Δήμητρα Πλουσίου | Σχέδια

© Saul Leiter

Ο ήλιος ήταν ψηλά. Βρισκόμασταν στα μέσα του καλοκαιριού κι όμως η πόλη δεν είχε αδειάσει ακόμη. Περπατούσαμε σιγά και ήρεμα, παρατηρώντας γύρω μας την κίνηση και τη βοή του κόσμου. Δεν είχαμε μιλήσει καθόλου για το θέμα από την ώρα που φύγαμε από το γιατρό. Μια γαλήνη και μια ανακούφιση μάς είχε ναρκώσει, ψυχή τε και σώματι. Χαζεύαμε τις βιτρίνες και κάναμε σχέδια για το μέλλον. Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο είχε καρφιτσωθεί στα χείλη μας. Ανασαίναμε ξανά. Στη γωνία του δρόμου, ένας μεσήλικας κύριος διαλαλούσε: «πέντε χαρτομάντηλα 2 ευρώ». Μπροστά του είχε ένα χαρτόνι που έγραφε: «άνεργος, όχι άεργος. Παρακαλώ βοηθήστε». Μια πίκρα σκοτείνιαζε το πρόσωπό του. «Άλλη μια μέρα εδώ να προσπαθώ για το τίποτα με το τίποτα, να προσπαθώ για τα πάντα και για το αυτονόητο- να ζήσω. Πού πήγε η ζωή μου, πού τα σχέδιά μου, πού τα όνειρά μου;» σκεφτόταν. Κοιταχτήκαμε αστραπιαία. Κατάλαβα. Σταματήσαμε για να αγοράσουμε. Του έδωσα δεκάευρο. «Κυρία δεν έχω ρέστα. Θέλεις να κάνεις ψιλά στο περίπτερο; Ένα δίευρο θέλω μόνο». Τότε εκείνη μού άρπαξε το δεκάευρο και του το έδωσε λέγοντας : «Σε παρακαλώ, παρ’ το». «Κοπελιά με προσβάλλεις», είπε και οπισθοχώρησε. «Χαρτομάντηλα πουλάω για να ζήσω, 2 ευρώ θέλω μόνο». «Σε παρακαλώ» του είπε ξανά. «Είχα όγκο. Είχα όγκο και ήμουν δύσκολα. Μόλις μου είπε ο γιατρός ότι είμαι πια καλά. Αυτό έχω μόνο. Παρ’ τα σε παρακαλώ και ζήσε!» του είπε με χαμόγελο, βάζοντας το χαρτονόμισμα στη χούφτα  του, ξεχνώντας να πάρει τα χαρτομάντηλα. Ο άπορος άντρας σάστισε. Κόμπιαζε, δεν είχε τι να πει. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Γύρισε από την άλλη πλευρά. Εγώ απομακρύνθηκα συγκινημένη. Ξέσπασα σε κλάματα. «Καλή συνέχεια» του φώναξε από μακριά. Ο πλανόδιος μικροπωλητής πήρε το πακέτο χαρτομάντηλα που προόριζε για την κοπέλα. Σκούπισε τα δάκρυά του και κατευθύνθηκε στην εκκλησία της Αναλήψεως. Άναψε ένα κεράκι και προσευχήθηκε γι’ αυτόν τον ΑΝΘΡΩΠΟ που μόλις συνάντησε τυχαία. «Μακάρι τέτοιοι άνθρωποι να φωτίζουν το δρόμο μου κάθε μέρα» σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ξάπλωσε στο παγκάκι και αποκοιμήθηκε. Το αύριο έφερνε καινούργια σχέδια.

 


Η Δήμητρα Πλουσίου γεννήθηκε το 1992. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. και εργάζεται ως παιδαγωγός. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στο “Φρέαρ” και στο “Χάρτη”, ενώ το διήγημά της “Τίποτα” διακρίθηκε στο δεύτερο διαγωνισμό διηγήματος του Ιανού “Αντιθέσεις”.