Με αφορμή την 20 Ιουλίου 1974,ο λογοτέχνης Θανάσης Σάλτας (μέλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών) συνέγραψε 3 συγκλονιστικά αφηγήματα αφιερωμένα στους Κύπριους αγνοούμενους της μαύρης εισβολής στην Κύπρο. Το διήγημα του Θανάση Σάλτα “Ο ταχυδρόμος της Κερύνειας” τιμήθηκε με Α΄ Βραβείο Διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Λογοτεχνικής Συγγραφικής Ομάδας Ιδεόπνοον-Πνοές Λόγου&Τεχνης-Ιαμβος Αrt . Το ποίημα του “Βερέμιασε η καρδούλα μου” έλαβε Αριστείο Στίχου στον 4ο διεθνή λογοτεχνικό Διαγωνισμό της ΕΠΟΚ, ενώ το ποίημα του “Ιούλης 74” έλαβε τιμητική διάκριση στον Β λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού. Τα κείμενα κυκλοφόρησαν σε ειδικό τεύχος αφιερωμένο για την Κύπρο, στο διεθνές λογοτεχνικό περιοδικό Diasporic literature της ελληνικής ομογένειας της Αυστραλίας, στην εφημερίδα Κυπριακός Ελληνισμός, καθώς επίσης και στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά της Κύπρου. Το διήγημα: Ο Ταχυδρόμος της Κερύνειας του Θανάση Σάλτα κυκλοφορεί και στο βιβλίο διηγημάτων: 8 Συγγραφείς από τις εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης. Ακολουθούν τα λογοτεχνικά κείμενα του Θανάση Σάλτα αφιερωμένα στον Κύπρο.
ΔΙΗΓΗΜΑ: «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ»
Κάποτε στην αυλή μου, ο κήπος ήταν γεμάτος λουλούδια. Γεράνια, τριανταφυλλιές, μικρές λεμονιές και πορτοκαλιές. Στην πίσω πόρτα της αυλής μου, μια καφετιά ξύλινη πόρτα. Εκεί είχα κρεμάσει το παλιό πράσινο ποδήλατο μου… Ταίριαζε τόσο πολύ πάνω στη πόρτα, που δεν το κίνησα ποτέ… Κι όμως το αταξίδευτο ποδήλατό μου, κάθε μέρα με ταξίδευε… Με οδηγούσε μακριά, με έκανε να ονειρεύομαι, να προσμένω τον άγνωστο που θα με πάει μακριά…Όταν άκουγα ντριν ντριν το κουδουνάκι του έτρεχα σαν τρελή… Γιατί; Μα είναι απλό γιατί ήταν το σύνθημα πως ερχόταν ο άγνωστος…Ναι, πάνω στο μπροστινό καλαθάκι του λατρεμένου ποδηλάτου μου, έστεκε ένα σιδερένιο κουτί. Το μαγεμένο κυτίο…Το ασημένιο γραμματοκιβώτιο…
Εκείνος ερχόταν συχνά, με την τσάντα του κρεμασμένη χιαστί και μ’ άφηνε τα γράμματα… Κάποτε μου άφηνε κι ένα τριαντάφυλλο που το είχε κόψει από έναν ξένον κήπο… Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει σαν άκουγα το κουδούνι… Πόσες φορές δεν σκόνταψα κι έπεσα χάμω, και μάτωσα τα γόνατά μου από την αγωνία να τρέξω να ανοίξω το κουτί, να δω τι μου είχαν στείλει…
Κάποιος μου έστελνε γράμματα, δεν ξέρω ποιος ήταν, μα έγραφε τόσο ωραία… Και κάθε φορά κάτι αλλιώτικο μου έστελνε…. Ένα μικρό δωράκι, μην φανταστείς τίποτα αξίας… Να, μια φορά άνοιξα και βρήκα ένα πουπουλένιο φτερό γιατί μου έγραφε πως μου στέλνει ένα χάδι… Μιαν άλλη φορά μου έστειλε ένα μικρό κοχυλάκι, για να το κρεμάσω στ’ αυτί μου και να ακούω τη θάλασσα…
Απορούσα… Δεν ήξερα ποιος ήταν, ποιος αλήθεια να με είχε δει και να με έχει ερωτευθεί τόσο παράφορα; Μια μέρα ρώτησα τον ταχυδρόμο:
-Ποιος στέλνει τα γράμματα;
-Άγνωστο, μου είπε, οι ταχυδρόμοι, δεν βλέπουν τους αποστολείς, μόνο τους παραλήπτες….
Χαμογέλασα κι επέστρεψα σπίτι… Πόσα όνειρα έκανα, αχ να ήταν πρίγκιπας ή ποιητής ή εφοπλιστής, αχ δεν ξέρω τι θέλω να ήταν, πάντως ήταν ένας επίγειος θεός…
Ο Ερμής είχα διαβάσει ήταν ο αγγελιοφόρος των Θεών ή ο φτερωτός Θεός του έρωτα ή Έρωτας ήταν ο Ερμής δεν θυμάμαι καλά, είχα μπερδευτεί γιατί δεν ήμουν ποτέ καλή στα αρχαία και στη μυθολογία… Όμως ήξερα πως η καρδιά μου σπαρτάραγε όταν ερχόταν ο ταχυδρόμος, όταν ερχόταν το μήνυμα από το κουδουνάκι ντρι ντριν, το μήνυμά των Θεών, κάτι με αναστάτωνε μέσα μου, τα παράταγα όλα κι έτρεχα σαν παλαβή στο ποδήλατό μου. Το καβαλούσα και πετούσα ψηλά με τα φτερά του έρωτα…
Οι μέρες κυλούσαν, και τα γράμματα μαζεύονταν σωρό κάτω απ’ το μαξιλάρι μου… Ήταν πολλά και πια δεν χωρούσαν κάτω απ’ το προσκεφάλι μου, και τα έκρυβα κάτω από τα σκεπάσματα, κάτω από το στρώμα, κάτω από το κρεβάτι, παντού… Το δωμάτιό μου ήταν το μαγεμένο κρησφύγετο μιας ερωτευμένης πριγκίπισσας που κοιμόταν σε πουπουλένια σκεπάσματα ποίησης… Τόση ποίηση γύρω μου, μέσα μου, η ευτυχία ολόγυρά μου…
Μια μέρα ο ταχυδρόμος με κοίταξε προφητικά στα μάτια και μου είπε:
-Φοβάμαι….
-Τι φοβάσαι; του είπα….
-Το αύριο, μου είπε, με άφησε ένα τριαντάφυλλο κι έφυγε…
-Ε ταχυδρόμε, το γράμμα…, του φώναξα, Δεν μου τ’ άφησες…
-Αύριο, φώναξε εκείνος κι έφυγε…
Μα το αύριο δεν εφάνηκε ποτέ… Ξημέρωνε Ιούλιος, του Αη-λιός ήταν θυμάμαι… Δεν άκουσα κουδουνάκι μα κάποιες σειρήνες να σφυρίζουν τα χαράματα …Έτρεξα, βρήκα την πόρτα σπασμένη, τις ρόδες του ποδηλάτου ανάποδα γυρισμένες να τρέχουν σαν τρελές… Το ασημένιο κουτί τρυπημένο από μια σφαίρα, κι έτρεξα να ανοίξω να βρω το γράμμα, το υποσχόμενο γράμμα…. Μα γράμμα δεν υπήρχε, υπήρχε ένας φάκελος με μόνο μια σφαίρα, και χαραγμένη απέξω του με κόκκινο χρώμα μια λέξη μόνο, η λέξη: Φοβάμαι….
Δεν τον ξανάδα ποτέ από τότε τον άγνωστο ταχυδρόμο, δεν έμαθα ποτέ το όνομά του, θυμάμαι μόνο την μορφή του, ένας φτωχός Θεός, ένας μικρός Ερμής που ερχότανε σφυρίζοντας εκείνες τις άγιες μέρες να με βρει..Μα τώρα έχει πετάξει μακριά, κι ακόμα περιμένω σαν υπόσχεση να μ’ αφήσει το γράμμα του, το τελευταίο….
Ακόμα δεν έχω καταλήξει σίγουρα μέσα μου… Γιατί αλήθεια δεν το ξέρω αν πράγματι ήταν αυτός ο τελευταίος, αποστολέας-ποιητής μου, όχι αυτό δεν το ξέρω…. Ξέρω όμως καλά πως εγώ υπήρξα η τελευταία παραλήπτης κι εκείνος υπήρξε ο τελευταίος ταχυδρόμος της Κερύνειας…
Κι έπειτα ξέρω, πως όλα χάθηκαν για πάντα, κι αυτός, και τα γράμματα κι ο κήπος και το αταξίδευτο ποδήλατό μου… Κι από τότε όταν ακούω για Κύπρο δακρύζω….
ΒΕΡΕΜΙΑΣΕ Η ΚΑΡΔΟΥΛΑ ΜΟΥ
Βερέμιασε η καρδούλα μου
στην ξενιτιά, στα ξένα…
Αχ πόσες φορές μανούλα μου
το ζήλεψ’ η ψυχούλα μου
ζεστό ψωμί από σένα…
Λησμόνησα την γειτονιά,
τον κήπο με την λεμονιά,
το πατρικό μου χώμα…
Μα πιο πολύ λησμόνησα,
κάποια κυρά-Αρχόντισσα,
την πιο γλυκιά Μαντόνα…
Βερέμιασε η καρδούλα μου
κι απόκαμε στα ξένα…
Αχ πόσες φορές μανούλα μου
γιομίσαν τα μπαούλα μου
με γράμματα από σένα…
Νοστάλγησα την γειτονιά,
τον κήπο με την λεμονιά,
το πατρικό μου χώμα…
Αχ ξενιτιά μου, μάγισσα,
την μάνα μου λαχτάρισα,
την πιο γλυκιά Μαντόνα…
Βερέμιασε η καρδούλα μου
στην ξενιτιά, στα ξένα…
Αχ πόσες φορές μανούλα μου
δεν έκλαψα για σένα…
«ΙΟΥΛΗΣ 74»
Κείνη τη μέρα οι σειρήνες σφυρίζανε , τα βόλια διώχνανε τα χελιδόνια,
οι καμπάνες χτυπούσαν σαν τρελές, κι ύστερα ηχούσαν σ’ ένα βαρύ πένθος…
Στις εκκλησιές η πανήγυρης σώπασε,
το Ευαγγέλιο δεν ειπώθηκε ποτέ, ο άρτος δεν μοιράστηκε ποτέ,
της Θεοτόκου η παράκληση έμεινε στον 142 ψαλμό:
«ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου, εταπείνωσε εις γην την ζωή μου…»
Οι άνδρες εμείς, ένας, ένας πηγαίναμε στη σειρά για το χρέος μας,
λύναμε το παπούτσι και δέναμε τ’ άρβυλο
αφήναμε το τσαπί και πιάναμε τ’ όπλο,
κενώναμε τα άγια σπίτια μας, κι απλωνόμασταν φορτωμένοι στις πλαγιές, στα βουνά…
Πίσω η μάνα ακόμα μαγείρευε,
κόκορα χυλοπίτες, στο σοφρά ένα καρβέλι ψωμί,
το παιδί μόλις πέντε χρονών, μόνο αθώο συλλάβιζε…,
Κείνη τη μέρα έγραφε στο μικρό του τετράδιο, έγραφε τις πρώτες σχολικές του εργασίες,
Κείνη τη μέρα, μάθαινε λέξεις και γράμματα, μάθαινε τη πρώτη του ορθογραφία
κρότοι πολλοί, ζέστη πολλή, κλαίω πολύ…
Κείνη τη μέρα, μάθαινε να μετρά τους πρώτος αριθμούς, μάθαινε τη πρώτη του αριθμητική
ένας νεκρός, δύο νεκροί, τρεις νεκροί….χίλιοι νεκροί…
Κείνη τη μέρα, μάθαινε να ζωγραφίζει τα χρώματα, μάθαινε τη πρώτη του ζωγραφική
κόκκινο, μαύρο, αίμα και θάνατος, και πάλι κόκκινο και πάλι μαύρο…
Κείνη τη μέρα, μάθαινε να ξεχωρίζει τις χώρες, τα σύνορα, μάθαινε τη πρώτη του γεωγραφία
Κερύνεια πόλη-Κύπρος, όχι Κερύνεια πόλη Εάλω, Κερύνεια πόλη-Τουρκία…
Κείνη τη μέρα, μάθαινε να κρατά χρονολογίες, μάθαινε την ιστορία,
στο μικρό του τετράδιο έγραφε: 20 του Ιούλη 1974…
………
Ιούλιος 2020, σήμερα, ανασκαφές Κερύνεια,
το ημερολόγιό του μισοκαμένο ευρέθη,
για το παιδί που το έγραψε δεν ξέρουμε ακόμη, αφού,
Κείνη τη μέρα τ’ Αηλιός, ήταν που εχάθηκε για πάντα…
Ήταν μωρό σχεδόν, μα άνδρας δεν γύρισε ποτέ…