Άννα Τσαλιαγκού | Παράξενο κορίτσι

© Henri Cartier-Bresson

«Ήμουν ολότελα παιδί, όταν ένιωσα μέσα στην καρδιά μου δύο αισθήματα αντιφατικά,

την απέχθεια προς τη ζωή και την έκσταση της ζωής»  Σάρλ Μπωντλαίρ

Τί παράξενο κορίτσι που ήταν η Ανθή.

Ξάπλωνε στον καναπέ με τα πόδια της τοποθετημένα προσεκτικά πάνω στο μεγάλο μαξιλάρι με την  λευκή θήκη και τα γαλανά λουλουδάκια που είχε ράψει η μάνα της, κάποτε, όταν ήταν παιδί. Και το κεφάλι της, το τόσο πολύτιμο κεφάλι της, το πετούσε άτσαλα σε μια στενή γωνία του καναπέ, λες και πέταγε πατάτες με φυτρωμένα κλωνάρια στα σκουπίδια.

Τα μεσημέρια, όλα τα μεσημέρια, χωρίς εξαιρέσεις, τοποθετημένη με αυτόν τον παράδοξο τρόπο κοιμόταν πάντα στις δύο ακριβώς  για δεκαπέντε λεπτά , μερικές φορές και για δεκάξι. Ποτέ δεκαεφτά ποτέ δεκατέσσερα. Όσο έκανε δηλαδή  η γειτόνισσα να ποτίσει τα λουλούδια στην αυλή της γιατί κάθε φορά που τελείωνε έβαζε μια διαπεραστική φωνή στον άντρα της θαρρείς και δεν ήταν μεσημέρι.

Τις πρώτες φορές η Ανθή πεταγόταν μέσα από τον ύπνο της και σε μια κατάσταση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας άνοιγε το παράθυρο και της φώναζε με βραχνή από τον ύπνο φωνή κάτι σαν

«Μωρή παλιόγρια θα σκάσεις καμιά φορά;» και « Θα βγάλεις τον σκασμό σταφιδιασμένο πλάσμα;»

Και ύστερα έκλεινε με δύναμη το τζάμι και έβαζε στην διαπασών την μουσική και έτσι δεν προλάβαινε να ακούσει την γειτόνισσα που την ενθάρρυνε να πει παλιόγρια τα μούτρα της. Και μια άλλη φορά, από αυτές τις πρώτες, της είπε πώς έχει το  θράσος να μιλάει αυτή που στην ηλικία της δε ντρέπεται και κυκλοφορεί με τα εσώρουχα στο σπίτι και τα παντζούρια ανοιχτά  λες και είναι ακόμα είκοσι χρονών.

Καλύτερα που δεν το άκουσε ποτέ αυτό η Ανθή. Το πιο πιθανό είναι να πάθαινε σύγχυση και να φώναζε πως είκοσι χρονών είναι και πως δεν καταλάβαινε τι έλεγε εκείνη η παλιόγρια με τα φυτά της. Ίσως μάλιστα να έκανε το σπίτι θρύψαλα για να  βρει την ταυτότητα και να της την τρίψει στην μούρη. Να κυρά μου, θα της έλεγε, φόρεσε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας σου και δες πως είσαι όλο ανοησίες!

Μετά όμως συνήθισε την φωνή της γειτόνισσας, τα δεκαπέντε ή δεκαέξι λεπτά ύπνου της έφταναν και έπαψε να ανοίγει το παράθυρο και να φωνάζει. Απλά πλησίαζε νυσταγμένα το περβάζι και την κοίταζε να συνομιλεί με τον άνδρα της που μόλις είχε βγει έξω μετά  το κάλεσμα. Φοβερό timing έτσι; Εκείνος πάντα στα λευκά, ωραίος άνδρας, της άρεσε της Ανθής και ας ήταν αρκετά μεγαλύτερος της. Πάντα προσπαθούσε να κρυφακούσει τι έλεγαν, αλλά πάντα μίλαγαν υπερβολικά σιγανά.

Εκείνο το μεσημέρι,ένα μεσημέρι Τρίτης, σαν όλα τα άλλα, η Ανθή έβλεπε ένα πολύ παράξενο όνειρο εκείνα τα δεκαπέντε ή δεκαέξι λεπτά του ύπνου της.  Ήταν λέει γριά και τα μαύρα αστραφτερά μαλλιά της είχαν γίνει γκρι και δεν λαμπύριζαν πια. Το δέρμα της δεν ήταν λείο, το σώμα της δεν ήταν  δυνατό αλλά  αδύναμο σαν μικροσκοπικό κλωναράκι που το σπάει ο άνεμος του φθινοπώρου. Φορούσε μόνο τα εσώρουχα της γιατί τα ρούχα της ,της πλήγωναν το σώμα. Τα αισθανόταν να της γδέρνουν το κορμί για αυτό τα πέταγε με μανία στο πάτωμα. Παλιόρουχα, σκεφτόταν,  τι σας έχω κάνει και πονάτε το κορμί μου τόσο;  Έξω από το παράθυρο η γειτόνισσα, αλλιώτικη αυτή τη φορά της έγνεψε κάτι σαν χαιρετισμό. Δεν ήταν τόσο γριά, όσο πίστευε η Ανθή. Τουλάχιστον όχι στο όνειρο της. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, πολύ αδύνατη, με ένα βλέμμα χαμένο αλλά τρυφερό. Για λίγο η Ανθή ένιωσε να την συμπονάει, σχεδόν της χαμογέλασε. Παρατήρησε από το παράθυρο τον άνδρα της που έκανε την εμφάνισή του όπως και στην πραγματικότητα. Στο όνειρο αυτός, ήταν ίδιος και απαράλλαχτος, νέος ωραίος ντυμένος στα λευκά σαν σύγχρονος πρίγκιπας.  Μίλησαν για λίγο με την γυναίκα του και ύστερα την έπιασε ελαφρά από το μπράτσο και την τάισε κάτι στο στόμα. Πόσο τρυφερός ήταν! Συνέχισε να τον κοιτάει, αν και όπως σκεφτόταν εκείνη την στιγμή στο όνειρο δεν είχε καμιά ελπίδα, ήταν πολύ μεγαλύτερη του, δεν θα την πρόσεχε ποτέ και ας φορούσε μόνο τα εσώρουχα της. Εκείνος όμως ανέλπιστα και εντελώς αναπάντεχα έστρεψε το βλέμμα του πάνω της και της χαμογέλασε. Νόμιζε πως τον άκουσε να λέει το όνομα της, νόμιζε πως τον άκουσε να λέει «κυρία Ανθή, θα κρυώσετε, θα έρθω σε λίγο από εκεί» αλλά πλέον δεν ήταν σίγουρη  γιατί το όνειρο έτρεχε με ταχύτητα φωτός.

 Άκουσε έναν ήχο στην πόρτα  και σέρνοντας το κορμί της πήγε να ανοίξει .Μια κοπέλα βρισκόταν ήδη μέσα στο σπίτι. Πώς μπήκε μέσα αυτή,  αυτή η νέα γυναίκα με τα μαύρα λαμπερά μαλλιά και το κόκκινο παλτό με τα χρυσά κουμπιά; Την έπιασε ταραχή. Ύστερα όμως ηρέμησε. Όνειρο ήταν, μπορούσε να είχε μπει με ένα εκατομμύριο τρόπους. Η ανάσα της κόπασε.

-Μαμά, σε παρακαλώ, φόρεσε την ρόμπα σου.. πάλι έτσι τριγυρνάς;

Μπούκαρε αμήχανα μέσα και την τύλιξε με μία ρόμπα κ έπειτα έριξε μερικές φευγαλέες ματιές από τα παράθυρα, σαν κλέφτης.

Στο όνειρο αυτό, η κοπέλα με το κόκκινο παλτό και τα χρυσά κουμπιά, έκλαψε και καθισμένη δίπλα της αγκάλιασε την Ανθή, με έναν αλλόκοτο τρόπο. Εκείνη όμως, δεν ξαφνιάστηκε, ήταν σαν την γνώριζε και ας μην την είχε ξαναδεί.

-Γιατί κλαις, της είπε ακουμπώντας την απαλά στα χέρια, έκανα κάτι που σε πείραξε; Έκανα κάτι που δεν έπρεπε;

-Δεν κλαίω, δεν κλαίω, είπε ενώ έτρεχαν τα δάκρυα πάνω της, απλά χαίρομαι που σε βλέπω. Όπως κάθε φορά.

Και έτσι αγκαλιάστηκαν ακόμα πιο σφιχτά και η Ανθή προσευχήθηκε μέσα της αυτή τη φορά η γειτόνισσα να μην την ξυπνήσει, να ξεκλέψει για λίγο, πολύ λίγο ακόμα, μερικές στιγμές εκεί, στην αγκαλιά της άγνωστης κοπέλας με το κόκκινο παλτό και τα χρυσά κουμπιά.

Όλως περιέργως, την επόμενη μέρα που ξύπνησε, νέα και όμορφη και πάλι, δεν θυμόταν τίποτα από το παράξενο όνειρο αλλά στο μυαλό της γύρναγε διαρκώς μια φράση

«Ήμουν ολότελα παιδί, όταν ένιωσα μέσα στην καρδιά μου δυο αισθήματα αντιφατικά, την απέχθεια προς τη ζωή και την έκσταση της ζωής»

Μα τι παράξενο κορίτσι που ήταν η Ανθή!

 


Η Άννα Τσαλιαγκού είναι είκοσι έξι ετών και έχει μεγαλώσει στο Λαύριο Αττικής. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά. Είναι απόφοιτη του τμήματος Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ. Ακόμη, κατέχει δίπλωμα εξειδίκευσης στην Ειδική Αγωγή, πάνω στην οποία εργάζεται. Τέλος, είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πρόγραμμα <<Δημιουργική γραφή>> του ΕΑΠ και του ΠΔΜ.