[Θερισμός]
“Αποχρώσεις χρυσού” είπες, και με κοίταξες στα μάτια. Μα εγώ δεν έβλεπα παρά μονάχα τα κοράκια που έσερναν φωνές φονικές και τις παπαρούνες που έσταζαν από τις μαργαρίτες σαν αίμα.
“Αποχρώσεις χρυσού” είπες, και πήρες τα χείλη μου αγκαλιά. Όμως εγώ δεν ένιωθα τι θέλεις να μου πεις.
Δεν ένιωθα, παρά μονάχα τον αέρα που μου χτυπούσε το πρόσωπο σαν χέρι γαλάζιο. Οι καμπάνες γογγύξανε και ένας σκύλος κραύγασε το τέλος της αναμονής.
Τίποτα δεν περίμενε πια κανείς. Τίποτα δεν έμενε να σκεφτούμε.
Όλα τέλειωσαν και το χρυσό μου θύμισε πως το πράσινο έχει πια χαθεί.
[ Ανθρωπότης]
Κάθισα σήμερα πίσω από ένα φράχτη. Ο καφές έφερνε ομίχλες και ο ήλιος με ζάλιζε έτσι που με ‘βλεπε. Ξαφνικά, κάτι στάμπες φάνηκαν στο δρόμο και άρχισαν να κινούνται. Δεν κατάλαβα τι ήταν.
Και μετά,
“Να ‘ναι άνθρωποι;”
σκέφτηκα και ταράχτηκα. Μα άνθρωποι που να βρεθήκανε εδώ; Ποίος να τους έφερε; Δεν πίστεψα.
Κι όμως ακούστηκε μια φωνή λεπτή, μικρή, μελένια… “ Ναι άνθρωποι είναι.”
είπαν τα χείλη μου έτσι όπως καθόμουν μόνη. Έτσι όπως ο ουρανός έπεφτε γαλάζιος πάνω μου. Μετά, πήρα τον καφέ και έφυγα. Πήγα μέσα. Φοβήθηκα μην ήταν οπτασία αυτό που είδα. Αλήθεια, άνθρωποι υπάρχουν ακόμη;
Η Μαριαλένα Ηλία έχει σπουδάσει Αγγλική Γλωσσολογία και Φιλολογία στην Αγγλία. Ασχολείται με την συγγραφή τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά και με την ζωγραφική.