Εις μνήμην Ιωάννη Βλαχογιάννη
¥
Φάρσα εμπνευσμένη
Από την ελαφρότητα
Με την οποία
Τα έθνη
Ερεθίζονται
Εσωτερικό παλαιάς οικίας, σωσμένης με τον ειδικό χαρακτήρα της εποχής της. Οι επισκέπτες ανεβαίνουν από μια σκάλα και έρχονται στο φως της σκηνής. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με αυτήν την εκστατική έκφραση όσων βρέθηκαν για μια στιγμή πλάι στις πιο θαυμάσιες σελίδες της ιστορίας, περιεργάζονται την ποικιλία των εκθεμάτων. Συγκεκριμένα, οι κυρίες πλησιάζουν τα σαμοβάρια και τα ανάκλιντρα, τις πινακωτές, το κανάτι που έμαθε να σιωπά του νερού τα μυστικά. Οι κύριοι θαυμάζουν τον οπλισμό, την περίτεχνα σκαλισμένη σκανδάλη, τα ανάγλυφα αρχικά πάνω στην πιστόλα, το μαχαίρι με το λαμπρό θηκάρι, μια θερινή στολή αξιωματικού με μισοφαγωμένο το μανίκι. Στους τοίχους υπάρχουν βεβαίως κάδρα με προσωπογραφίες ηρώων της περιοχής, ανδρών που διέθεσαν δίχως υπεροψία όλο τους το βιος στον αγώνα και το ιδεώδες εκείνο δίκαιο. Το χέρι της ιστορίας το περιφρόνησαν, την συνήθειά του να μην αποδίδει ποτέ ό,τι αρμόζει. Το πάτωμα αφήνει κρότους, ένα ζώο γέρικο και νωθρό κατοικεί μες στις πέτρες. Μας κοιτά από τις χαραμάδες, χάνεται σαν πλησιάζουμε, ακούμε που σέρνεται ως μες στα σκοτάδια. Όμως δεν είναι της παρούσης ετούτο ο μεσιανός τοίχος.
Η κυρία ξεναγός υπήρξε από την άλλη μια θαυμάσια επιστήμονας. Γνώριζε με επάρκεια όλη εκείνη την εθνολογική περιουσία και για το κάθε τι είχε μια ιστορία να πει. Μια μικρή τραγωδία, μια λαθραία ζωή, σε αμπάρια πλοίων και παζάρια χιώτικα. Λεπτομέρειες για τα υαλικά, τα λάβαρα, ένα αντίγραφο της Αγίας Γραφής με πέταλα στάχτες ανάμεσα στις σελίδες. Όλα είχαν μαζευτεί σε εκείνο εκεί το δωμάτιο μοναχά για να πεθάνουν. Κρατούσαν επτασφράγιστες λαβές, η Πέργαμος ξύπναγε πάνω στα κάτοπτρα και τις καδένες. Και οι καθρέφτες, πώς κλαίγαν οι καθρέφτες, καταιγίδες υδραργύρου μες στο παλιό σπίτι. Όλες οι αποικίες και όλοι οι αγώνες πύκνωναν σε εκείνη εκεί την σάλα, συνθέτοντας από το τίποτε πια, μια πλευρά της ιστορίας.
Η κυρία ξεναγός παρουσιάζει στο κοινό ένα εβένινο ρολόι με επιχρυσωμένους δείκτες και ξύλινη σκεπή ώριμης ξυλείας. Στην βάση του αναγράφει τον αφιερωματικό του σκοπό. Μια μεταλλική πλακέτα με χτυπημένα γράμματα. Η κυρία ξεναγός αποτραβιέται από το πλήθος. Είναι ντυμένη με μια παραδοσιακή φορεσιά. Το πορφυρό ζωνάρι της πέφτει στους μηρούς της, μικροί θύσανοι χορεύουν στο στρίφωμα. Ψηλά οι πτυχώσεις του φορέματός της δίνουν μια αίσθηση αρχαίας, ελληνικής κόρης που αγρυπνά τον καιρό της και ρακένδυτη γυρίζει τις άγριες εξοχές. Το σύγγραμμα του Βλαχογιάννη βρίσκεται σε θέση περίοπτη, ανοιχτό σε μια τυχαία καταγραφή από τις χιλιάδες που κατόρθωσε ο ερευνητής καθ΄όλη την διάρκεια του πνευματικού του βίου. Τονίζεται από έναν υπερυώδη φωτισμό που κάνει γαλάζιο, σκέτο κοβάλτιο τον κόσμο. Η κυρία ξεναγός μιλά. Ακούγονται μονάχα ήχοι εκείνου του πλάσματος που σπαράζει το μέσα του σπιτιού, μισός Μινώταυρος, μισός πρόσφυγας μπλεγμένος στους κάλπικους αιώνες.
Κυρία Ξεναγός : [φέρνει μια εξαίσια στροφή και εκεί στο μέσον της σάλας διηγείται μια ακόμη ιστορία] Ετούτο το υποδειγματικό ρολόι αφιέρωσε ο Γ. στον ηρωισμό του συντοπίτη του Κ. Οι δυο τους αντάλλαξαν δώρα λαμπρά και στήριξαν με την ομοψυχία τους όλη την αγωνία του Μοριά, όταν εκείνη έπνεε την έσχατη πνοή της, νικημένη από τις έριδες, τις προδοσίες, τους μεγάλους κινδύνους. Με αυτό το ρολόι ο Γ. τιμούσε με ξεχωριστό τρόπο τον σύντροφό του στις ντάπιες του αγώνα. Ο συμβολισμός του εντοπίζεται στο πλήθος των μελλοντικών ωρών που εύχεται ο δωρίζων στον λήπτη του αριστουργήματος. Η περίπτωση των υαλικών, – κοιτάξτε πώς αφθονούν από τις έρευνες που πραγματοποιήσαμε-, αφορά μια βενετσιάνικη ιδιοτροπία που σημείωσε την ακμή της κατά την διάρκεια του αγώνα. Βλέπετε, όλα τα δείγματα της πιο υψηλής τέχνης, βρήκαν εδώ την πιο πιστή εφαρμογή τους. Πόρτες της Ραβέννα και ρόπτρα με γρύπες και Αντιόπες και μικρούς, ταπεινούς θεούς, αφοσιωμένους στα κύματα.
Το πλήθος ακολουθεί με την ηρεμία ενός κοπαδιού που από τίποτε δεν κινδυνεύει. Έξω το καλοκαίρι χαλά τον κόσμο και δεκαεξάχρονες Μακεδονίτισσες πέφτουν στα πόδια του Χριστού του Ιουλίου, μια ώρα μικρή, την τελευταία του κόσμου ώρα.
Ο κύριος με το παράστημα και το ακέραιο παρουσιαστικό βγαίνει από την σειρά του. Πίσω του παιδιά με ξεπλυμένη ζωή και πεινασμένα μάτια. Ολόκληρο το έθνος πορεύεται πίσω του και εκείνος που ουδέποτε φαντάστηκε το βάρος της μοίρας του, ποζάρει με αμφίεση θερινή στο μέσον του εκστατικού εκείνου πλήθους.
Σεβάσμιος επισκέπτης: (κανείς και ποτέ δεν θαύμασε περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο κανείς αφαιρεί από πάνω του τα αμερικανικά μέσα της σκιάσεως) Συγνώμη που σας διακόπτω, μα δεν μας έχετε πει κουβέντα για τούτα εδώ. (δείχνει κάτι σκουριασμένες πιστόλες που κοιτούν αντιθετικά) Βλέπετε τυγχάνει να έχετε ενώπιών σας έναν απόμαχο στρατιωτικό. Υπηρέτησε στην ιστορική υπηρεσία όπλων, κατέγραψε μια πλειάδα οργάνων που πέρασαν από την επικράτεια. Όργανα που ευθύνονται για συρράξεις, ερωτικά εγκλήματα, υποθέσεις εθνικές. (ανακτά το παράστημά του, στέκει προσοχή σαν να μιλά για κάτι ιερό και άπιαστο) Το λοιπόν, να μας αφιερώσετε μερικές λέξεις για αυτά τα χαριτωμένα ευρήματα. Και μια και το έφερε η κουβέντα, θα μπορούσε κανείς να φωτογραφηθεί με τούτα ανά χείρας; Θα ήταν μεγίστη τιμή και ένα είδος ηθικής ολοκληρώσεως, φανταστείτε, τότε και τώρα στα χέρια του στρατού. (χαμογέλασε έξυπνα με το σχόλιό του)Λοιπόν, θα ικανοποιήσετε το αίτημά μας; Τέτοιες φωτογραφίες συμβολίζουν τον δεσμό μας με την αέναη αγωνιστικότητα, την ετοιμοπόλεμη διάθεση. Αυτές οι πιστόλες συμβολίζουν τον ακατάπαυστο αγώνα τότε και τώρα, την έτοιμη θυσία. (οι άλλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό, κάποιοι χειροκρότησαν και ένιωσαν τιμή που είχαν ανάμεσά τους κάποιον με τέτοια ένταση στις ιδέες του)
Κυρία Ξεναγός: Ω, λυπάμαι, (πλησιάζει τις πιστόλες, το πλήθος ανοίγει, κάνει χώρο) Κάτι τέτοιο θα ήταν ανάρμοστο. Η θέση τους είναι αδιαπραγμάτευτη, η ιερότητά τους καθιστά την πρότασή σας ανεφάρμοστη.
Σεβάσμιος επισκέπτης: Με απογοητεύετε. Ωστόσο, θα δείξουμε την δέουσα πειθαρχία. Όχι από φόβο και ιερότητα μα από μεγαλοψυχία. (διατηρεί ένα ύφος ενοχλημένο, ψιθυρίζοντας, «άραγε τι μέλει αν αυτά τα άχρηστα πράγματα αποτελέσουν ιδανικό ντεκόρ για ένα καρέ;», κοιτώντας γύρω του με απέχθεια και ερωτηματικά σωρό, σαν κάτι εντός του να αμφέβαλε βαθιά και αδιόρθωτα.)
(η γυναίκα τον πλησιάζει. Ξεκρεμάει τις πιστόλες από την θέση τους, ο σεβάσμιος επισκέπτης κάνει ένα βήμα πίσω) Να, ορίστε, κρατήστε τις για λίγο μόνο, όμως ε; Έτσι όπως τα είπατε, πώς να σας αρνηθεί κανείς. Θα ήτο έγκλημα μεγέθους ηθικού. (γελάμε αμηχανία, μαζεύοντας το κουράγιο της για ότι θα ακολουθήσει.)
Μα δεν μπορείτε; Διστάζετε; Σας πλήγωσαν όσα είπα; Να με συγχωρείτε, θα ήταν κρίμα να απογοητεύσω ένα τόσο σπουδαίο πρόσωπο. Εσείς που έχετε την πατρίδα τόσο ψηλά. Μα φαίνεται, φαίνεται σας λέω, στην αμερικάνικη, Τρίτη ηλικία σας που φέγγει επάνω σας. Ελάτε, μην φοβάστε την σκουριά. Είναι ελληνικό ιδίωμα, οι ποιητές γράφουν για εκείνη, όμως κανείς δεν προσέχει όσα κρύβονται στο πλάι της ζωής μας και έτσι τα ποιήματα κοιμούνται για πάντα στο βουνό και την στάνη. Ελάτε, εσείς το δικαιούστε, εσείς που αγωνίζεστε για την πατρίδα, εσείς που θα ποζάρετε με την ωραία στολή σας στην αυγή των διακοσίων χρόνων, εσείς, μόνο εσείς. (αλλάζει το ύφος της, τον πλησιάζει και γίνεται σκληρή στο ύφος και το πρόσωπο.)Είναι ένα τραγούδι, το λένε οι Βλάχοι απάνω στις κορφές, το γράφουν οι εκκλησιές και τα μνήματα. Λέει, κύριε, εκείνο το τραγούδι που με το ζόρι ακούγεται μες στα τεμένη τα γεμάτα φαντασίες, λέει, πως ότι ανήκει στον νεκρό μαζί του να σκουριάζει. Ρωτήστε στο καφενείο, θα σας πουν. Τα άρματα αυτά η ιστορία και οι μελετητές τα λένε άνεργα, κύριε, άνεργα.
Η ξεναγός κρεμάει τις πιστόλες, ρίχνει ένα βλέμμα στον σεβάσμιο επισκέπτη και χάνεται από την εσωτερική σκάλα. Στέκει στην κουπαστή όταν ακούγεται το ωραίο άγημα των νεαρών οπλιτών που λαμβάνει κάθε μέρα κοντά στο δείλι. Δεν φορούν τα τυπικά, όμως πειθαρχημένοι, ως έρωτες βαδίζουν. Ένας χορός αρχαίος , ξεστρατιμένος από την πίκρα του έφθασε ως την αυλή μας. Είπε το τραγούδι του και χάθηκε. Ο σεβάσμιος επισκέπτης φορά τα μαύρα του γυαλιά, το εμβατήριο που πλησιάζει φαντάζει κάλπικο για εκείνον . Και δεν μιλά και μήτε βλέπει καθώς πέφτει επάνω στην σκηνή, με μέσα τεχνητά, η νύχτα, που λένε, των αιώνων. Μες στις τσέπες του γυρεύει μια ταυτότητα, όμως μάταια. Κάποτε η φάρσα παίρνει ένα τέλος.
Απόστολος Θηβαίος