Που προχωρεί,
Που προχωρεί.
Με άλλα λόγια
Δεν απεικονίζει ποτέ η τέχνη
Την περιπέτεια της ζωής,
Το δράμα της ιστορίας,
Πριν και μετά.
Έτσι λένε
Και παρόμοια
Σε συμβουλεύω.
Απόστολος Θηβαίος