[Η Λαίδη Θάνατος στο στέκι μου]
Όσο κι αν πιω τού σκοτωμού
Δε λέει να φύγει η σπιτωμένη θλίψη
Να πάει στα θυμαράκια τού αγύριστου ή έστω
Στο φτου κι απ’ τήν αρχή μιας σκέψης παλιάς
Ότι το τέλος μου κάποτε θα κάνει το θόρυβο
Μιας σταγόνας που πέφτει από ψηλά στο δάπεδο
Τον νωχελικό τρόπο
Με τον οποίο οι νεκροί ανεβαίνουν
Όλα τα σκαλοπάτια τού σπιτιού τους
Μετρώντας ανάποδα τα στερνά τους δεύτερα
Τους στίχους που γράφτηκαν μόλις τώρα
Σα να λέμε τη μαθηματική βεβαιότητα
Ότι τίποτα πια δε λύνουν οι πράξεις
Και όσα κι αν αφαιρούμε γράφοντας
Τις νύχτες το χάος πολλαπλασιάζεται μέσα μας
Ενώ – όχι εκείνη που θέλαμε άλλοτε
Αλλά αυτή που ψευτοζούμε σήμερα –
Ζωή λες και περνάει κράνος για τα αισθήματα
Φέρνει στη μνήμη μια πληρωμένη
Που δεν πιστέψαμε ποτέ ότι μας αγάπησε
Στην άκρη ενός μπαρ στη μέση τού πουθενά
Τη βάσιμη σαν υποψία
Ότι μια μέρα θα πάμε ξαφνικά
Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι
Και οι φίλοι θα υψώσουν και πάλι ποτήρια
Πίνοντας στην ανέλπιστη χαρά τους
Στην υγειά τού θανάτου•