Τελευταία φορά που τον είδα έπινε νερό από την Κιβωτό. Έτσι, ονόμαζε το ξύλινο φλασκί που είχε περασμένο με κορδόνι στο λαιμό. Από μικρός έδινε περίεργες ονομασίες στα αντικείμενα και στους ανθρώπους. Το πραγματικό του όνομα δεν το έμαθα ποτέ. Ως Νιφετός μου είχε συστηθεί. Ήταν δεκατριών κι ήμουν εννέα. Καλοκαίρι του ογδόντα πέντε. Συρρικνωνόταν η πόλη απ’ τη ζέστη, Χιονοθύελλα σημαίνει τ’ όνομα μου διευκρίνισε, αλλά μη φοβάσαι, δεν θα λιώσω πριν τελειώσω τον επικήδειο του γάτου μου. Κρατούσε Faber μαύρο -νούμερο δύο- και σπιράλ μπλοκάκι. Σημείωνε κάθε τόσο μια δυο λέξεις και τα έβαζε στην τσέπη. Περπατήσαμε ανάποδα ως το σπίτι μου. Θα σε φωνάζω “Νώε”, μου είπε όταν φτάσαμε. Αυτό το “Αντώνης” μια μέρα θα σε πνίξει.