Τα παιδιά που χάνονται
Αφήνουν ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
Η νοσταλγία τους μπορεί να σε τσακίσει.
Οι πολιτείες που στριφογυρίζουν
Στους αιώνες κρατούν για εκείνα
Μια παντοτινή, πικρή αγκαλιά.
Και τα θυμούνται σε αυτό το
Κόκκινο φόντο που σημαίνει
Ο τίτλος.
Και όμως, όσοι γνωρίζουν από παιδικά παραμύθια, έχουν μες στην καρδιά τους λίγη καθαρή αλήθεια. Και έτσι πορεύονται. Δεν μιλούν ποτέ και σωπαίνουν. Δεν μιλούν για όσα ξέρουν επειδή με μια τους κίνηση μπορούν να προδώσουν το όνειρο και τότε όλα πάνε, χάθηκαν. Κανείς δεν τους υποψιάζεται όμως εκείνοι κάθε νύχτα ζωγραφίζουν σπίτια από κραγιόν με παράξενα παράθυρα και στο φόντο καταπράσινους λόφους με σύννεφα και τα ρέστα. Κάθε νύχτα που περνά γερνούν λιγότερο και έρχεται μια στιγμή που επιστρέφουν στους κόλπους της μυθολογίας του Βιργιλίου. Διαθέτουν ρόδινα πρόσωπα τότε, όπως πρέπει και ερευνητικά μάτια που όπως λένε συνιστούν χαρακτηριστικό του πιο σπάνιου τεχνίτη, πίστη ακλόνητη και ένα σωρό πολύχρωμα, γκοφρέ χαρτιά που θα μεταμορφωθούν σε μια στιγμή, -δες, κοίτα-, σε αεροπλάνα και κούκλες και σκιάχτρα με χαμογελαστά πρόσωπα που αγαπούν τις αλάνθαστες ιστορίες.
Αυτά τα είδη της χειροτεχνίας, τα βελούδα και τα ρετάλια δεν τα γυρεύουν στα μαγαζιά οι άνθρωποι. Τα αφήνουν οι άγγελοι τις νύχτες, πρόσωπα με τσαλακωμένα φτερά σαν ζωγραφιές που ξεχειμωνιάζουν σε στέγες, σύρματα και καρδιές που τρυγάνε τα χρώματα. Τις καρδιές τους τις πλημμυρίζει ο τρόμος μα στα μέσα δωμάτια των σπιτιών ξεχωρίζουν τους ίσκιους των παιδιών που τραγουδούν πριν την αυγή και κάπως ημερεύουν.
Οι φωνές τους θυμίζουν αδύναμες μουσικές που χάνονται στου δρόμου το ξόδεμα. Όμως αυτή ακριβώς η λεπτή ύφανση χαρίζει στον κόσμο την λεπτή και ιδιότυπη ισορροπία του. Παντού λάμπει μια ιδέα ασώματη και κυριαρχούν των ηρώων οι έρωτες. Οι πόλεις ζουν χωρίς διακοσμήσεις, με αυτά τα μοναχικά μπαλκόνια για περιουσία και κορνίζες από καιρούς που σκόρπισαν. Οι πόλεις ζουν ερήμην μας, με την φλόγα τους λιγοστή και την ζωή σαν τέμπλο στους ταρσανάδες, ιδρωμένη, σε χιλιάδες γλώσσες, με χιλιάδες υποσχέσεις. Και καθοδηγούνται δίχως εμείς να το γνωρίζουμε από αυτά τα παιδιά και από το παλιό, τσίγκινο άστρο που φέγγει πάνω από τις πλατφόρμες των πεπρωμένων, πάνω από τις διασταυρώσεις της σκληρής, καθημερινής αγωνίας. Ίσως κάποιος να έχει ακούσει πως οι πόλεις καθοδηγούνται από την ιστορία και τον μύθο τους. Μα υπάρχει κάτι άλλο μεγαλύτερο και αθωότερο από την λαϊκή εξιστόρηση. Και αυτό δεν είναι άλλο από τα παιδιά που δεν μεγαλώνουν και όλα μαζί μιλούν κοπαδιαστά για την ζωή και το όνειρο και την μικρή ρωγμή στο κλειδωμένο παράθυρο του ίσκιου. Την ρωγμή που αφήνει μια λεπτομέρεια λαμπρής χοροεσπερίδας να ανάψει εκεί έξω, κάνοντας τους πιο πικρούς επιταφίους της ζωής μας να σταματούν. Δίνοντας μια αφορμή και έναν λόγο στους ζωγράφους των απόψεων και τους τοπιογράφους να εγκαταλείψουν την τέχνη τους για την χάρη της ζωής. Κυνηγούν, λέει πορφύρες εκεί που σβήνει η θάλασσα το όνομά τους , μιλούν για την προσωπογραφία του ουρανού και όσα εκεί έξω φτιάχτηκαν με την λεπτή, παντοτινή φροντίδα του ουρανού. Αν ανοίξουν τα στόματά τους φτάνει καθάρια η ειρήνη των ωκεανών και ο πλούτος του ανέφικτου.
Αυτά τα παιδιά, λέει ο άγγελος πηγάζουν μέσα από τα χρονικά της ίδιας τους της τέχνης, νιώθουν βαθιά τις κλίμακες των χρωμάτων και το έπος τους σημαίνει την ιστορία ενός αρχιτεκτονικού κοχυλιού που γεννιέται κάθε καλοκαίρι στα χέρια του μικρού θεού. Τα κοριτσόπουλα ονειρεύονται φορέματα με ηλεκτρικά λαμπιόνια που χορεύουν μες στον άνεμο ενός νησιωτικού συμπλέγματος. Και τα αγόρια, πιστά στην βοή των δρόμων, δεμένα με τον χρόνο και με το ολόλευκο περιστέρι που ραγίζει τον ουρανό, βουλιάζουν μες στον σάλο της ζωής, ακούνε προσεκτικά τα παραμύθια που έχει να πει η Ζακλίν της οδού Ροντέν, ακούνε και ακολουθούν τον χτύπο του ταμπούρλου σου Ζακλίν, καθώς ανοίγεις τα πορτόφυλλα και όλες του κόσμου οι διαστάσεις χτυπούν σαν καρδιές πέρα στις πεδιάδες. Λατρεύουν να εξετάζουν με προσοχή τα άγρια νούμερα των αλόγων όταν προστάζουν οι τσιγγάνοι γητευτές. Μόνον τον έρωτα ποτέ δεν θα θυμηθούν, επειδή εκείνος ξυπνά μονάχα μια φορά στα άσπιλα μάγουλα. Και επειδή μια μετόπη τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει από την ομορφιά της. Όλα γλυπτά και ωραία και οι βασιλιάδες μάγοι που γεννιούνται από τις λάσπες της πολιτείας και το πρόσωπο της μητέρας που γεμίζει το μισάνοιχτο φρέαρ. Μητέρα πώς ονομάζουν στα μέρη το τέλειο άνθος.
Το είπε κάποτε μια τρελά ερωτευμένη Μαρία πως οι στερνές στιγμές και οι νύμφες των περιβολιών υπάρχουν μονάχα για τα παιδιά. Τίποτε δεν αλαφρώνει τις καρδιές τους, όμως κάποιοι συνεχίζουν και επιμένουν να τριγυρνούν στα παγωμένα χωράφια, κουβαλώντας για εκείνα μια ελάχιστη άνοιξη. Πολύ αργότερα όταν εσύ και εγώ θα ταξιδεύουμε μες στα φάσματα εκείνα θα πετροβολούν τις μοίρες με τα μικρά τους χέρια. Και πολύ αργότερα, όταν εσύ και εγώ δεν θα είμαστε τίποτε περισσότερο από μια χαμένη υπόθεση που προσπάθησε, τα παιδιά θα πάρουν πίσω τα εδάφη που χάσαμε. Πάει να πει τον μέσα κόσμο της πλατείας και τους πολύχρωμους τροχούς και τις αρχαίες βιοτεχνίες που κατασκευάζουν με επιμονή την ατμόσφαιρα του έρωτα και της ζωής μες σε υπέροχα εργαστήρια.
Μα τίποτε δεν θα αλλάξει. Και όλα όσα σας είπα θα παραμείνουν ψηφίδες στο χαλασμένο μου όνειρο. Ας είναι, εντός μου κρατώ βαθιά και άσβηστη την πεποίθηση πως κάποτε θα σημάνει ένα τέλος για αυτήν την αποτρόπαια κυνηγετική περίοδο. Πως οι άνθρωποι που παλεύουν τις νύχτες θα τινάξουν την σκόνη πάνω από την γλώσσα τους και θα μιλήσουν. Ως τότε, γνωρίζω καλά πως η ανέλπιδη τραγωδία καλά θα κρατά. Με δεκάδες αγνοούμενους, με την ξαφνική ομορφιά των πραγμάτων καλά κρυμμένη και τα παιδιά εκείνα βαλμένα κομψά, σχεδόν αδιόρατα στην κόψη των δρόμων. Ως τότε, συγνώμη Άννυ, συγνώμη Νίκο, Μαρκέλα, Μπεν, συγνώμη Βασούλα, Στέλλα, Μυρτώ, Άσπα λυπάμαι αληθινά. Κούκλες μου ζαχαρένιες συγνώμη για το μοντάζ αυτής της πόλης που κρατά για εσάς τις πιο σκληρές σκηνές. Συγνώμη για την θάλασσα που στέκει ανάμεσά μας, για τους φίλους μου που έμοιασαν κιόλας στους αιώνες και κάνουν πως τίποτε δεν θυμούνται. Θεοί αναπαυόμενοι πάνω στις πέτρες, κάτω από τους ήλιους, στην καρδιά μιας πολιτείας και ενός καλοκαιριού.
Απόστολος Θηβαίος