Ρένα Λασπίτη | Συσκευές άδειες από μπαταρία

© Jacques Henri Lartigue

Είναι είκοσι Ιουλίου, περασμένα μεσάνυχτα, και βρίσκομαι μέσα σε μια άθλια λαχανί σκηνή σε μια παραλία ενός νησιού των Κυκλάδων που το λένε Ηρακλειά. Είμαι ταλαιπωρημένη, βρώμικη και τυλιγμένη με μια πετσέτα θαλάσσης. Εκείνος κάθεται δίπλα μου, καπνίζει και κοιτάει με το βλέμμα της αγελάδας την…κάτσε να δεις πως μου την είπε… φεγγαρότα…όχι όχι, φεραστράτα… όχι….Το βρήκα! Τη γαμημένη φεγγαρόστρατα, το δρόμο του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα, όπως μου εξήγησε. Κοιτάω μια αυτή, τη φεγγαρόστρατα, και μια εκείνον. Και ξαφνικά μέσα στην ησυχία ακούω τη φωνή μου να του φωνάζει σχεδόν υστερικά:

– Γιώργο παιδί μου είσαι μαλάκας;

– Ρε Τζίνα είσαι καλά; Τι τρόπος είναι αυτός που μου μιλάς, έχεις ξεφύγει εντελώς;

– Ναι Γιώργο έχω ξεφύγει εντελώς, έχεις καταλάβει που είμαστε αυτή τη στιγμή και που θα έπρεπε να ήμασταν υπό κανονικές συνθήκες;

– Που είμαστε ρε Τζίνα;  Σε μια υπέροχη παραλία του Αιγαίου είμαστε.

– Ενώ κανονικά που θα έπρεπε Γιώργο;

-Εντάξει ρε Τζίνα στο ξενοδοχείο μας θα έπρεπε να είμαστε. Ένα λάθος έγινε, τι να κάνουμε τώρα, μια νύχτα είναι θα περάσει.

-Δεν έγινε μόνο του το λάθος Γιώργο, εσύ το έκανες.

-Ρε Τζίνα εσύ δεν μου είπες να κάνω την κράτηση του ξενοδοχείου από το διαδίκτυο γιατί μας συνέφερε οικονομικά;

-Ναι ρε Γιώργο εγώ στο είπα, αλλά πρώτα έπρεπε να κάνεις την προ κράτηση και στη συνέχεια την τελική κράτηση η οποία θα είχε και ισχύ. Εσύ όμως την τελική κράτηση δεν την έκανες ποτέ.

-Μα την έκανα!

-Όχι Γιώργο δεν την έκανες, εσύ μου έδωσες το κινητό σου για να το δω όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο και η ξενοδόχος μας ενημέρωσε ότι δεν υπάρχει καμία τελική κράτηση στο όνομά μας. Είμαστε πολύ τυχεροί  που αύριο το μεσημέρι θα έχει διαθέσιμο δωμάτιο.

-Κι όμως ρε Τζίνα εγώ θυμάμαι πως έκανα και την τελική κράτηση.

-Είσαι και αδιάφορος με οποιοδήποτε θέμα αφορά και διεκπεραιώνεται μέσω τεχνολογίας και ισχυρογνώμων. Δώσε μου το τηλέφωνό σου παιδάκι μου να σου δείξω τι έκανες και τι έπρεπε να κάνεις κανονικά.

-Ορίστε, πάρτο….και απλώνει το χέρι του και μου το δίνει. Αρχίζω να γκουγκλάρω και διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει καν σήμα. Γρυλίζω και μετά φωνάζω.

-Πως γίνεται να επιλέγεις να πηγαίνουμε στα πιο απίθανα μέρη όπου ο χρόνος είναι σαν να μην πέρασε ποτέ από πάνω τους; Mου λες;

-Γιατί ρε Τζίνα δεν είναι υπέροχα εδώ;

-Ναι ρε Γιώργο μου μου ωραία είναι, αλλά δεν αντέχω πια την εμμονή σου με την άγονη γραμμή. Είναι δυνατόν πέρσι να με πας σε νησί όπου δεν είχε καν ATM; Δεν μπορείς να βρίσκεσαι πάντα στο κόσμο σου, να ζεις στο χτες.

-Πάλι προσπαθείς να μειώσεις τις σπουδές και τη δουλειά μου. Μα είναι τόσο κακό που είμαι Αρχαιολόγος;

-Όχι ρε Γιώργο μου δεν είναι κακό, κακό όμως είναι να ζεις σαν αρχαίος Έλληνας. Έχεις θέμα παιδί μου με την τεχνολογία, έχεις άρνηση. Δεν είναι τωρινό αυτό που συμβαίνει, είναι η γενικότερη  στάση σου.

-Εντάξει ρε Τζίνα εγώ δεν σπούδασα πληροφορική σαν εσένα, δεν ξέρω απ΄αυτά.

-Τι λες ρε Γιώργο, με εξοργίζεις, θα σε κοπανίσω, τι σχέση έχει αυτό, απλώς είμαι ένας άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας της εποχής του.  Όσο σκέφτομαι ότι στο σπίτι σε έχω δει να προσπαθείς να ανοίξεις την τηλεόραση με το κοντρόλ του κλιματιστικού, τρελαίνομαι. Είσαι ούφο παιδί μου; Είναι λογικό πιστεύεις να σου λέω εδώ και τρία χρόνια πως να βάλεις σε λειτουργία το πλυντήριο ρούχων που πατάς δυο κουμπιά όλα και όλα και να μην μπορείς να το κάνεις; Και να πω ότι είσαι κανένας χαζός, όχι Γιώργο δεν είσαι χαζός, δεν γουστάρεις, βαριέσαι, δεν ασχολείσαι με οτιδήποτε έχει σχέση με την τεχνολογία. Νιώθεις ανώτερος με το να απαξιώνεις τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Ακόμα και το κινητό που έχεις διακοσμητικό είναι. Σπάνια το χρησιμοποιείς. Να σου θυμίσω πέρσι που τράκαρα; Επτά φορές σε πήρα και δεν το σήκωσες, μέχρι που γύρισες σπίτι δεν με βρήκες και ανησύχησες. Και να σου πω κάτι, άσε τις συσκευές στο σπίτι και το κινητό τηλέφωνο, επιτρέπεται όμως εσύ που είσαι άριστος στη δουλειά σου και όλοι σε θαυμάζουν να μην χρησιμοποιείς σχεδόν ποτέ τον υπολογιστή και να γράφεις τα πάντα στη γραφομηχανή και να καθυστερείς υποστηρίζοντας ότι έχει άλλου τύπου αισθητική που σου ταιριάζει καλύτερα; Ακόμα και το mailbox σου, απαραίτητο εργαλείο για τη δουλειά σου, το ανοίγεις μια φορά το μήνα και αν….

Όχι Γιώργο μου, και ο Σλίμαν αν ζούσε το δύο χιλιάδες δεκαοχτώ θα χρησιμοποιούσε και το κινητό και το mailbox και τον υπολογιστή για την έρευνα και για τα συγγράμματά του. Όλα αυτά σου κάνουν τη ζωή πιο εύκολη. Πότε θα το καταλάβεις; Είσαι απροσάρμοστος αγόρι μου, αυτό είναι το πρόβλημά σου!

-Τα έχουμε πει αυτά Τζίνα μου, τα έχουμε πει πολλές φορές, δεν είμαι πληροφορικάριος όπως εσύ. Ούτε έχω εμμονή με ότι γκάτζετ δω, ούτε φρικιό του διαδικτύου είμαι. Είσαι λογική εσύ που όταν μαγειρεύεις ακούς μουσική από το youtube, τσατάρεις παράλληλα με τις φίλες σου και ανεβάζεις φωτογραφία στο Instagram για να δουν τρεις χιλιάδες άγνωστοι φίλοι σου ότι σήμερα φάγαμε μαρόνια με κιμά; Έχεις το θράσος και μιλάς εσύ ρε Τζίνα; Εσύ που έχεις καταντήσει τη κουζίνα μας σαν κατάστημα με ηλεκτρικά είδη; Και να ήταν μόνο αυτό; Επιτρέπεται για να πας μέχρι τη γωνία με το αυτοκίνητο να χρησιμοποιείς  GPS;

-Τι λες ρε Γιώργο θα με τρελάνεις; Aφού δεν προσανατολίζομαι και το ξέρεις!

-Ε βέβαια δεν προσανατολίζεσαι, γιατί το έχεις χάσει εντελώς, σε έχει κάνει ανίκανη το GPS κορίτσι μου, στο τέλος θα το βάζεις και όταν γυρίζεις σπίτι απ΄τη δουλειά γιατί θα ξεχάσεις και αυτόν τον μοναδικό δρόμο που ξέρεις! Την προηγούμενη εβδομάδα ξέρεις τι μου είπε ο φαρμακοποιός δίπλα στο σπίτι μας; «Η γυναίκα σας είναι καλά; Την είδα στο δρόμο να μιλάει μόνη της και να γελάει!». Τι να του πω Τζίνα, ότι είσαι τεχνολογικό φρικιό; Που πήγες και πήρες για ακουστικό αυτή τη μαλακία που μπαίνει μέσα στο αυτί σου και δεν φαίνεται και όταν μιλάς στο κινητό στο δρόμο μοιάζεις λες και το έχεις σκάσει από το Δρομοκαΐτειο….Εγώ στην Αμφιλοχία που μεγάλωσα δεν είχα τέτοια πράγματα, ούτε τα χρειαζόμουν. Ζούσα ήρεμος και ευτυχισμένος. Όποιος ήθελε να με βρει με έβρισκε. Δεν ήμουν υποχρεωμένος να έχω κινητό τηλέφωνο το οποίο έπρεπε να σηκώνω ανά πάσα στιγμή. Να σου θυμίσω τι έγινε πριν μια εβδομάδα που ξεκινήσαμε να κάνουμε έρωτα; Σου είπα: «Kλείσε το τηλέφωνό σου Τζίνα, θα μας κόψουν, είναι απόγευμα», εσύ φυσικά δεν το έκλεισες και πήρε η μάνα σου, η Μαρία, μέχρι και από την Τράπεζα πήραν για να μας πουν να βάλουμε τη δόση για το καταναλωτικό δάνειο…Και εσύ το σήκωνες Τζίνα, και μίλαγες Τζίνα, και κάθε φορά που το σήκωνες μου έπεφτε το δικό μου… Μέχρι που σηκώθηκα απο το κρεβάτι ξενερωμένος και εσύ γύρισες να μου πεις ότι δεν σε γουστάρω όπως παλιά. Σε γουστάρω Τζίνα, σε γουστάρω όπως παλιά και ας είσαι τρελή, αλλά ούτε να πηδηχτούμε πια δεν μπορούμε. Ντριν το κινητό σου, μπιμπ το Messenger, μπιμπ μπιμπ τα like στο Facebook και στο Instagram, παράτα με ρε Τζίνα… Και να βγάλεις τον ήχο των γρύλων από τα μηνύματά σου που νομίζω ότι ζούμε παρέα με τους γρύλους στο μικρό σπίτι στο λιβάδι.

-Γιατί Γιώργο μου;  Στην Αμφιλοχία δεν είχατε γρύλους;  Εκεί δεν σε πείραζαν;

-Όσο για τη γραφομηχανή μου Τζίνα είναι υπέροχη και απολαμβάνω να γράφω εκεί, το κατάλαβες;

Έχουμε δεκαπέντε συσκευές από το telemarketing για να κόψουμε ένα γαμημένο μαρούλι και σε πείραξε η γραφομηχανή μου;

– Ώχου ρε Γιώργο με τις μαλακίες σου….σε βαρέθηκα πια με αυτό το θέμα.

Και λέγοντας αυτά μπαίνω στη σκηνή και σκεπάζομαι με την πετσέτα θαλάσσης για να κοιμηθώ. Ξαπλώνει και εκείνος δίπλα μου.

-Μη τυχόν και με ακουμπήσεις, του λέω απειλητικά και τραβιέμαι θυμωμένη. Με ακινητοποιεί μέσα στην αγκαλιά του.

-Όχι Τζίνα μου αγκαλιά θα κοιμηθούμε, φώναζε όσο θες. Εδώ δεν μας ακούει κανείς, ούτε θα χτυπήσουν τα κινητά και τα μηνύματα, δεν έχουμε σήμα!

-Καλά καλά, αύριο θα σηκωθώ να φύγω, θα πάω στη Μαρία στην Πάρο!

Δεν μου απαντάει. Λίγο μετά θα ακούσω τη φωνή του: «Έχει κουνούπια, μου έφαγαν τα πόδια», και αρχίζει να ξύνεται με μανία. 

-Στο ξενοδοχείο θα ήσουν μια χαρά, θα είχαμε αντικουνουπικό μηχανάκι. Τώρα κάτσε να σε φάνε και μην παραπονιέσαι. Στο Αμφιλοχία που μεγάλωσες είχες αντικουνουπικά  μηχανάκια; Εκεί δεν σε έτρωγαν Γιάννη μου;

Αποκοιμηθήκαμε εκεί στην άθλια λαχανί σκηνή μας εξοντωμένοι από τον καυγά μας, σαν συσκευές άδειες από μπαταρίες. Ο ύπνος μας θα τις φόρτιζε, την επόμενη μέρα είχε και συνέχεια!

 


Η Ρένα Λασπίτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Στην εφηβεία  ξεκίνησε να γράφει παραμύθια και διάφορα κείμενα που άλλοτε τελείωναν και άλλοτε όχι. Διάβαζε Τομ Ρόμπνς, Μίχαελ Έντε, Πάτρικ Ζισκίντ, Νίκο Καζαντζάκη, Νίκο Καββαδία, Τσαρλς Μπουκόφσκι και οτιδήποτε άλλο έπεφτε στα χέρια της που έκανε τα μάτια της να γυαλίζουν. Σπούδασε Εμπορία και Διαφήμιση στο ΑΤΕΙ Αθηνών και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Bournemouth University στην Αγγλία. Εργάστηκε πέντε χρόνια στη διαφήμιση ως κειμενογράφος και μετά στο χώρο των Τραπεζών όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία δύο χρόνια παρακολουθεί σεμινάρια δημιουργικής γραφής και έχει ξεκινήσει να γράφει διηγήματα. Πρόσφατα διήγημά της διακρίθηκε στο διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό της Eyelands και εκδόθηκε σε συλλογικό τόμο από τις εκδόσεις παράξενες μέρες.